Ως σχέδιο Βαριοπούλα (τουρκικά: Balyoz Harekâtı) ονομάζεται το υποτιθέμενο σχέδιο πραξικοπήματος στην Τουρκία οι απαρχές του οποίου χρονολογούνται το 2003,[1] και το οποίο θα εκτυλίσσονταν ως απάντηση του στρατιωτικού κατεστημένου έναντι του ισλαμικού κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν το οποίο ήρθε στην εξουσία.
Περιγραφή
Πρώτα στάδια
Οι πρώτοι ισχυρισμοί για την ύπαρξη του σχεδίου πραξικοπήματος αποκαλύφθηκαν στην φιλελεύθερη εφημερίδα Taraf, και σύμφωνα με τη δημοσίευση η εφημερίδα κατείχε στοιχεία τα οποία έδειχναν πως το σχέδιο του πραξικοπήματος στηρίζονταν στην ανατίναξη 2 τζαμιών στην Κωνσταντινούπολη και την δημιουργία κατηγοριών εναντίον της Ελλάδας για τουρκικό μαχητικό το οποίο θα καταρρίπτονταν στο Αιγαίο. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, με την αναταραχή που θα προκαλούνταν θα δημιουργούνταν οι συνθήκες για παρέμβαση του στρατού και επιβολή δικτατορίας, ενώ φαίνεται πως συμπεριλαμβάνονταν και απόβαση τουρκικών δυνάμεων σε ελληνικά νησιά.[2][3]Κατά τις δίκες που ακολούθησαν οι κατηγορούμενοι στρατηγοί παραδέχτηκαν τις συζητήσεις αλλά ανέφεραν πως αυτές έγιναν ως υποθετικό σενάριο και άσκησε σε στρατιωτικό σεμινάριο των ανωτάτων αξιωματικών.[4][5][6]
Αντιδράσεις και αποκαλύψεις
Με την αποκάλυψη της υπόθεσης αυτής, δημιουργήθηκε οξεία κριτική από το σύνολο της αντιπολίτευσης ως προς την πιθανή ανάμειξη υψηλόβαθμων γραφειοκρατών και εκπροσώπων του νόμου οι οποίοι συνδέονταν με το κίνημα Χιζμέτ, ισλαμικό κίνημα του αυτοεξόριστου κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν. Ανησυχία επίσης προκάλεσε οι πολλές νομικές παραλείψεις και διαδικαστικά σφάλματα κατά την εξέλιξη της έρευνας της υπόθεσης, καθώς και η έλλειψη επικοινωνίας σχετικά με το θέμα από την κυβέρνηση. Ως παράδειγμα αναφέρθηκε πως το αρχικό έγγραφο της συνωμοσίας, η οποία ξεκίνησε το 2003, αποδείχτηκε πως είχε δημιουργηθεί με χρήση της εφαρμογής Microsoft Word 2007.[7][8] Άλλη παρατυπία ήταν και η πλαστογράφηση των υπογραφών ανωτάτων αξιωματικών του στρατού, όπως αυτή του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων, Τσετίν Ντογάν (Çetin Doğan).[9][10]
Δικαστικές εξελίξεις
Το 2012, αποδόθηκαν ποινές φυλάκισης σε 300 από τους 365 υπόπτους, ενώ 34 αθωώθηκαν.
Στις 19 Ιουνίου του 2014 όλοι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, προκειμένου να επαναληφθεί η δίκη, μετά από απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας το οποίο ανακοίνωσε πως τα δικαιώματα των κατηγορουμένων είχαν παραβιαστεί κατά την έκβαση της πρώτης δίκης.[11] Το χρονικό σημείο όπου σημειώθηκε η απόφαση, δημιούργησε επιπλέον κατηγορίες πως το κίνημα Χισμέτ είχε επηρεάσει την απόφαση, καθώς έως το 2014 ο Ταγίπ Ερντογάν και ο Φετουλάχ Γκιουλέν ήταν σύμμαχοι, αλλά κατόπιν διασπάστηκαν. Επιπλέον το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν κατηγόρησε ανοικτά το κίνημα Χιζμέτ για διάβρωση της δικαιοσύνης, μετά την αποκάλυψη ενός κυβερνητικού σκανδάλου για δωροδοκία κυβερνητικών υπαλλήλων και του Ιράν σχετικά με την προμήθεια καυσίμων, κάτι που η κυβέρνηση κατηγόρησε το κίνημα πως είχε σχεδιάσει πλεκτάνη. Με βάση την εξέλιξη αυτή, η κυβέρνηση υπό τον Ερντογάν ξεκίνησε μια ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωση του δικαστικού σώματος και των αστυνομικών δυνάμεων αποτάσσοντας ή μεταθέτοντας πολλούς υπαλλήλλους.[12][13]
Στις 31 Μαρτίου του 2015, 236 κατηγορούμενοι αθωώθηκαν μετά την απόφαση του κατηγόρου εισαγγελέα πως τα ψηφιακά τεκμήρια στα οποία στηρίζονταν η υπόθεση είχαν χαλκευτεί και δεν αποτελούσαν αξιόπιστα στοιχεία.[14]
Παραπομπές