Γεννήθηκε το 1902 στην Απείρανθο της Νάξου. Πατέρας του ήταν ο κτηματίας Δημήτριος Γλέζος, ο οποίος πέθανε το 1911. Τότε ο Πέτρος μαζί με την οικογένειά του μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου ο Πέτρος παρακολούθησε τα μαθήματα του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτριου Γληνού. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και για λίγα χρόνια ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Παράλληλα υπήρξε και διορθωτής στην εφημερίδα Η Καθημερινή και σε άλλα περιοδικά. Έπειτα εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας (1924–26), Γεωργίας (1927–32) και την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας (1938–67), αποχωρώντας με τη θέση του διευθυντή. Ξεκινώντας από το 1930, άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία, ώντας συνεργάτης της εφημερίδας Το Βήμα και της Νέας Εστίας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλμάς. Επίσης, διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και μέλος της Γλωσσικής Εταιρείας, του Ελληνοαργεντινού Συνδέσμου, της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών και της Μεγάλης Τεκτονικής Στοάς της Ελλάδας.[2] Σύζυγός του ήταν η λογοτέχνιδα Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου. Πέθανε το 1996 στην Αθήνα.[3][4][5][6]
Εργογραφία
Στα έργα του διηγείται κυρίως ιστορίες της καθημερινότητας. Η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε το 1977 με βραβείο για τη συλλογή Τα θαμπά μάτια, ενώ το 1986 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το έργο Τα απομνημονεύματα ενός κυρίου. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Μερικά από τα σημαντικά του έργα είναι τα εξής[3][5]: