Η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ από το 1989 έως το 1991, και ειδικά της Σοβιετικής Ένωσης, βασικού πυλώνα στήριξης του καθεστώτος της χώρας, οδήγησε την βορειοκορεατική οικονομία να αλλάξει την κατεύθυνση της και τις διεθνείς τις σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας κάπως αυξημένης εμπορικής δραστηριότητας με τη Νότια Κορέα. Ο μεγαλύτερος εμπορικός συνεργάτης της Βόρειας Κορέας είναι η Κίνα. Η ιδεολογία του τζούτσε στη Βόρεια Κορέα έχει οδηγήσει τη χώρα στην προσπάθεια να επιδιώξει αυτάρκεια παρόλο που βρίσκεται σε καθεστώς διεθνών κυρώσεων.[9] Ενώ η σημερινή βορειοκορεατική οικονομία κυριαρχείται ακόμη από την βιομηχανία υπό την ιδιοκτησία του κράτους και τις συλλογικές φάρμες, οι διεθνείς επενδύσεις και η εταιρική αυτονομία έχουν αυξηθεί ελαφρώς.
Η Βόρεια και η Νότια Κορέα είχαν παρόμοιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το τέλος του Πολέμου της Κορέας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970,[10][11] αλλά είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ που δεν ξεπερνούσε τα 2.000 δολάρια στην δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το 2018 η Τράπεζα της Κορέας υπολόγισε την ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας σε −4.1%.[12]
Επισκόπηση
Η στασιμότητα της οικονομίας της Βόρειας Κορέας και η κατάρρευση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με τις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ, ειδικά μετά την ανατροπή των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, έφεραν την κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας στην Πιονγιάνγκ αντιμέτωπη με δύσκολες στρατηγικές αποφάσεις. Άλλες σχεδιασμένες οικονομίες επέλεξαν να μεταρρυθμίσουν την δομή της οικονομίας τους και να απελευθερώσουν το εμπόριο και την ιδιωτική ιδιοκτησία. Ανεξάρτητα από τις τρέχουσες εξελίξεις στο περιορισμένο οικονομικό άνοιγμα της χώρας, π.χ. στην βιομηχανική περιοχή της Κέσονγκ, την τουριστική περιοχή Κούμγκανγκ-σαν και την Ειδική Διοικητική Περιοχή του Σινούιτζου, η Βόρεια Κορέα δεν είναι πρόθυμη να εισαγάγει θεμελιώδεις αλλαγές στην δομή της οικονομία της. Η βορειοκορεατική ηγεσία είναι αποφασισμένη να διατηρήσει τον αυστηρό πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο στη χώρα.
Περίπου το 81% της χώρας καλύπτεται από σχετικά υψηλές οροσειρές και δασώδη ορεινά και λοφώδη τοπία, τα οποία τέμνονται από βαθιές και στενές κοιλάδες. Στο μεταξύ μόνο ένα μικρό μέρος της χώρας είναι καλλιεργήσιμο. Τα σημαντικά και πιο λειτουργικά λιμάνια βρίσκονται στην ανατολική ακτή της χώρας που βρέχεται από την Θάλασσα της Ιαπωνίας. Η πρωτεύουσα Πιόνγιανγκ βρίσκεται στα δυτικά, κοντά στην δυτική ακτή της χώρας, στις όχθες του ποταμού Τέτονγκ.
Αν και η πλειοψηφία των Βορειοκορεατών εργάζεται ως εργάτες στις πόλεις, η γεωργία αντιπροσωπεύει το 25% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος της χώρας, παρόλο που η ετήσια σοδειά δεν έχει επιστρέψει στα επίπεδα που βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας 1990. Το εμπόριο με τη Νότια Κορέα έχει αυξηθεί από το 1988, αλλά δεν υπάρχουν χρήσιμες συνδέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η Βόρεια Κορέα εξακολουθεί να υποφέρει από χρόνιες ελλείψεις τροφίμων. Αυτό προκύπτει λόγω του απομονωτικού της καθεστώτος, των πολλαπλών φυσικών καταστροφών και γενικών προβλημάτων της χώρας. Μια μικρή καλλιεργούμενη έκταση και μια σύντομη περίοδος ανάπτυξης, καθώς και μια μονόπλευρη κατανομή των πόρων υπέρ του στρατού, σχεδόν αποκλείει τους κοινούς ανθρώπους. Η έλλειψη τροφίμων επιδεινώθηκε περαιτέρω από τις πλημμύρες του 1995 και τις συνεχείς ελλείψεις λιπασμάτων και γεωργικού εξοπλισμού. Μετά από μια διεθνή έκκληση, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης των Ηνωμένων Εθνών παρείχε παρείχε περίπου 500.000 τόνους τροφίμων στη χώρα, μεταξύ Ιουλίου 1999 και Ιουνίου 2000.
↑Maddison, Angus "The World Economy A Millennial Perspective", OECD Development Studies Centre, (ISBN92-64-02261-9), (Published 2004), Table A3-c, also available on the Internet at «Archived copy»(PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 30 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2013. Retrieved May 8, 2013