Οθωμανική τουρκική γλώσσα

Τα οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά: Osmanlı Türkçesi) ή οθωμανική γλώσσα (οθωμανικά τουρκικά: لسان عثمانى, lisân-ı Osmânî, επίσης γνωστή ως تركجه, Türkçe ή تركی, Türkî, "Τουρκικά", τουρκικά: Osmanlıca) είναι ποικιλία της τουρκικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δανείζεται, από όλες τις απόψεις, εκτενώς από τα αραβικά και τα περσικά, ενώ το σύστημα γραφής της ήταν το οθωμανικό τουρκικό αλφάβητο. Κατά τη διάρκεια της ακμής της οθωμανικής εξουσίας, το περσικό και το αραβικό λεξιλόγιο αντιπροσώπευαν μέχρι και το 88% του λεξιλογίου τους,[1] ενώ οι λέξεις αραβικής προέλευσης ξεπέρασαν σε μεγάλο βαθμό τις εγγενείς τουρκικές λέξεις.[2]

Κατά συνέπεια, οι Οθωμανοί της Τουρκίας ήταν σε μεγάλο βαθμό ακατανόητοι για τους λιγότερο μορφωμένους Τούρκους κατώτερης τάξης και τους αγρότες, οι οποίοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα kaba Türkçe (ακατέργαστη τουρκική αργκό, όπως τα λαϊκά λατινικά), που χρησιμοποιούσε πολύ λιγότερα δάνεια και είναι η βάση της σύγχρονης τουρκικής γλώσσας.[3] Την εποχή του Τανζιμάτ υπήρχε η εφαρμογή του όρου "οθωμανική" όταν γινόταν αναφορά στη γλώσσα (لسان عثمانی lisân-ı Osmânî ή عثمانليجه Osmanlıca) και η ίδια διάκριση γίνεται στα σύγχρονα τουρκικά (Osmanlıca και Osmanlı Türkçesi).

Παραπομπές

  1. Bertold Spuler. Persian Historiography & Geography Pustaka Nasional Pte Ltd (ISBN 9971774887) p. 69
  2. Ottoman turkish language loanwords Encyclopedia of Arabic Language and Linguistics
  3. Glenny, Misha. The Balkans - Nationalism, War, and the Great Powers, 1804-1999, Penguin, New York 2001. p. 99.