Ο Οίκος της Λάρα (ισπανικά: Casa de Lara) είναι μία οικογένεια ευγενών από το μεσαιωνικό βασίλειο της Καστίλης. Δύο από τους κλάδους του, οι δούκες της Νάχερα (duques de Nájera) και oι μαρκήσιοι του Ακίλαρ δε Κάμποο (marquesado de Aguilar de Campoo) θεωρήθηκαν ευγενείς (grandees) της Ισπανίας. Η οικογένεια Λάρα κέρδισε πολυάριθμα εδάφη στην Καστίλη, το Λεόν, την Ανδαλουσία και τη Γαλικία και τα μέλη της οικογένειας μετακόμισαν στις πρώην ισπανικές αποικίες, ιδρύοντας υποκλάδους από την Αργεντινή μέχρι τις Φιλιππίνες.
Ο Οίκος της Λάρα ήταν ο πιο εξέχων στην ιστορία της Καστίλης και του Λεόν από τον 11ο έως τον 14ο αι. Ο Άλβαρο Νούνιεθ δε Λάρα υπηρέτησε ως αντιβασιλιάς για τον Ερρίκο Α' της Καστίλης. Τους αφαιρέθηκε μεγάλο μέρος της γης τους από τον Πέτρο τον Σκληρό, αλλά το περισσότερο επιστράφηκε από τον Ερρίκο Β' της Καστίλης.
Ιστορία
Η οικογένεια δημιουργήθηκε τον 11ο αι. στην Καστίλλη, μέσω ενός γάμου που ένωσε τα πατρικά εδάφη γύρω από τη Λάρα των Πριγκίπων (Lara de los Infantes), που ανήκε στον Γκονθάλο Νούνιεθ με την κληρονομιά της συζύγου του, Γκότο Νούνιεθ, που αντιπροσωπεύει τις κτήσεις των ευγενών οικογενειών Άλβαρεθ και Aλφόνσo. [1] Μέχρι τον 13ο αι. η καταγωγή της οικογένειας Λάρα είχε συνδεθεί με τους πρωταγωνιστές στο έπος Τραγούδι των Επτά Πριγκίπων της Λάρα (Cantar de los Siete Infantes de Lara), μία ιστορία εκδίκησης του 10ου αι. που διαδραματίζεται γύρω από τα εδάφη, που στη συνέχεια κατείχε η οικογένεια Λάρα, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία, που να αποδεικνύουν ότι η ιστορία αντανακλούσε ιστορικά γεγονότα, και τα ονόματα του μύθου δεν μπορούν να συνδυαστούν με τη γνωστή καταγωγή της οικογένειας. [2]
Ο μόνος κλάδος της οικογένειας που επέζησε του Μεσαίωνα, ήταν αυτός των Mανρίκε δε Λάρα, οι οποίοι υποστήριξαν τους Καθολικούς Μονάρχες στον πόλεμό τους ενάντια στους υποστηρικτές της διεκδικήτριας Ιωάννα λα Μπελτρανέχα. Το 1520 ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε' ανέβασε τον Οίκο της Λάρα στη θέση των μεγαλοπρεπών (grandee), ως δουκών της Νάχερα και μαρκησίων του Αγκίλαρ δε Κάμποο. Στο εξής, τα μέλη της οικογένειας υπηρέτησαν το στέμμα ως αντιβασιλείς, υποστράτηγοι, πρεσβευτές και καρδινάλιοι. Ο πρώτος κόμης Παρέδες δε Νάβα έγινε Διδάσκαλος του Τάγματος του Σαντιάγο. Οι συγγραφείς Γκόμεθ Μανρίκε και Χόρχε Μανρίκε ανήκουν σε αυτόν τον κλάδο της Λάρα.
Το αρχικό οικόσημο υποτίθεται ότι αναπαριστά δύο λέβητες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την ικανότητα της οικογένειας να συντηρεί (να τρέφει) πολλούς οπαδούς.
Γενεαλογία του Οίκου της Λάρα και οι επιγαμίες του με τους Οίκους Χιμένεθ και Ιβρέα-Καστίλης
↑Ramón Menéndez Pidal, La Leyenda de los Siete Infantes de Lara, Madrid: Hijos de José M. Ducazel, 1896; Sánchez de Mora.
Βιβλιογραφία
Doubleday, Simon R. (2004). Los Lara. Nobleza y monarquía en la España Medieval (στα Ισπανικά). Madrid: Turner Publicaciones, S.L. y C.S.I.C. ISBN84-7506-650-X.
Estepa Díez, Carlos (2007). «Castilla de Condado a Reino». Alfonso VI y su época I. Los precedentes del reinado (966-1065) (στα Ισπανικά). E. Fernández González and J. Pérez Gil (Coord.). León: Universidad de León. Secretariado de Publicaciones. σελίδες 37–67. ISBN978-84-9773-339-7.
Martínez Díez, Gonzalo (1997). El Monasterio de Fresdelval, el Castillo de Sotopalacios y la Merindad y Valle de Ubierna. Burgos: Caja de Burgos, Área de Cultura. ISBN84-87152-39-2.
Menéndez Pidal de Navascués, Faustino (1984). «Los sellos de los señores de Molina». Anuario de Estudios Medievales (14): σελ. 101–120. ISSN0066-5061.