Πρόκειται για μία μεγάλη μαγκούστα καθώς το μήκος της ξεπερνά τα 50 εκατοστόμετρα και το βάρος της είναι 2-3 χιλιόγραμμα. Η μακριά και πυκνή γούνα της είναι γκριζωπή μαύρη και άσπρη, τα μάγουλα και ο λαιμός είναι κιτρινωπά, τα πόδια είναι σκούρα καφετιά ή μαύρα και η φουντωτή ουρά είναι άσπρη.
Η μαγκούστα του Τζάκσον τρέφεται με τρωκτικά και έντομα και είναι κυρίως ζώο νυκτόβιο και πιθανότατα μοναχικό. Απαντάται στην Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία σε ορεινές περιοχές. Άρχισε να σπανίζει και έτσι το 2008 η IUCN την κατέταξε ως Προ Απειλής.
Σωματικά χαρακτηριστικά
Η μαγκούστα του Τζάκσον είναι μία μεγάλη μαγκούστα με φουντωτή ουρά. Έχει μήκος σώματος 50,8 με 57.1 εκατοστόμετρα, η ουρά έχει μήκος 28.3 με 32,4 εκατοστόμετρα, τα πίσω πόδια έχουν μήκος 8,6 με 10,8 εκατοστόμετρα, τα αφτιά έχουν μήκος 2,3 με 3,5 εκατοστόμετρα και ζυγίζει 2-3 χιλιόγραμμα.[2] Τα νεαρά ζώα μπορεί να είναι σημαντικά μικρότερα από τα ενήλικα. Ξεχωρίζεται από την μαυροπόδαρη μαγκούστα από την μακρύτερη γούνα της, ειδικά στην ουρά, και από τις κιτρινωπές αποχρώσεις του λαιμού της.[3]
Η μακριά και πυκνή γούνα της ράχης είναι γκριζωπή μαύρη και άσπρη. Οι τρίχες της ράχης έχουν μήκος 20 χιλιοστόμετρα με μαύρους και άσπρους δακτυλίους. Η μουσούδα και το σαγόνι είναι καστανόλευκα και τα μάγουλα, ο λαιμός και οι πλευρές του αυχένα είναι κιτρινωπά. Τα πόδια είναι σκούρα καφέ ή μαύρα και η ουρά είναι λευκή. Η κοιλιακή χώρα έχει χρώμα ανοικτό γκρίζο και το εσωτερικό τρίχωμα είναι πυκνό και μαλλιαρό. Τα πτερύγια είναι κυκλικά και πλατιά και η μουσούδα είναι αμβλεία. Το ρινάριο είναι μεγάλο, και η άτριχη επέκταση της μεσαίας αυλάκωσης χωρίζει το άνω χείλος.Τα μπροστινά και τα πίσω πόδια έχουν μόνο τέσσερα δάκτυλα. Ο μέγας και ο αντίχειρας απουσιάζουν, κοινό χαρακτηριστικό της Βδεογαλής. Τα πέλματα είναι γυμνά και τα νύχια είναι χοντρά και δυνατά.[2]
Η οδόντωση της μαγκούστας του Τζάκσον είναι χαρακτηριστική για τις μαγκούστες. Τρεις κοπτήρες, ένας κυνόδοντας, τέσσερις προγόμφιοι και δύο γομφίοι βρίσκονται σε κάθε πλευρά κάθε σιαγόνας. Ο συνολικός αριθμός των δοντιών είναι 40 και ο οδοντικός τύπος είναι 3.1.4.23.1.4.2 × 2 = 40.[2]
Είναι ζώο σαρκοφάγο, εντομοφάγο και μυρμηγκοφάγο. Στα Όρη Αμπερντέαρ, ο όγκος τροφής σε 40 κόπρανα ήταν πάνω από 50% τρωκτικά συμπεριλαμβανομένων των γενών Ωτόμυς, Δασύμυςκαι Πραόμυς και 40% έντομα, κυρίως μυρμήγκια του γένους Ανόμμα, αλλά και σιταρόψειρες, σκαθάρια και κάμπιες. Σαρανταποδαρούσες, σαλιγκάρια, σαύρες και αβγά φιδιών περιλαμβάνονται επίσης. Περίπου το 80% της διατροφής των μικρών αποτελείτο από τρωκτικά συμπεριλαμβανομένων των γενών Ωτόμυς, Λοφουρόμυς, Πραόμυς και των ποντικιών. Επίσης τρέφονταν με σκαθάρια, σαύρες, πουλιά, και λίγα μυρμήγκια.[2][3] Η αντιμετώπιση των ορδών των μυρμηγκιών - λεγεωναρίων εξαρτάται από την ωριμότητα και την εκμάθηση, γεγονός που υποδηλώνει πρόσφατη εξελικτική προσαρμογή σε αυτή την διατροφή.[3]
Είναι κυρίως ζώο της νύχτας και του λυκόφωτος.[3] Στα Ουντζούνγκουα Όρη, το 73% των 25 φωτογραφιών, που τραβήχτηκαν από φωτογραφικές παγίδες κατά τη διάρκεια της νύχτας, τραβήχτηκαν μεταξύ 7 μ.μ. και των μεσανύχτων. Είναι πιθανότατα μοναχικό ζώο, αλλά συχνά εμφανίζεται σε ζεύγη και περιστασιακά σε ομάδες των τεσσάρων. Τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με την αναπαραγωγή της.[2]
Κατανομή
Η κατανομή της μαγκούστας του Τζάκσον είναι πολύ περιορισμένη.[3] Απαντάται από την κεντρική και νότια Κένυα, την νοτιοανατολική Ουγκάντα και τα Ουντζούνγκουα Όρη 900 χιλιόμετρα στα νότια στην κεντρική Τανζανία,[1] όπου παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 2001/02.[4] Στην Οροσειρά Αμπερντέαρ, στο Όρος Κένυα και στο Όρος Έλγκον απαντάται σε υψόμετρο έως 3300 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[1] Στα Ουντζούνγκουα Όρη φαίνεται εξαιρετικά εντοπισμένο και έχουν μόνο καταγραφεί στο Δάσος Ματούντα στην μέγιστη απόσταση των 2,65 χλμ. μεταξύ τους.[5] Ζει ενδεχομένως και σε άλλους ορεινούς όγκους των Όρων της Ανατολικής Αψίδας(Eastern Arc Mountains), συμπεριλαμβανομένων των Ουλουγκούρου Ορέων, των Νγκούρου Ορέων και των Ουσαμπάρα Ορέων.[1]
Ταξινόμηση
Η μαγκούστα του Τζάκσον συνήθως θεωρείται ως είδοςτου γένους Βδεογαλή. Είναι πολύ στενή συγγενής με την μαυροπόδαρη μαγκούστα(Bdeogale nigripes),[6] από την οποία διακρίνεται από τις διαφορές του κρανίου και του δέρματος,[7] που όπως θεωρείται συμβαίνει λόγω της απομονώσεως στα βουνά.[3] Και οι δύο ενίοτε ενώνονται στο είδος Bdeogale nigripes[7] ή στο υπογένος Γαλερίσκος[8] ή διαχωρίζονται από την Βδεογαλή στο ξεχωριστό γένος Γαλερίσκος.[6]
Η μαγκούστα του Τζάκσον θεωρήθηκε ως ένα ξεχωριστό είδος από τον
Άλλεν (1939),[9]
τον Ρόουσβαρ (1974),[10]
τους Κόρμπετ και Χιλλ (1980),[11]
τον Χονάκι (1982),[12]
τους Νόουακ και Παραντάισο (1983),[13]
τους Κόρμπετ και Χιλλ (1986),[14]
τον Σλίμαν (1988),[15]
τους Κόρμπετ και Χιλλ (1991),[16]
τον Νόουακ (1991),[17]
τον Βόζενκραφτ (1993),[18]
τον Κίνγκντον (1997),[3]
τον Νόουακ (1999),[8]
τον Παβλίνοβ (2003),[19]
τον Βόζενκραφτ (2005),[7]
τον Βαν Ρόμπευ (2008)[1]
και τον Γκίλχριστ (2009).[2]
Ο Κίνγκντον (1977) την θεώρησε ως υποείδος της μαυροπόδαρης μαγκούστας[20] και ο Ντύκερ επίσης την θεώρησε ως συνεπιλεκτικό.[21]
Κανένα υποείδος της μαγκούστας του Τζάκσον δεν έχει περιγραφεί.
Ονοματολογία
Ο Όλντφιλντ Τόμας τον Ιούνιο του 1894 περιέγραψε την μαγκούστα του Τζάκσον ως τυπικό είδοςGaleriscus jacksoni του καινούργιου γένους Γαλερίσκος.[10] Διευκρίνισε την τυπική τοποθεσία, ως το Μιανζίνι στη γη των Μασσάι, σε υψόμετρο 2438 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Ρέτζιναλντ Έρνεστ Μόρω, ο Τζωρτζ Χένρυ Έβανς Χόπκινς και ο Ρόμπερτ Γουίλιαμ Χέυμαν το 1945/46 περιόρισε την τυπική τοποθεσία στο Μιανζίνι λίγα μίλια ανατολικά-νοτιοανατολικά της λίμνης Ναϊβάσα, στο νότιο άκρο του οροπεδίου Κινανγκόπ και σε υψόμετρο 2743 μέτρα.[7]
Ο Φρέντερικ Τζων Τζάκσον ανακάλυψε την μαγκούστα του Τζάκσον το 1889[22] και έστειλε το 1894 το δέρμα χωρίς το κρανίο στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.[23] Παραπλανημένος από τα φτωχά και ελλιπή δείγματα, ο Τόμας αρχικώς πίστευσε ότι ήταν συγγενής με τα γκριζόν.[24] Το 1895 ο Πολ Μάτσι την ονόμασε Massaimarder (Γερμανικά, κουνάβι Μασσάι)[22] αλλά ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε πως είναι μία Βδεογαλή.[25] Ο Ρέτζιναλντ Άινς Πόκοκ το 1916, επίσης, θεώρησε τον Γαλερίσκο συνώνυμο της Βδεογαλής.[23] Ο Νεντ Χόλιστερ το 1918 υπέθεσε ότι ήταν ένα γεωγραφικό υποείδος της μαυροπόδαρης μαγκούστας.[26]
Πληθυσμός και διατήρηση
Η μαγκόυστα του βάλτου εμφανίζεται σε απομονωμένους πληθυσμούς και φαίνεται να σπανίζει.[2] Αν και δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον πληθυσμό της. Η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης το 2008 την ταξινόμησε ως Προ Απειλής, σχεδόν δηλαδή ως Απειλούμενο. Αυτό δικαιολογείται από την εκτιμώμενη μείωσή του μεγέθους του πληθυσμού από 20 έως 25% κατά τα τελευταία 15 χρόνια λόγω της καταστροφής των βιοτόπων της. Δεδομένης της εξάρτησής της από δασικό βιότοπο, κύρια απειλή της είναι μάλλον η συνεχιζόμενη αποψίλωση των δασών. Είχε ταξινομηθεί ως Ανεπαρκώς Γνωστό το 1988, 1990 και 1994 και ως Εύτρωτο το 1996.[1]
Corbet, Gordon Barclay; John Edwards Hill (1980). A World List of Mammalian Species. London/Ithaca: British Museum (Natural History)/Comstock Publishing Associates (Cornell University Press). σελίδες 226. ISBN0-8014-1260-9.CS1 maint: Uses authors parameter (link)
Corbet, Gordon Barclay; John Edwards Hill (1986). A World List of Mammalian Species (2nd έκδοση). New York/London: Facts on File Publications/British Museum (Natural History). σελίδες 254. ISBN0-565-00988-5.CS1 maint: Uses authors parameter (link)
Corbet, Gordon Barclay; John Edwards Hill (1991). A World List of Mammalian Species (3rd έκδοση). London/New York: Natural History Museum Publications/Oxford University Press. σελίδες 243. ISBN0-19-854017-5.CS1 maint: Uses authors parameter (link)
Dücker, Gerti (1972). «Schleichkatzen und Erdwölfe». Στο: Rudolf Altevogt; Renate Angermann; Heinrich Dathe; Bernhard Grzimek; Konrad Herter; Detlef Müller-Using; Urs Rahm; Erich Thenius, επιμ. Grzimeks Tierleben: Enzyklopädie des Tierreichs. Band XII: Säugetiere 3. Zürich: Kindler-Verlag. σελίδες 144–185.CS1 maint: Uses editors parameter (link)
Gilchrist, Jason S.; Andrew P. Jennings; Géraldine Veron; Paolo Cavallini (2009). «Herpestidae (Mongooses)». Στο: Don E. Wilson; Russell A. Mittermeier, επιμ. Handbook of the Mammals of the World. Volume 1: Carnivores. Barcelona: Lynx Edicions. σελίδες 262–328. ISBN978-84-96553-49-1.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
Honacki, James H.; Kenneth E. Kinman; James W. Koeppl, επιμ. (1982). Mammal Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference. Lawrence, Kansas: Allen Press/Association of Systematics Collections. σελίδες 694. ISBN0-942924-00-2.CS1 maint: Uses editors parameter (link)
Kingdon, Jonathan (2007) [1997]. The Kingdon Field Guide to African Mammals. London: A&C Black Publishers. σελ. 476. ISBN978-0-7136-6513-0.
Schliemann, Harald (1988). «Schleichkatzen». Στο: Bernhard Grzimek, επιμ. Grzimeks Enzyklopädie Säugetiere. Band 6. σελίδες 186–232.CS1 maint: Uses editors parameter (link)
Van Rompaey, Harry (2008). «Bdeogale jacksoni». IUCN Red List of Threatened Species. Version 2009.1. IUCN 2009.Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)
Wozencraft, W. Christopher (1993). «Order Carnivora». Στο: Don E. Wilson; DeeAnn M. Reeder, επιμ. Mammal Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference (2nd έκδοση). Washington/London: Smithsonian Institution Press. σελίδες 279–348. ISBN1-56098-217-9.
Wozencraft, W. Christopher (2005). «Order Carnivora». Στο: Don E. Wilson; DeeAnn M. Reeder, επιμ. Mammal Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference (3rd έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 532–628. ISBN0-8018-8221-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2013.
↑Kingdon, Jonathan (1977). East African Mammals: An Atlas of Evolution in Africa. Volume III, Part A: Carnivores. London: Academic Press. σελ. 475.CS1 maint: Uses authors parameter (link) Cited in Nowak, 1999 (p. 779)