Μίνα φον Μπάρνχελμ ή Η τύχη του στρατιώτη (γερμανικά: Minna von Barnhelm oder das Soldatenglück) είναι κωμωδία σε πέντε πράξεις του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα Γκότχολντ Εφραίμ Λέσσινγκ. Η συγγραφή άρχισε το 1763 και ολοκληρώθηκε το 1767 – ο συγγραφέας αναφέρει το έτος 1763 ως χρονολογία συγγραφής, προφανώς για να τονίσει ότι ο πρόσφατος Επταετής πόλεμος παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο. Είναι η πιο γνωστή κωμωδία του γερμανικού Διαφωτισμού και σηματοδοτεί τη γέννηση της κλασικής γερμανικής κωμωδίας της γερμανικής λογοτεχνίας.[1]
Η πλοκή βασίζεται στο τέχνασμα που χρησιμοποίησε η ηρωίδα για να ξεπεράσει την αίσθηση τιμής του αρραβωνιαστικού της Πρώσου αξιωματικού, ο οποίος αρνείται να την παντρευτεί λόγω της απόταξής του από τον στρατό και της οικονομικής καταστροφής του.[2]
Το θεατρικό έργο παρουσιάζεται μέχρι την εποχή μας [3] και έχει διασκευαστεί έξι φορές σε ταινία.[4]
Υπόθεση
Προγενέστερα γεγονότα
Στο τέλος του Επταετούς Πολέμου, οι ηττημένοι Σάξονες δεν είναι σε θέση να πληρώσουν την τεράστια πολεμική αποζημίωση που οφείλουν στο αντίπαλο βασίλειο της Πρωσίας. Ο Πρώσος αξιωματικός που είναι υπεύθυνος για τη συλλογή της αποζημίωσης, ο ταγματάρχης φον Τέλχαϊμ, σε μια έκρηξη γενναιοδωρίας, αποφασίζει να εκπληρώσει το χρέος των εχθρών από την τσέπη του: αυτή η χειρονομία έκανε μια όμορφη και πλούσια νεαρή αριστοκράτισσα της Σαξονίας, τη Μίνα φον Μπάρνχελμ να τον ερωτευτεί - και ο ίδιος ανταπέδωσε και αρραβωνιάστηκαν. Ωστόσο, μετά την ειρήνη δεν έχει νέα του: φοβούμενη για τη ζωή του, η Μίνα, συνοδευόμενη από τον θείο και κηδεμόνα της, πηγαίνει να τον αναζητήσει στο Βερολίνο. Εν τω μεταξύ, ο ταγματάρχης βρίσκεται σε δεινή κατάσταση: είναι τραυματισμένος στο χέρι και λόγω της έντιμης πράξης του θεωρήθηκε ύποπτος για διαφθορά από τον Υπουργό Πολέμου και ως εκ τούτου αποτάχθηκε από τον στρατό.[5]
Η πλοκή
Το έργο διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, στις 22 Αυγούστου 1763, περίπου έξι μήνες μετά τη λήξη του Επταετούς Πολέμου. Ο ταγματάρχης φον Τέλχαϊμ, ο οποίος τραυματίστηκε ενώ υπηρετούσε στον πρωσικό στρατό, έχει αποταχθεί ατιμωτικά. Χωρίς οικονομικούς πόρους και κατηγορούμενος για διαφθορά, βρίσκεται με τον υπηρέτη του Γιουστ σε ένα πανδοχείο του Βερολίνου, όπου περιμένει το αποτέλεσμα της δίκης του.[6]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο φον Τέλχαϊμ είχε δανείσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στην κυβέρνηση, η εξόφληση του οποίου έχει ανασταλεί, καθώς όταν διεκδίκησε τα χρήματά του κατηγορήθηκε για διαφθορά. Ο αξιωματικός είναι έντιμος, γενναιόδωρος και αλτρουιστής, και το αποδεικνύει αρνούμενος να δεχθεί δάνειο από τον πρώην λοχία του Πολ Βέρνερ (καθώς δεν έχει καμία βεβαιότητα ότι θα μπορέσει να αποπληρώσει) και επιστρέφοντας τα χρήματα που ήθελε να του δώσει η χήρα ενός φίλου του για να ξεπληρώσει το χρέος του άνδρα της. Μαθαίνουμε επίσης ότι όταν ο Γιουστ ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο, ο ταγματάρχης πλήρωσε για τη φροντίδα του.[7]
Ο φον Τέλχαϊμ δίνει στον υπηρέτη του το τελευταίο του περιουσιακό στοιχείο, ένα πολύτιμο δαχτυλίδι, για να το ενεχυριάσει και να πληρώσει το χρέος του προς τον ξενοδόχο. Ο Γιουστ, πολύ ομιλητικός, δείχνει το δαχτυλίδι σε νεοαφιχθέντες ταξιδιώτες, μεταξύ των οποίων είναι η Μίνα φον Μπάρνχελμ, η αρραβωνιαστικιά του φον Τέλχαϊμ, που τον αναζητά, η οποία αναγνωρίζει το δαχτυλίδι που είχε ανταλλάξει μαζί του όταν αρραβωνιάστηκαν. Πανευτυχής που βρήκε τον αγαπημένο της, βρίσκεται ωστόσο σε δύσκολη θέση γιατί ο ταγματάρχης, αν και χαίρεται που την ξαναβλέπει και την αγαπά βαθιά, την απορρίπτει, αρνείται να την παντρευτεί ή να παρατείνει τον αρραβώνα τους, εξηγώντας της την επισφαλή οικονομική του κατάσταση: Δεν αισθάνεται πια άξιος, είναι γι' αυτόν θέμα τιμής: πώς θα μπορούσε μια ευγενής, πλούσια και όμορφη γυναίκα όπως αυτή να αγαπά ακόμη έναν τραυματισμένο και ατιμασμένο βετεράνο που δεν μπορούσε να της προσφέρει παρά μόνο την αγάπη του; Η έξυπνη Μίνα, με τη βοήθεια της υπηρέτριάς της Φραντσίσκα, τον κάνει να πιστέψει ότι και η ίδια είναι κατεστραμμένη οικονομικά. Ο ιπποτικός φον Τέλχαϊμ συμφωνεί στη συνέχεια να την παντρευτεί για να την προστατεύσει.
Σ' αυτό το σημείο παραδίδεται στον φον Τέλχαϊμ μια επιστολή υπογεγραμμένη από τον βασιλιά που αναγγέλλει την επιστροφή του δανείου του και την αποκατάσταση της τιμής του. Τώρα, για να τιμωρήσει τον αρραβωνιαστικό της που την έκανε να υποφέρει, η Μίνα αποφασίζει να του δώσει ένα μάθημα: αρνείται με τη σειρά της να τον παντρευτεί προβάλλοντας το επιχείρημα που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος, τη διαφορά στην οικονομική τους κατάσταση. Μόνο όταν αυτός βρίσκεται στα όρια της απελπισίας - αλλά και η άφιξη του κηδεμόνα της κόμη φον Μπρούξαλ, ο οποίος έχει καθυστερήσει λόγω επισκευής της άμαξάς του και προφανώς δεν θα συμμετείχε στο ψέμα της - η Μίνα υποχωρεί και αποκαλύπτει την αλήθεια. Σε μια τελευταία σκηνή, τα πράγματα διευθετούνται και όλοι βρίσκουν την ευτυχία, συμπεριλαμβανομένων της Φραντσίσκα και του λοχία του φον Τέλχαϊμ Πολ Βέρνερ που έχουν ανακαλύψει ένα αμοιβαίο ζωηρό ενδιαφέρον και τρυφερά συναισθήματα.[8]
Σχόλια
Το έργο έκανε πρεμιέρα του στις 30 Σεπτεμβρίου 1767 στο Εθνικό Θέατρο του Αμβούργου, στο οποίο ο Λέσσινγκ μόλις είχε ενταχθεί ως θεατρικός συγγραφέας. Στην Πρωσία απαγορεύτηκε για κάποιο διάστημα σε μια διαμάχη με τους λογοκριτές του Βερολίνου. Στη συνέχεια κέρδισε τεράστια σκηνική επιτυχία και παίχτηκε σε όλα τα κεντρικά θέατρα των γερμανόφωνων χωρών και στη συνέχεια στο εξωτερικό.
Ο Γκαίτε επαίνεσε το έργο για το κεντρικό του θέμα (η αντιπαλότητα μεταξύ Πρωσίας και Σαξονίας στον Επταετή πόλεμο), που σύμφωνα με τον ίδιο, είχε σκοπό να ανακουφίσει την εχθρική ένταση ανάμεσα στους ηττημένους Σάξονες και τους νικητές Πρώσους. Σε μια ερασιτεχνική παραγωγή, ο νεαρός Γκαίτε έπαιξε τον ρόλο του λοχία Πολ Βέρνερ.[6]