Γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1902 στη Θεσσαλονίκη. Ήταν το τρίτο παιδί του Αλέξανδρου Βιτσώρη (1860–1911) και της Αικατερίνης Βιτσώρη το γένος Βανδή (1873–1943). Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Μάντοβα της Ιταλίας, όπου κατείχε εργοστάσιο οινοποιίας. Η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Καβάλα και ήταν μοναχοκόρη καπνεμπόρου. Αδέλφια του Μίμη Βιτσώρη ήταν ο ηθοποιός Γιώργης Βιτσώρης (1899–1954), η Έμμα Βιτσώρη (γεν. 1900), ο ηθοποιός και ποιητής Τίμος Βιτσώρης (1904–1941), η Μαίρη Βιτσώρη (γεν. 1908) και η Θηρεσία Βιτσώρη (γεν. 1911).
Το 1911, μετά το θάνατο του πατέρα του, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί εγγράφηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επειδή διαφώνησε με την εκπαιδευτική φιλοσοφία της Σχολής και ήρθε σε σύγκρουση με τους διδάσκοντες. Σε ηλικία 18 ετών έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση.[2]
Αποχώρησε από την Αθήνα, μετέβη στην Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία και Γαλλία διαδοχικά), μελετώντας τα εκεί ζωγραφικά ρεύματα. Παρέμεινε στο Παρίσι και συνεργάστηκε με το περιοδικό O μικρός Παριζιάνος (Le Petit Parisien) όπου δημοσίευσε σκίτσα του. Αρρώστησε βαριά και το 1925 μετέβη στη Μάλτα, όπου ετοίμασε μερικά από τα σκίτσα του.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1927 και άρχισε να ασχολείται με τις προσωπογραφίες και τις τοπιογραφίες που μαζί με τους πίνακες θρησκευτικού περιεχομένου διαμορφώνουν την κύρια του θεματολογία.[2] Τα γλυπτά του αφορούν πήλινες και γύψινες κεφαλές.[2] Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας, ενώ εικονογράφησε και βιβλία.[3] Το 1930 ίδρυσε την Ομάδα Τέχνη μαζί με άλλους καλλιτέχνες της εποχής του. Έκτοτε συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Εκτός από τη ζωγραφική συνέγραψε και διάφορες μελέτες και βιβλία σχετικά με την τέχνη. Μεταξύ αυτών[2][4]:
Τέχνη και εποχή
Έρευνα και διδασκαλία
Προβλήματα δημόσιας αισθητικής
Παραπομπές
↑Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα· Καρακούρτη-Ορφανοπούλου, Λαμπρινή, επιμ. (2020). Η ανθρώπινη μορφή στην ελληνική ζωγραφική, 20ός αιώνας. Αθήνα: Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη. σ. 15. ISBN 978-618-5201-10-4.