Ο Κομήτης του Ντονάτι (Donati), με επίσημο προσδιορισμό C/1858 L1 και 1858 VI, είναι κομήτης μακράς περιόδου, ο οποίος πήρε το όνομά του από τον Τζιοβάνι Μπατίστα Ντονάτι, ο οποίος τον ανακάλυψε τις 2 Ιουνίου1858. Ο κομήτης έγινε πολύ θεαματικός το φθινόπωρο του 1858 σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποκληθεί «Μέγας Κομήτης του 1858». Ήταν ο πρώτος κομήτης ο οποίος φωτογραφήθηκε. Η περίοδος περιφοράς του είναι περίπου 2.000 χρόνια.
Ιστορία
Ο κομήτης ανακαλύφθηκε από τον Τζιοβάνι Μπατίστα Ντονάτι στις 2 Ιουνίου 1858 από τη Φλωρεντία της Ιταλίας. Τον περιέγραψε ως μία πολύ αχνή, μικρή νεφέλωση ομοιόμορφης λαμπρότητας, με διάμετρο περίπου 3΄. Ο κομήτης τότε απείχε 2,47 ΑΜ από τη Γη και 2,23 ΑΜ από τον Ήλιο. Ο Ντονάτι επιβεβαίωσε την ανακάλυψη τις 7 Ιουνίου 1858. Παρατηρήσεις από παρατηρητές σε βορειότερα γεωγραφικά πλάτη ήταν δύσκολες, καθώς ο κομήτης για αυτούς παρέμενε στο λυκόφως.[2] Ο κομήτης συνέχισε να έχει παρόμοια εμφάνιση μέχρι τον Αύγουστο, όταν άρχισε να ξεχωρίζει μια κεντρική φωτεινή συγκέντρωση.[3] Ο κομήτης παρατηρήθηκε για πρώτη φορά με γυμνό οφθαλμό τις 15 Αυγούστου 1858. Στις 3 Σεπτεμβρίου είχε φαινόμενο μέγεθος περίπου 3 και μια μικρή ουρά. Στα μέσα του μήνα ο κομήτης βρισκόταν στη Μεγάλη Άρκτο, είχε φαινόμενο μέγεθος 2 και ουρά μήκους 4 μοιρών.[4] Ο κομήτης συνέχισε να κινείται προς τα νότια και να αυξάνει το φαινόμενο μέγεθός του, ενώ η ουρά γινόταν μεγαλύτερη, ενώ είχε μια μικρή καμπύλη προς τα νότια και στο άκρο της είχε μεγάλο πλάτος. Ο κομήτης φαινόταν να περιβάλλεται από κελύφη υλικού, πέντε στις 25 Σεπτεμβρίου, ενώ μέχρι τις 8 Οκτωβρίου είχαν παρατηρηθεί άλλα δύο, συνολικά εφτά.[3]
Ο κομήτης έφτασε στο περιήλιό του τις 30 Σεπτεμβρίου 1858 και είχε φαινόμενο μέγεθος περίπου 0, ενώ η ουρά είχε μήκος περίπου 25 μοίρες. Ο κομήτης το πρώτο μισό του Οκτωβρίου, ενώ διέσχιζε τους αστερισμούς Βοώτη και Όφι, ήταν πολύ εντυπωσιακός. Ο κομήτης έχει απεικονιστεί με την κεφαλή του να περνάει σε μικρή απόσταση από τον Αρκτούρο, από τον οποίο ήταν λαμπρότερη. Η ουρά του ήταν πολύ εντυπωσιακή και είχε μέγιστο μήκος περίπου 60 μοίρες.[4] Ο πυρήνας του κομήτη παρατηρήθηκε να επιμηκύνεται τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη, ενώ υπάρχει μια αναφορά ότι διασπάστηκε. Στις 10 Οκτωβρίου ήταν το περίγειο του κομήτη, δηλαδή η μικρότερη απόσταση του κομήτη από τη Γη, στις 0,5378 ΑΜ. Εκείνη τη χρονική στιγμή ο κομήτης υπολογίστηκε ότι ο κομήτης είχε φαινόμενο μέγεθος ίσο περίπου με το Βέγα, περίπου 0. Η ουρά σκόνης του είχε τότε μήκος μεγαλύτερο από 40 μοίρες.[2]
Ο κομήτης μετά το περίγειο συνέχισε να κινείται γρήγορα προς τα νοτιοανατολικά και μέχρι τις 19 Οκτωβρίου είχε βρεθεί κάτω από τον ορίζοντα για τους παρατηρητές στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Η ουρά ήταν 33 μοίρες μακριά στις 15 Οκτωβρίου, αλλά το μέγεθός της μειώθηκε γρήγορα και δύο μέρες μετά ήταν μόλις πέντε μοίρες. Οι λόγοι για αυτή τη απότομη αλλαγή ήταν το γεγονός ότι ο κομήτης απομακρυνόταν τόσο από τη Γη όσο και από τον Ήλιο, το φως της Σελήνης άρχισε να αυξάνεται, ενώ η κατεύθυνση της ουράς άλλαξε από κάθετη σε σχεδόν παράλληλη με τον ορίζοντα. Ο κομήτης στα τέλη Οκτωβρίου ήταν ορατός μόνο από το νότιο ημισφαίριο ενώ γινόταν γρήγορα πιο αχνός. Η μόνη εκτίμηση για το μέγεθός του έγινε στις 25 Οκτωβρίου, όταν εκτιμήθηκε ότι είχε φαινόμενο μέγεθος +3,7.[2] Στο νότιο ημισφαίριο συνέχισε να είναι ορατός με γυμνό οφθαλμό μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου.[4] Η τελευταία παρατήρηση του κομήτη έλαβε χώρα τις 4 Μαρτίου 1859.[2]
Φωτογράφηση
Ο κομήτης του Ντονάτι έχει τη διάκριση ότι ήταν ο πρώτος κομήτης ο οποίος φωτογραφήθηκε. Το γεγονός ότι ήταν πολύ λαμπρός για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα τον έκανε ένα καλό θέμα για φωτογράφηση. Ο κομήτης φωτογραφήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1858 από τον Τζορτζ Μποντ από το Αστεροσκοπείο του Χάρβαρντ, του οποίου ήταν διευθυντής. Πραγματοποίησε αρκετές προσπάθειες με όλο και μεγαλύτερους χρόνους έκθεσης και τελικά κατάφερε να βγάλει μια καλή φωτογραφία. Αργότερα έγραψε ότι «μόνο ο πυρήνας και λίγη νεφελότητα με διάμετρο 15΄΄ έδρασαν πάνω στη πλάκα σε μια έκθεση έξι λεπτών.»[5] Παρόλα αυτά φαίνεται ότι ο κομήτης φωτογραφήθηκε από κάποιο άγνωστο για πρώτη φορά μια μέρα πριν, όπου με χρήση φακών έγινε ορατή περισσότερη νεφελότητα με έκθεση εφτά δευτερολέπτων.[6]