Πριν από τις μεταρρυθμίσεις, η κινεζική οικονομία κυριαρχούνταν από την κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων και στηριζόταν στον κεντρικό σχεδιασμό. Από το 1950 έως το 1973, το κινεζικό πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξανόταν με ρυθμό 2,9% ετησίως κατά μέσο όρο, αν και υπήρχαν μεγάλες διακυμάνσεις κατά τις περιόδους του Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός και της Πολιτιστικής Επανάστασης.[8] Αυτό, κατά την ίδια περίοδο, την τοποθετούσε στην κατάταξη των ασιατικών κρατών κοντά στη μέση,[9] με γειτονικές καπιταλιστικές χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη και «το αντίπαλον δέος», η Δημοκρατία της Κίνας του Τσιανγκ Κάι Σεκ, να ξεπερνούν κατά πολύ τον ρυθμό ανάπτυξης της Ηπειρωτικής Κίνας.[10] Έως το 1970, η οικονομία είχε εισέλθει σε μια περίοδο στασιμότητας,[9] και μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Μαοϊσμό και να στραφεί σε μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες στην οικονομία της αγοράς για να ενισχύσει την ανάπτυξη.[11]
Το Κομμουνιστικό Κόμμα πραγματοποίησε τις μεταρρυθμίσεις αυτές σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, που διήρκεσε από τέλη της δεκαετίας του 70' έως τις αρχές της δεκαετίας του 80, περιελάμβανε την απο-κολεκτιβοποίηση του αγροτικού τομέα, το άνοιγμα της χώρας στις ξένες επενδύσεις και την άδεια σε επιχειρηματίες να ιδρύσουν ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ένα μεγάλο ποσοστό των βιομηχανιών, όμως, παρέμεινε κρατικό. Το δεύτερο στάδιο της μεταρρύθμισης, από τα τέλη της δεκαετίας του 80' μέχρι τα τέλη αυτής του 90', περιελάμβανε την ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών βιομηχανιών και εταιριών. Η άρση των ελέγχων τιμών το 1985[12] ήταν μια σημαντική αλλαγή την οποία σύντομα ακολούθησε η εγκατάλειψη των πολιτικών προστατευτισμού, αν και παρέμειναν τα κρατικά μονοπώλια σε νευραλγικής σημασίας τομείς, όπως οι τράπεζες και το πετρέλαιο. Έπειτα από την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), το 2001, ο ιδιωτικός τομέας αναπτύχθηκε ραγδαία, αντιπροσωπεύοντας έως και το 70 τοις εκατό του ΑΕΠ της μέχρι το 2005.[13] Από το 1978 έως το 2013 σημειώθηκε πρωτοφανής ανάπτυξη, με την οικονομία να αυξάνεται κατά 9,5% ετησίως. Η διακυβέρνηση του συντηρητικού Χου Τζιντάο ρύθμισε και έλεγξε πιο έντονα την οικονομία μετά το 2005, ανατρέποντας ορισμένες μεταρρυθμίσεις.[14]
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχή, παράλληλα με την οικονομική μεταρρύθμιση, ξεκίνησε και μία πολιτική φιλελευθεροποίηση από τον Ντενγκ το 1980, η οποία μάλιστα ενέπνευσε τη Γκλάσνοστ και την Περεστρόικα του Γκωρμπαστώφ στην Σοβιετική Ένωση, λίγα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, η πολιτική αυτή μεταρρύθμιση έληξε πρόωρα το 1989, έπειτα από την βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων της πλατείας Τιενανμέν, αναστέλλοντας τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό του συστήματος.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που συντελέστηκαν στην Κίνα το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα προκάλεσαν τεράστιες κοινωνικές αλλαγές. Ενδεικτικά, υπήρξε σημαντική μείωση της φτώχειας και αύξηση των εισοδημάτων, κατά μέσο όρο. Ταυτόχρονα, όμως, οι αλλαγές αυτές προξένησαν οξείες κοινωνικές ανισότητες, κάτι που οδήγησε στην δημιουργία ενός κινήματος αντίδρασης, γνωστό και ως Νέα Αριστερά. Στην ακαδημαϊκή κοινότητα, οι λόγοι της επιτυχίας του κινεζικού ανοίγματος προκαλούν ακόμα συζήτηση και έρευνα. Επιπλέον, αυτές οι σειρές μεταρρυθμίσεων είχαν σαν αποτέλεσμα την άνοδο της Κίνας ως παγκόσμιας υπερδύναμης και στη μετατόπιση των διεθνών γεωπολιτικών συμφερόντων, ιδίως σε θέματα που σχετίζονται με το πολιτικό καθεστώς της Ταϊβάν. Ωστόσο, ζητήματα όπως η διαφθορά, η ρύπανση και η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού παραμένουν σοβαρά, που πρέπει να αντιμετωπίσει η κινεζική κυβέρνηση.[15][16] Μερικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η εποχή των μεταρρυθμίσεων έχει ανασταλεί ή ακόμα και ότι έχει τελειώσει οριστικά με την διακυβέρνηση του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ (2012-σήμερα).[17][18][19] Οι ίδιοι αναφέρουν ότι ο Σι έχει επαναφέρει τον κρατικό έλεγχο σε πολλές πτυχές της κινεζικής κοινωνίας,[20] συμπεριλαμβανομένης της οικονομίας.[8][21][22]