Ο Κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός Βιέννης[2][3][4] (Γερμανικά: Wien Hauptbahnhof,[5][6][7][8] σύντμηση: Wien Hbf) βρίσκεται στην περιοχή Φαβορίτεν (10ο διαμέρισμα) της ΒιέννηςΑυστρίας.[9] Είναι πλήρως λειτουργικός από το Δεκέμβριο του 2015, συνδέοντας τις μεγάλες σιδηροδρομικές γραμμές ερχόμενες από τα βόρεια, ανατολικά, νότια και δυτικά, και αντικαθιστώντας τον παλαιό Νότιο Σιδηροδρομικό Σταθμό (Wien Südbahnhof).[10]
Ιστορία
Παρελθόν
Κατά τη δεκαετία του 1990 υπήρχε αυξημένο ενδιαφέρον για την αναβάθμιση των Βιεννέζικων σιδηροδρομικών σταθμών, ιδιαίτερα του Νότιου (Südbahnhof) και του Ανατολικού Σταθμού (Ostbahnhof), που βρίσκονταν σε ορθή γωνία μεταξύ τους.[11] Τότε τέθηκε επί τάπητος η ιδέα ενός νέου ολοκληρωμένου σταθμού που να εξυπηρετεί τα δρομολόγια βορρά–νότου και ανατολής–δύσης, με συμπεριλαμβανόμενους τρεις διαδρόμους των διευρωπαϊκών δικτύων, για να αντικαταστήσει τους δύο υφιστάμενους σταθμούς.[12] Εκείνη την περίοδο, οι Αρχιτέκτονες και Σχεδιαστές του Τέο Χοτζ στη Ζυρίχη κέρδισαν μία αρχική σύμβαση για την ανάπτυξη ενός σχεδίου σταθμού. Τα σχέδια τους υλοποιήθηκαν μερικά μόνο, και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό για την κύρια αίθουσα και τις πλατφόρμες.[11]
Ο νέος Κεντρικός Σιδοροδρομικός Σταθμός έχει σχεδιαστεί ως μια ενιαία δομή μέσω πλατφόρμων, και επιτρέπει την διέλευση περισσότερων τρένων ημερήσια σε λιγότερο χώρο από τους πρόδρομούς του.[11] Έχει απευθείας συνδέσεις με το κέντρο της Βιέννης μέσω του υπόγειου σιδηροδρομικού δικτύου U-Bahn, ενώ το ÖBB δήλωσε ότι οι άλλοι βασικοί σταθμοί της πόλης είναι προσβάσιμοι σε διάστημα 30 λεπτών.[12] Ο νέος Σταθμός διαθέτει, επίσης, εκτεταμένους χώρους για λιανοπωλητές, όπως ένα εμπορικό κέντρο 20.000 τ.μ. που βρίσκεται υπό του επιπέδου των σιδηρογραμμών και φιλοξενεί περίπου 100 καταστήματα και εστιατόρια, καθώς και υπόγειο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων με θέσεις για έως και 600 αυτοκίνητα και 1.110 ποδήλατα.[11]
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα του προγράμματος ήταν η απελευθέρωση της γης στο κέντρο της πόλης που καταλάμβαναν οι δύο προηγούμενοι σταθμοί. Τα σχέδια για την επαναχρησιμοποίησή της ήταν ενσωματωμένα στην ανάπτυξη του νέου σταθμού, και στα πλαίσια της αστικής ανάπτυξης είναι κατάλληλη για εγκαταστάσεις επαγγελματικές, λιανικού εμπορίου και εκπαιδευτικές.[13] Έχει προσελκύσει πληθώρα επενδυτών, ήδη αποτελεί τη νέα έδρα του Τραπεζικού ομίλου Erste AG και εταιρική έδρα της ÖBB, μαζί με το νέα συνοικία Σόνβεντβίρτελ με 5.000 κεντρικά στην πόλη διαμερίσματα, χωρητικότητας έως 13.000 ανθρώπων.[14]
Την 15 Δεκεμβρίου 2006, το δημοτικό συμβούλιο της Βιέννης ενέκρινε την κατασκευή ενός νέου σταθμού στην πόλη,[15] με εκτιμώμενο κόστος έργου ~850 εκατ. ευρώ.[14] Το επόμενο έτος ξεκίνησε μια περιβαλλοντική μελέτη για τη σιδηροδρομική υποδομή, που θα περιλάμβανε ~ 100 χλμ. νέων σιδηροδρομικών γραμμών και ~300 διακόπτες αλλαγής τροχιάς και διασταυρώσεις. Ο σχεδιασμός του σταθμού περιλάμβανε μέτρα για ενεργειακή αποτελεσματικότητα και φιλικότητα προς το περιβάλλον, με ενσωμάτωση ολοκληρωμένου CO2-ελεγχόμενου εξαερισμού, συστημάτων γεωθερμικής ενέργειας, και ηχομόνωσης στα παράθυρα και τους τοίχους.[15]
Κατασκευή
Τον Ιούνιο 2007 ξεκίνησε επίσημα το έργο κατασκευής, πρώτα από τις προκαταρκτικές εργασίες, όπως την αναδιαμόρφωση του υπάρχοντος σταθμού S-Bahn στην Πλατεία Νότιου Τυρόλο. Το 2008, οι σταθμοί S-Bahn και U-Bahn της Πλατείας Νότιου Τυρόλο συνδέθηκαν μεταξύ τους, ενώ μέχρι το 2010 είχαν περατωθεί οι εργασίες κατεδάφισης του Νότιου Σιδηροδρομικού Σταθμού (Südbahnhof).[15][16]
Το 2009 η ÖBB-Κατασκευαστική ανέθεσε με σύμβαση ύψους 220 εκατ. ευρώ την κατασκευή του σταθμού σε μία κοινοπραξία της Strabag, βάσει της οποίας η πρώτη φάση του έργου έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2013 και το συνολικό έργο έπρεπε να έχει περατωθεί μέχρι το 2015.[17] Η σιδηροδρομική υποδομή του έργου υλοποιήθηκε κύρια από την κοινοπραξία μεταξύ της Arge Östu-Stettin και της HOCKTIEF Κατασκευαστικής, ενώ η στέγη σε σχήμα διαμαντιού του σταθμού είναι έργο της UNGER Χαλυβουργικής.[15] Το συνολικό κόστος της κατασκευής του νέου σταθμού ανήλθε στα 987 εκατ. ευρώ, και χρηματοδοτήθηκε από την ÖBB, τις δημοτικές αρχές, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και από ευκαιρίες ανάπτυξης ακινήτων.[13]