Τον τίτλο «Μητροπολίτης Καμερούν, Υπέρτιμος και έξαρχος Κεντρικής Αφρικής» φέρει από το 2004 ο Γρηγόριος (Στεργίου).
Ιστορικά στοιχεία
Η εμφάνιση της Ορθοδοξίας στη Δυτική Αφρική συνδέεται με την άφιξη εδώ Ελλήνων μεταναστών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Στη δεκαετία του 1920, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, αυξήθηκε ο αριθμός των ελληνικών κοινοτήτων. Το 1951, οι γαλλικές αποικιακές αρχές αναγνώρισαν επίσημα την παρουσία της Ελληνορθόδοξης Ιεραποστολής του Καμερούν (Mission grecque orthodoxe du Cameroun) στην περιοχή. Το 1951-1955 χτίστηκε ο Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού στη Γιαουντέ και το 1953-1959 ο ναός των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Ντουάλα. Το 1956 λειτουργούσαν 4 ελληνορθόδοξες ενορίες στη Δυτική Αφρική.
Στις 28 Νοεμβρίου 1958, σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ελήφθη η απόφαση για τη δημιουργία της Μητροπόλεως Άκκρας και Δυτικής Αφρικής και στις 23 Ιανουαρίου 1959 εκδόθηκε ο σχετικός Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος[2]. Το 1963 η μητρόπολη αποτελούνταν από 8 ενορίες, στις οποίες υπηρετούσαν 4 ιερείς.
Από το 1975, η Ορθόδοξη ιεραποστολική δραστηριότητα μεταξύ του τοπικού πληθυσμού είχε ενταθεί στη Δυτική Αφρική. Το 1980, το κήρυγμα άρχισε στο Βόρειο Καμερούν, όπου άλλα χριστιανικά δόγματα δεν είχαν φτάσει ακόμη. Οι κατηχητές αντιμετώπιζαν δυσκολίες λόγω του μεγάλου αριθμού τοπικών διαλέκτων (περίπου 220).
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1997[4] αποσπάστηκαν από τη Μητρόπολη Καμερούν η Επισκοπή Νιγηρίας[5] και η Επισκοπή Γκάνας[2], ενώ η Δημοκρατία του Κονγκό (Κονγκό-Μπραζαβίλ) μεταφέρθηκε στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Κεντρικής Αφρικής.
Το 2007, Ορθόδοξοι ιεραπόστολοι πραγματοποίησαν τις πρώτες βαπτίσεις ντόπιων κατοίκων στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και οργάνωσαν εκκλησιαστικές κοινότητες.
Στις 12 Φεβρουαρίου 2009, η Μητρόπολη Καμερούν αναγνωρίστηκε επίσημα από τις αρχές της χώρας[6].
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, το Ορθόδοξο ποίμνιο της Μητρόπολης Καμερούν ξεπέρασε τους 200.000 πιστούς. Ο μεγαλύτερος αριθμός τους βρίσκεται στο Βόρειο Καμερούν και στο Νότιο Τσαντ. Το Τσαντ, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, η Ισημερινή Γουινέα, το Σάο Τομέ και το Πρίνσιπε είχαν μικρό αριθμό Ορθοδόξων από την πρώην ΕΣΣΔ, την Ανατολική Ευρώπη, την Ελλάδα και τον Λίβανο. Το 2024, η Μητρόπολη περιλαμβάνει 65 κοινότητες, στις οποίες υπηρετούν 35 διάκονοι και πρεσβύτεροι[7], πολλοί από τους οποίους είναι γηγενείς.