Η βρεφοκτόνος (γερμανικά: Die Kindermörderin) είναι αστικό δράμα σε έξι πράξεις του Γερμανού συγγραφέα Χάινριχ Λέοπολντ Βάγκνερ που δημοσιεύθηκε αρχικά ανώνυμα το 1776. Διαδραματίζεται στη γενέτειρα του Βάγκνερ, το Στρασβούργο και αναφέρεται στην τραγική μοίρα μιας νεαρής κοπέλας που σκοτώνει το παιδί που είχε συλλάβει μετά από βιασμό, παρουσιάζοντάς την ως αθώο θύμα των συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Επίσης, απεικονίζει την ηθική εξαθλίωση των ευγενών και επικρίνει τις σκληρές τιμωρίες του δικαστικού συστήματος.[1]
Υπόθεση
Ένας αξιωματικός μασκοφορεμένος και δύο γυναίκες, επίσης με κοστούμια μεταμφίεσης, μπαίνουν σε ένα βρώμικο δωμάτιο πανδοχείου που είναι ευρέως γνωστό ότι είναι οίκος ανοχής. Ωστόσο, αυτό το αγνοούν οι γυναίκες, η κ. Χούμπρεχτ και η κόρη της Έβχεν, οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του κ. Χούμπρεχτ, ενός αυστηρού εμπόρου στο Στρασβούργο, για να παρευρεθούν σε ένα καρναβαλικό χορό με τον υπολοχαγό φον Γκρένινγκσεκ, ο οποίος έμενε στο σπίτι τους. Γύρω στις δύο και μισή το πρωί, ο αξιωματικός πρότεινε να φύγουν από τον χορό και να πάνε κάπου αλλού για να πιούν ένα ποτό και να φάνε και μετά να επιστρέψουν.[2]
Ο φον Γκρένινγκσεκ φλερτάρει τη μητέρα, αλλά στην πραγματικότητα στοχεύει στη 18χρονη κόρη της. Ναρκώνει την κ. Χούμπρεχτ με μια υπνωτική σκόνη αναμεμειγμένη στο ποτό της και στη συνέχεια βιάζει την Έβχεν σε διπλανό δωμάτιο. Αμέσως μετά, ο αξιωματικός υπόσχεται γάμο στο αγανακτισμένο και τραυματισμένο κορίτσι. Σε πέντε μήνες που θα ενηλικιωνόταν, θα εκπλήρωνε την υπόσχεσή του να σώσει την τιμή της. Μέχρι τότε, η Έβχεν πρέπει να κρατήσει μυστικά τα γεγονότα της νύχτας. Η κοπέλα ορκίζεται να σιωπήσει.
Σύντομα αποδεικνύεται ότι η Έβχεν είναι έγκυος, κάτι που προσπαθεί επίπονα να κρύψει από την οικογένεια και το περιβάλλον της. Όταν πλησιάζει η προθεσμία των πέντε μηνών, ο φον Γκρένινγκσεκ γνωστοποιεί στον φίλο του υπολοχαγό φον Χάσενποθ το μυστικό. Χρειάζεται ακόμη δύο μήνες για να αποδεχτεί την κληρονομιά του, αλλά εξακολουθεί να σχεδιάζει να παντρευτεί την κόρη του χασάπη, γνωρίζοντας ότι δεν αρμόζει στην κοινωνική του θέση και ότι θα έπρεπε να παραιτηθεί από τη στρατιωτική θητεία μετά τον γάμο. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μαθαίνουμε ότι ο φον Χάσενποθ είχε καταστρώσει το σχέδιο για τον βιασμό του Έβχεν και ήταν αυτός που είχε προμηθεύσει τον φον Γκρένινγκσεκ με την υπνωτική σκόνη για τη μητέρα της.
Λίγο πριν από την αναμενόμενη επιστροφή του φον Γκρένινγκσεκ, η Έβχεν λαμβάνει μια επιστολή στην οποία ο υπολοχαγός ανακαλεί απροσδόκητα την υπόσχεση γάμου του. Η νεαρή κοπέλα νιώθει βαθιά ταπεινωμένη, φοβάται το σκάνδαλο μιας παράνομης γέννας και στην απόγνωσή της φεύγει κρυφά από το σπίτι των γονιών της, όπου η παράξενη συμπεριφορά της έχει ήδη προκαλέσει εντάσεις. Όταν ο κληρικός ξάδερφος της κ. Χούμπρεχτ, ο οποίος υποπτεύεται την τραγική μοίρα της κοπέλας, επισκέπτεται το σπίτι για να μεσολαβήσει μεταξύ πατέρα και κόρης, η Έβχεν έχει ήδη εξαφανιστεί.
Η Έβχεν μένει ανώνυμα στο σπίτι της πλύστρας κυρίας Μάρταν, όπου φέρνει στον κόσμο το παιδί της. Δεν βγαίνει από το σπίτι αλλά μέσω της κυρίας Μάρταν μαθαίνει ότι στην πόλη κυκλοφορούν φήμες για κάποια Έβχεν Χούμπρεχτ ότι ήταν πόρνη και η μητέρα της η μαστροπός της. Λένε ότι η κόρη πνίγηκε στο ποτάμι και η μητέρα πέθανε από ντροπή και στεναχώρια. Σε απόγνωση, η Έβχεν αποκαλύπτει την πραγματική της ταυτότητα και ζητά από την κυρία Μάρταν να αποκαλύψει στον πατέρα της, τον χασάπη Χούμπρεχτ, πού βρίσκεται και να εισπράξει την ανταμοιβή που έχει προσφέρει. Όταν φεύγει η κυρία Μάρταν, η Έβχεν σκοτώνει το παιδί της.
Στην τελευταία πράξη, ο φον Γκρένινγκσεκ αποκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα η επιστολή με την οποία ανακάλεσε την υπόσχεση γάμου δεν γράφτηκε από τον ίδιο και ότι πρέπει να ήταν σχέδιο του φον Χάσενποθ. Η Έβχεν περιμένει τη θανατική ποινή, την οποία αποδέχεται ως βρεφοκτόνος. Ο φον Γκρένινγκσεκ σχεδιάζει να κάνει έκκληση για επιείκεια για να επιτύχει πιο ήπια ποινή και, εάν χρειαστεί, να προσφύγει στον βασιλιά της Γαλλίας. (Το Στρασβούργο ήταν μέρος βασιλείου της Γαλλίας από το 1681, αλλά παρέμεινε γερμανικό και λουθηρανικό για μεγάλο χρονικό διάστημα). Ο κ. Χούμπρεχτ σε αντάλλαγμα του υπόσχεται κάθε οικονομική υποστήριξη.[3]
Υποδοχή
Η προκλητικότητα του θέματος οδήγησε σε αρνητική υποδοχή της τραγωδίας και ώθησε τον Βάγκνερ να δημοσιεύσει το 1778 μια πιο ήπια (κωμική) εκδοχή με αίσιο τέλος και τροποποιημένο τίτλο: Έβσεν Χούμπρεχτ ή ή εσείς οι μητέρες να θυμάστε![4]
Η γερμανική πρεμιέρα της αρχικής έκδοσης πραγματοποιήθηκε 125 χρόνια αργότερα, το 1904, στο Βερολίνο.[5]
Σχόλια
Το έργο παρουσιάζει με κοινωνικά κριτικό τρόπο τα προβλήματα του ταξικού διαχωρισμού μεταξύ της αστικής τάξης και των ευγενών καθώς και την κατάσταση της γυναίκας στην κοινωνία εκείνη την εποχή. Εξίσου σημαντικό, αναφέρεται στο έγκλημα της παιδοκτονίας τον 18ο αιώνα και τη σκληρή τιμωρία του. Ωστόσο, ενώ η ατιμασμένη αστή κοπέλα καταδικάζεται, ο βιαστής της δεν τιμωρείται για το έγκλημά του. Ο αριστοκράτης αξιωματικός μόνο επικρίνεται για εξαπάτηση.
Η υπόθεση βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που συνέβη στο Στρασβούργο το 1775. Ορισμένα από τα ονόματα που χρησιμοποιήθηκαν υπήρχαν στην πραγματικότητα. Επιπλέον, ένα βαυαρικό σύνταγμα ήταν τοποθετημένο στο Στρασβούργο.[3]
Παραπομπές