Συνδέεται με τον Κλουασονισμό και τον Συνθετισμό, δύο καλλιτεχνικά κινήματα του τέλους του 19ου αιώνα.[21]
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Εμίλ Μπερνάρ γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1868 στη Λιλ. Το 1884, σε ηλικία 16 ετών, μπήκε στο εργαστήριο ζωγραφικής του Φερνάν Κορμόν, όπου είχε συμμαθητές και φίλους τον Λουί Ανκετέν και τον Τουλούζ-Λωτρέκ. Οι δύο ζωγράφοι τον εισήγαγαν στο μουσείο του Λούβρου αλλά και στα καμπαρέ της Μονμάρτρης. Το 1886, αποβλήθηκε από το εργαστήριο του Κορμόν λόγω έλλειψης πειθαρχίας και ταξίδεψε στο Πον-Αβέν, στις απόκρημνες ακτές της Βρετάνης της Γαλλίας, όπου συναντήθηκε και αντάλλαξε καλλιτεχνικές θεωρίες με τον Πωλ Γκωγκέν. Με την επιστροφή του στο Παρίσι, ο Μπερνάρ έγινε στενός φίλος με τον Βενσάν βαν Γκογκ.[22]
Ο Μπερνάρ επρόκειτο να παίξει άλλον έναν κρίσιμο ρόλο στη ζωή του Βαν Γκογκ όταν, μετά την αυτοκτονία του καλλιτέχνη και τον θάνατο του αδελφού του Τεό βαν Γκογκ λίγο αργότερα, ορίστηκε διαχειριστής των υποθέσεων του βαν Γκογκ, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης μιας πρώτης μεταθανάτιας έκθεσης και της επεξεργασίας των επιστολών του ζωγράφου.
Ο Εμίλ Μπερνάρ πέθανε στις 16 Απριλίου 1941 στο Παρίσι.
Έργο
Το μεγαλύτερο μέρος του αξιοσημείωτου έργου του ολοκληρώθηκε σε νεαρή ηλικία, από το 1886 έως το 1897, όταν συμμετείχε στις υφολογικές καινοτομίες της τέχνης του 19ου αιώνα στη Γαλλία. Η έρευνά του για την απλοποίηση της φόρμας τον οδήγησε στη συμμετοχή του στο κίνημα του Κλουασονισμού και του Συνθετισμού με τους Λουί Ανκετέν, Πωλ Γκωγκέν, Πωλ Σερυζιέ και άλλους καλλιτέχνες. Το 1893 ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου έζησε μέχρι το 1904. Από το 1893, σταδιακά κινήθηκε προς την επιστροφή στον κλασικισμό εμπνευσμένος από τους παλιούς δασκάλους, κυρίως Ραφαήλ, Νικολά Πουσέν και Βελάσκεθ. [23]
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από πλούσια χρώματα που οριοθετούνται από σκούρα περιγράμματα και άντλησαν έμπνευση από τις μυστικιστικές ιδιότητες των μεσαιωνικών βιτρό παραθύρων, όπως φαίνεται στον πίνακα του Συγκομιδή δίπλα στη θάλασσα (1891). «Το πρώτο μέσο που χρησιμοποιώ είναι να απλοποιήσω τη φύση σε ένα ακραίο σημείο. Μειώνω τις γραμμές μόνο στις κύριες αντιθέσεις και μειώνω τα χρώματα στα επτά θεμελιώδη χρώματα του πρίσματος», δήλωσε. Η επίδρασή του στο μεταγενέστερο κίνημα της αφηρημένης τέχνης θεωρείται πολύ σημαντική.
Αν και δεν ήταν μέλος της ομάδας των Συμβολιστών, ο Μπερνάρ ταυτίστηκε με τα φιλοσοφικά και μυστικιστικά υπόβαθρα του κινήματος τόσο στην τέχνη όσο και στη λογοτεχνία, ιδιαίτερα στην ποίηση και τις ιδέες του Μπωντλαίρ και του Στεφάν Μαλαρμέ. Οι πίνακες και τα χαρακτικά του συχνά παρουσιάζουν χριστιανικά μοτίβα. Σε πολυάριθμα άρθρα, επιστολές και δηλώσεις, περιέγραψε τους συμβολισμούς στο έργο του ως ένα είδος «θεϊκής γλώσσας».
Λιγότερο γνωστό είναι το λογοτεχνικό έργο του Μπερνάρ, το οποίο περιλαμβάνει θεατρικά έργα, ποίηση και κριτική τέχνης καθώς και κείμενα για την τέχνη που περιέχουν πληροφορίες για τη μοντέρνα τέχνη στην οποία συνέβαλε και ο ίδιος. Μερικά από τα πιο σημαντικά γραπτά του είναι οι παρατηρήσεις του σχετικά με αυτό που θεωρούσε ως αντιπαραγωγική απόρριψη της εικαστικής παράδοσης από την αβάν γκαρντ. Οι κριτικές του στη μοντέρνα τέχνη αντικατοπτρίζουν την αλλαγή της δικής του τεχνοτροπίας από τον ριζοσπαστικό, αντισυμβατικό Κλουασονισμό στον «οπισθοδρομικό», νοσταλγικό ρεαλισμό της ύστερης καριέρας του. [24]