Ο δρόμος 100 μέτρων, ή αλλιώς 100 μέτρα, είναι ένα από τα αγωνίσματα των αγώνων ταχύτητας στο άθλημα του στίβου. Είναι η μικρότερη απόσταση σε αγώνισμα του ανοικτού στίβου αντιπροσωπεύοντας καλύτερα το πρώτο συνθετικό του Ολυμπιακού συνθήματος Citius, Altius, Fortius στον κλασικό αθλητισμό.
Ιστορία
Τα 100 μέτρα πραγματοποιούνται σε ένα ανοικτό στάδιο στροφής 400 μέτρων, σε μια σχεδιασμένη ευθεία που τελειώνει στη γραμμή τερματισμού. Είναι ολυμπιακό αγώνισμα από την πρώτη Ολυμπιάδα του 1896 για τους άνδρες, και από την Ολυμπιάδα του 1928 για τις γυναίκες.
Η εισαγωγή της χρονομέτρησης με ηλεκτρονικό χρονόμετρο έγινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στην Πόλη του Μεξικού με πρώτο κάτοχο του ρεκόρ και πρώτο αθλητή που σημείωσε χρόνο κάτω από 10 δευτερόλεπτα τον Τζιμ Χάινς (χρόνος 9,95 δευτερόλεπτα). Η αναγνώριση των χρόνων της ηλεκτρονικής χρονόμετρησης ξεκίνησε επίσημα το 1977.[1] Τη δεκαετία του 1970 δεν σημειώθηκε καμία βελτίωση, με τις επόμενες τρεις να υπάρχουν βελτιώσεις διαδοχικά με τους Καρλ Λιούις, Λιρόι Μπαρέλ και Ασάφα Πάουελ (δύο) και από μία για τους Κάλβιν Σμιθ, Ντόνοβαν Μπέιλι και Μορίς Γκριν. Ακολούθησαν τρεις καταρρίψεις από τον Γιουσέιν Μπολτ τη δεκαετία του 2000, ο οποίος παραμένει ο κάτοχος με 9,58 δευτερόλεπτα από το 2009.[2][3]
Στις γυναίκες πρώτη κάτοχος του ρεκόρ με ηλεκτρονική χρονόμετρηση ήταν η Γουαϊόμια Τάις από την ίδια διοργάνωση με χρόνο 11,08 δευτερόλεπτα. Το ρεκόρ παρουσίασε βελτιώσεις τις δεκαετίες του 1970 και 1980 αλλά από το 1988 κάτοχος παραμένει η Φλόρενς Γκρίφιθ-Τζόινερ.[2][4]
Κανονισμοί
Στον αγώνα, όπως και στους άλλους δρόμους ταχύτητας, χρησιμοποιούνται αφετήρες στην αφετηρία. Οι δρομείς λαμβάνουν θέσεις σε αυτούς με την εντολή του αφέτη «λάβετε θέσεις». Στη συνέχεια, με την εντολή του αφέτη «έτοιμοι», παίρνουν τη στάση ισομετρικής τάσεως των μυών και εκκινούν μόλις ακούσουν την εκπυρσοκρότηση του πιστολιού του αφέτη. Οι αφετήρες δίνουν μία επιπλέον ώθηση στους αθλητές.
Αν ένας ή περισσότεροι αθλητές κινηθούν πριν την εκπυρσοκρότηση, τότε ένας αισθητήρας πίεσης που υπάρχει στους αφετήρες στέλνει έναν ήχο στα ακουστικά του αφέτη, ο οποίος τότε εκπυρσοκροτεί το πιστόλι για δεύτερη φορά, δίνοντας έτσι εντολή να σταματήσει αμέσως η κούρσα. Στο παρελθόν, αν συνέβαινε αυτό, η λεγόμενη «άκυρη εκκίνηση», τότε ο αθλητής που την έκανε μία φορά δεχόταν επίπληξη και αν την έκανε για δεύτερη φορά τότε αποκλειόταν από τον αγώνα. Με τους κανονισμούς που ισχύουν στα νεότερα χρόνια, όμως, αρκεί μία μόνο άκυρη εκκίνηση για να αποκλειστεί κατευθείαν ο αθλητής που την έκανε.
Ο αγώνας
Σε συναντήσεις υψηλού επιπέδου, ο χρόνος μεταξύ του κρότου εκκίνησης και της πρώτης ένδειξης εκκίνησης στους αφετήρες μετράται ηλεκτρονικά, μέσω αισθητήρων που είναι ενσωματωμένοι. Χρόνος αντίδρασης μικρότερος από 0,1 δευτερόλεπτο θεωρείται λανθασμένη εκκίνηση. Το διάστημα των 0,2 δευτερολέπτων αντιστοιχεί στο άθροισμα του χρόνου που χρειάζεται για να φτάσει ο ήχος του πιστολιού του εκκινητή στα αυτιά των δρομέων και του χρόνου που χρειάζονται για να αντιδράσουν σε αυτόν.
Αυτός ο κανόνας οδήγησε ορισμένους δρομείς να ξεκινήσουν εσκεμμένα λανθασμένα για να αποκτήσουν ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα: ένα άτομο με πιο αργό χρόνο αντίδρασης μπορεί να ξεκινήσει λάθος, αναγκάζοντας τους πιο γρήγορους να ξεκινήσουν να περιμένουν και να είναι σίγουροι ότι θα ακούσουν το όπλο για την επόμενη εκκίνηση, χάνοντας έτσι μερικά το πλεονέκτημά τους. Για να αποφευχθούν τέτοιες καταχρήσεις και για να βελτιωθεί η ευχαρίστηση των θεατών, η IAAF εφάρμοσε μια περαιτέρω αλλαγή τη σεζόν του 2010 – ένας αθλητής με λάθος εκκίνηση λαμβάνει τώρα άμεσο αποκλεισμό. Η πρόταση αυτή αντιμετωπίστηκε με αντιρρήσεις όταν πρωτοεμφανίστηκε το 2005, με το σκεπτικό ότι δεν θα άφηνε περιθώρια για αθώα λάθη.[5] Ο Τζάστιν Γκάτλιν σχολίασε: «Μόνο ένα τσίμπημα ή μία κράμπα στα πόδια θα μπορούσε να σου κοστίσει όσο δουλειά ενός έτους».[6] Ο κανόνας είχε δραματική επίδραση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2011, όταν ο σημερινός κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ Γιουσέιν Μπολτ αποκλείστηκε.[7]
Οι δρομείς συνήθως φτάνουν την τελική τους ταχύτητα μόλις περνούν τα μισά του αγώνα και σταδιακά και αόρατα για το θεατή επιβραδύνουν μέχρι τον τερματισμό.[8] Η διατήρηση αυτής της τελικής ταχύτητας για όσο το δυνατόν περισσότερο είναι ο πρωταρχικός στόχος της προπόνησης για τα 100 μέτρα. Οι τακτικές βηματισμού και τρεξίματος δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στα 100 μέτρα, καθώς η επιτυχία στο αγώνισμα εξαρτάται περισσότερο από καθαρά αθλητικά προσόντα και τεχνική.
Ο νικητής, σύμφωνα με τους Κανόνες Αγώνων της IAAF, καθορίζεται από τον πρώτο αθλητή με τον κορμό του (χωρίς τα άκρα, το κεφάλι ή τον λαιμό) πάνω από το πλησιέστερο άκρο της γραμμής τερματισμού. Επομένως, δεν απαιτείται να περάσει ολόκληρο το σώμα τη γραμμή τερματισμού. Όταν η τοποθέτηση των αθλητών δεν είναι εμφανής, χρησιμοποιείται photo finish για να διακρίνει ποιος δρομέας πέρασε πρώτος τη γραμμή.