Το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων και ο διεθνής χαρακτήρας του
Το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων είναι φυσικός πλούτος κάθε χώρας, η ορθολογική χρήση του οποίου επιτάσσεται από το Άρθρο 44 του Καταστατικού Χάρτη της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών. Για τους σκοπούς του Καταστατικού Χάρτη, το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων περιορίζεται μέχρι τα 3.000 GHz.
Το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να μην καταναλίσκεται {όπως π.χ. το νερό. τα ορυκτά κ.λπ.) είναι όμως αγαθό περιορισμένης χρήσης, διότι παρουσιάζει το χαρακτηριστικό της "παρεμβολής".
Σύμφωνα με τη διεθνή και την εθνική νομοθεσία, η παρεμβολή χαρακτηρίζεται ως επιζήμια ή επιβλαβής, όταν «θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργία υπηρεσίας ραδιοπλοήγησης ή άλλων υπηρεσιών ασφαλείας ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο υποβαθμίζει σοβαρά, εμποδίζει ή επανειλημμένα διακόπτει μία υπηρεσία ραδιοεπικοινωνιών που λειτουργεί σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανονισμούς».
Η παρεμβολή μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους: Να είναι ακτινοβολούμενη (radiated) ή αγόμενη (conducted). Η ακτινοβολούμενη μπορεί να είναι σκόπιμη, δηλαδή εκπομπή στο ίδιο τμήμα φάσματος αλλά και να δημιουργείται από διάφορους μηχανισμούς (π.χ. γινόμενο ενδοδιαμορφώσεων). Ωστόσο, το κριτήριο που εφαρμόζεται για τον χαρακτηρισμό της ως επιζήμιας είναι ο λόγος προστασίας του ωφέλιμου σήματος, δηλαδή κατά πόσον η παρεμβολή έχει τέτοιο μέγεθος ώστε το ωφέλιμο σήμα να μην είναι αποδεκτό από το δέκτη .
Στην πιο απλή περίπτωση ορισμένο τμήμα του φάσματος, το οποίο χρησιμοποιείται σε μία γεωγραφική περιοχή, σε κάποιο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλον χρήστη στην ίδια γεωγραφική περιοχή και στο ίδιο χρονικό διάστημα. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η γεωγραφική περιοχή μπορεί να εκτείνεται και σε γειτονική χώρα, ιδιαίτερα αν δεν μεσολαβούν φυσικά εμπόδια. Έτσι, η χρήση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων έχει αναγκαστικά διεθνή χαρακτήρα.
Η διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων πραγματοποιείται μέσα σε ένα σύνθετο πλαίσιο διεθνών συμβάσεων, συνθηκών και κανονισμών που αποτελούν ευθύνη της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU)[1]. Η βασική νομοθεσία της ITU είναι ο Καταστατικός Χάρτης και η Σύμβαση, που έχουν καθεστώς διεθνούς συνθήκης. Οι Κανονισμοί και τα Σχέδια για την κατανομή και τη χρήση του ραδιοφάσματος που αποτελούν μέρος της διεθνούς συνθήκης, συμφωνούνται μέσω τακτικών παγκόσμιων ή και περιοχικών διασκέψεων ραδιοεπικοινωνιών σε επίπεδο Κρατών, που είναι τα μέλη της ITU.
Σε περιοχικό επίπεδο που μπορεί να υπερβαίνει τα όρια μιας ηπείρου, υπάρχουν Οργανισμοί στα πλαίσια των οποίων καταρτίζονται συμφωνίες για τη χρήση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων.
Για την Ευρώπη υπάρχει η Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (CEPT) [1] , για την Αμερική η Δια-Αμερικανική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (CITEL) [2], για την Ασία η Τηλεκοινότητα Ασίας – Ειρηνικού (APT) στην οποία συμμετέχουν η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία [3], για την Αφρική η Αφρικανική Ένωση Τηλεπικοινωνιών (UAT) [4]
Επίσης δεκάδες εξειδικευμένοι Διεθνείς Οργανισμοί όπως ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (IMO), οι Διακυβερνητικοί Οργανισμοί εκμετάλλευσης δορυφορικών συστημάτων (π.χ. ESA, ARABSAT, EUMETSAT) καταρτίζουν στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους συμφωνίες για τη διαχείριση του φάσματος το οποίο έχει αποδοθεί από τις συμφωνίες της ITU για τις συγκεκριμένες εφαρμογές που αναπτύσσουν.
Πρωτοβουλίες για τον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνονται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή [5], μετά το Ψήφισμα του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1990 "σχετικά με την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα των ραδιοσυχνοτήτων όσον αφορά, ιδίως, τις υπηρεσίες πανευρωπαϊκής διάστασης" (Αριθ. C 166/4, 7.7.90)[6].
Στη χρήση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων βασίζονται τεχνικές επικοινωνίας, οι οποίες είτε είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν διαφορετικά (π.χ. κινητές επικοινωνίες, επικοινωνίες μέσω δορυφόρων), είτε ο τρόπος αυτός επικοινωνίας μπορεί να είναι οικονομικότερος από έναν άλλο εναλλακτικό τρόπο (π.χ. ραδιοφωνία - τηλεόραση που μπορεί να είναι και καλωδιακή). Το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων χρησιμοποιούν επίσης τα συστήματα επικοινωνιών ασφαλείας και κινδύνου ( π.χ.παράκτια ανταπόκριση, συστήματα πλοήγησης και επικοινωνίας αεροσκαφών) και τα συστήματα επικοινωνιών της Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας.
Η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU)
Η ITU έχει την αρχή της στις πρώτες μέρες των τηλεγραφικών επικοινωνιών, προτού εφευρεθεί η τηλεφωνία ή το ραδιόφωνο. Τότε δεν χρειαζόταν διεθνής συνεργασία ή συμφωνία, εφόσον τα τηλεγραφήματα, που αποστέλλονταν ενσύρματα, περιορίζονταν σε σημεία εντός μιας χώρας. Καθώς η υπηρεσία τηλεγραφίας επεκτάθηκε και ανταλλάσσονταν τηλεγραφήματα μεταξύ των χωρών, κατέστη αναγκαία διεθνής συμφωνία, όχι μόνο σχετικά με τον τύπο του εξοπλισμού που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, τον τύπο κωδικοποίησης που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ή τις χρεώσεις που έπρεπε να χρεωθούν για το τηλεγραφήματα, αλλά και σε σχέση με νομικά ζητήματα που τέθηκαν τότε από τηλεγραφικά καλώδια που διέσχιζαν τα εθνικά σύνορα. Ως αποτέλεσμα, το 1865, μια διάσκεψη 20 χωρών στο Παρίσι υιοθέτησε την πρώτη Διεθνή Σύμβαση Τηλεγραφίας και δημιουργήθηκε η Διεθνής Ένωση Τηλεγραφίας (International Telegraph Union) . Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των 20 χωρών που υπέγραψαν τη Σύμβαση.[7]
Η ημέρα της υπογραφής της Σύμβασης,17 Μαΐου, εορτάζεται ως Παγκόσμια Ημέρα Τηλεπικοινωνιών και της Κοινωνίας της Πληροφορίας [8]).
Από τότε, υπήρξε τεράστια ανάπτυξη στις τηλεπικοινωνίες όλων των ειδών, όσον αφορά όχι μόνο τις αποστάσεις που εκτείνονται αλλά και τον τύπο της πληροφορίας που μεταδίδεται και την τεχνολογία που χρησιμοποιείται. Το 1876 εφευρέθηκε το τηλέφωνο και σύντομα υπήρξε ζήτηση για διεθνείς τηλεφωνικές κλήσεις. Αυτό οδήγησε σε ένα συνέδριο στο Βερολίνο το 1885 στο οποίο καταρτίστηκαν οι πρώτες διατάξεις της ITU για τη διεθνή τηλεφωνία. Δέκα χρόνια αργότερα ήρθαν τα ιστορικά πρώτα πειράματα στη ραδιοεπικοινωνία και το 1906 πραγματοποιήθηκε η πρώτη διεθνής διάσκεψη ραδιοεπικοινωνιών στο Βερολίνο στην οποία συμμετείχαν 29 χώρες. Η διάσκεψη του 1906 κατάρτισε τη Διεθνή Σύμβαση Ραδιοτηλεγραφίας με ένα παράρτημα το οποίο περιείχε τους πρώτους κανονισμούς οι οποίοι αργότερα εξελίχθηκαν στους Κανονισμούς Ραδιοεπικοινωνιών. Καθιέρωσε επίσης το ‘SOS” ως το διεθνές ναυτιλιακό μήνυμα κινδύνου.
Από εκείνη την ημερομηνία, υπήρξε μια σειρά από διασκέψεις που επέκτειναν όλο και περισσότερο το πεδίο των διεθνών ραδιοεπικοινωνιών και παρείχαν πολλές πρόσθετες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες όπως σταθερές (από σημείο σε σημείο), κινητές ( από πλοίο σε ακτή, αέρος-εδάφους κ.λπ.), βοηθήματα πλοήγησης σε πλοία και αεροσκάφη, ραδιοφωνία, τηλεόραση, μετάδοση δεδομένων κ.λπ., και πιο πρόσφατα τον προηγούμενο αιώνα η εισαγωγή διαστημικών τεχνικών στις ραδιοεπικοινωνίες και η αυξανόμενη χρήση ψηφιακών τεχνικών μετάδοσης.
Ο Καταστατικός Χάρτης και η Σύμβαση της ITU έχουν κυρωθεί στην Ελλάδα με νόμο (ν. 3223/2004, ΦΕΚ 20/τ.Α). Ωστόσο, νεότερες τροποποιήσεις του Καταστατικού Χάρτη και της Σύμβασης που έχουν προκύψει από τις Παγκόσμιες Διασκέψεις Πληρεξουσίων της ITU 2002, 2006, 2010, 2014, 2018, 2022 δεν έχουν κυρωθεί με νόμο όπως θα έπρεπε.
Οι Κανονισμοί Ραδιοεπικοινωνιών της ITU (Radio Regulations) (ή Διεθνής Κανονισμός Ραδιοεπικοινωνιών, όπως έχει επικρατήσει στην Ελλάδα)
Οι Κανονισμοί Ραδιοεπικοινωνιών συμπληρώνουν τον Καταστατικό Χάρτη και τη Σύμβαση Τηλεπικοινωνιών. Επικύρωση του Καταστατικού Χάρτη και της Σύμβασης σημαίνει αποδοχή και των Κανονισμών. Έτσι, κάθε χώρα που επικυρώνει τη Σύμβαση ή προσχωρεί σε αυτήν έχει δεσμευτεί να τηρεί τους προβλεπόμενους διεθνείς κανόνες, μεταξύ άλλων, σε όλα τα θέματα ραδιοεπικοινωνιών. Οι Κανονισμοί Ραδιοεπικοινωνιών καταρτίζονται και συμφωνούνται μεταξύ όλων των Κρατών - Μελών σε Παγκόσμιες ή Περιοχικές Διασκέψεις Ραδιοεπικοινωνιών. Η τελευταία Παγκόσμια Διάσκεψη Ραδιοεπικοινωνιών έγινε το 2023 [9].
Οι Κανονισμοί Ραδιοεπικοινωνιών στην έκδοσή 2024 περιέχουν τα ακόλουθα Κεφάλαια ( Τόμος 1):
Κεφάλαιο Ι: Ορολογία και τεχνικά χαρακτηριστικά (άρθρα 1 έως 3)
Κεφάλαιο II: Συχνότητες (άρθρα 4 έως 6)
Κεφάλαιο III: Συντονισμός, κοινοποίηση και καταχώρηση εκχωρήσεων ραδιοσυχνοτήτων και τροποποιήσεων Σχεδίων (άρθρα 7 έως 14)
Κεφάλαιο IV: Παρεμβολές (άρθρα 15-16)
Κεφάλαιο V: Διοικητικές διατάξεις (άρθρα 17 έως 20)
Κεφάλαιο VI: Διατάξεις για υπηρεσίες και σταθμούς (άρθρα 21 έως 29Β)
Κεφάλαιο VII: Επικοινωνίες κινδύνου και ασφάλειας (άρθρα 30 έως 34).
Κεφάλαιο VIII: Αεροναυτικές υπηρεσίες (άρθρα 35 έως 45)
Κεφάλαιο IX: Ναυτιλιακές υπηρεσίες (άρθρα 46 έως 58)
Κεφάλαιο X: Διατάξεις για την έναρξη ισχύος των Κανονισμών Ραδιοεπικοινωνιών (άρθρο 59).
Οι Κανονισμοί Ραδιοεπικοινωνιών συμπληρώνονται από τα προσαρτήματα 1 έως 42 που περιέχουν λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή των Κανονισμών (Τόμος 2), ένα μεγάλο αριθμό Ψηφισμάτων και Συστάσεων (Τόμος 3) και τις Συστάσεις της ITU-R που ενσωματώνονται δια παραπομπής στους Κανονισμούς (Τόμος 4) [10].
Η ανάγκη διαχείρισης του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων σε εθνικό επίπεδο
Η διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων είναι ο συνδυασμός διοικητικών και τεχνικών διαδικασιών που είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας των υπηρεσιών ραδιοεπικοινωνιών χωρίς να προκαλούνται επιβλαβείς παρεμβολές και για την προώθηση και τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων με την προστασία της χρήσης του φάσματος, ιδιαίτερα στο εσωτερικό της χώρας από παρεμβολές ως και των εθνικών θέσεων δορυφόρων στη γεωστατική δορυφορική τροχιά.
Κάθε Κράτος πρέπει να θεσπίζει εθνική νομοθεσία για να καταστήσει τις διατάξεις της Σύμβασης της ITU και των Κανονισμών Ραδιοεπικοινωνιών που προσαρτώνται σε αυτήν εφαρμοστέες. Επομένως, το φάσμα συχνοτήτων μπορεί να είναι αποτελεσματικό μόνο με την ορθή διαχείριση:
- επιβάλλοντας περιορισμούς σε ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά που δεν πρέπει να είναι λιγότερο αυστηροί από αυτούς που καθορίζονται στις διεθνείς συμφωνίες,
- με την πρόβλεψη των αναγκών για το μέλλον μέσω του εθνικού σχεδιασμού της χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων,
-με την ύπαρξη τουλάχιστον ενός διοικητικού οργάνου για τη διασφάλιση του συντονισμού μεταξύ των διαφορετικών χρηστών, που πρέπει να διαθέτει τους τεχνικούς πόρους και τα διοικητικά μέσα για να διενεργεί τις εκχωρήσεις ραδιοσυχνοτήτων και να ελέγχει εάν εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία ([11]
Η εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων
Ο κύριος σκοπός του έργου της διαχείρισης του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων, είναι η προστασία των σταθμών ραδιοεπικοινωνίας και της υπηρεσίας που εκτελούν από παρεμβολές άλλων σταθμών που μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας επικοινωνίας μέχρι και διακοπής της, με συνέπειες από οικονομικές μέχρι και τη διακινδύνευση της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής.
Η εκχώρηση μιας ραδιοσυχνότητας ή ενός διαύλου ραδιοσυχνότητας ορίζεται στους Κανονισμούς Ραδιοεπικοινωνιών της ITU αλλά και στον Εθνικό Κανονισμό Κατανομής Ζωνών Συχνοτήτων[2] ως: "Η εξουσιοδότηση που δίνεται από μία Διοίκηση για τη χρησιμοποίηση από ένα σταθμό ραδιοεπικοινωνίας μιας ραδιοσυχνότητας ή ενός διαύλου ραδιοσυχνότητας σύμφωνα με καθορισμένες προϋποθέσεις".
Η εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων εξασφαλίζει την επί μέρους διαχείριση της εκάστοτε ζώνης που προκύπτει από τη λειτουργία του σχεδιασμού χρήσης του φάσματος. Η λειτουργία αυτή περιλαμβάνει τη διεξαγωγή μελετών υπολογισμού της πιθανότητας παρεμβολής στη λήψη ενός σταθμού από τις εκπομπές άλλων σταθμών και την εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων στους χρήστες με ακριβή χαρακτηριστικά όσον αφορά τις γεωγραφικές συντεταγμένες της κεραίας του πομπού και της κεραίας του δέκτη, την ισχύ εκπομπής, τα χαρακτηριστικά των κεραιών εκπομπής και λήψης και του πομπού, κ.λπ. ή την απονομή υποζωνών στις οποίες οι χρήστες διενεργούν οι ίδιοι διαχείριση του φάσματος. Περιλαμβάνει την επλογή μαθηματικού ή στατιστικού μοντέλου διάδοσης των ραδιοσυχνοτήτων και την εφαρμογή μοντέλου για την ανίχνευση των τοπογραφικών στοχείων μιας περιοχής. [3]
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην επιλογή των θέσεων εγκατάστασης των κεραιοσυστημάτων για την αποφυγή παρεμβολών των συστημάτων των χρηστών μεταξύ τους λόγω της γειτνίασης των κεραιοσυστημάτων και μη γραμμικών φαινομένων που δημιουργούν ανεπιθύμητα σήματα στο δέκτη.
Η εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων δεν αποτελεί εκχώρηση ενός αριθμού όπως απλοϊκά πολλές φορές θεωρείται, αλλά συνοδεύεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εκπομπής εκτός φυσικά από τη ραδιοσυχνότητα λειτουργίας και το εύρος της ζώνης εκπομπής (ή καναλιού εκπομπής) που είναι συσχετισμένο με τη ραδιοσυχνότητα λειτουργίας, οπως η ενεργός ακτινοβολούμενη ισχύς, το διάγραμμα ακτινοβολίας της κεραίας, ο τύπος διαμόρφωσης του σήματος κ.λπ.
Στην περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος παρεμβολής είτε σε σταθμούς ραδιοεπικοινωνιών ξένων χωρών είτε στην περιοχή ραδιοκάλυψης σταθμών ραδιοφωνίας ή τηλεόρασης είναι υποχρεωτικός ο συντονισμός με την αντίστοιχη ξένη χώρα.
Σημαντικό μέρος της όλης διαδικασίας αποτελεί το Εθνικό Μητρώο Ραδιοσυχνοτήτων, στο οποίο καταγράφονται με όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες οι εκχωρήσεις ραδιοσυχνοτήτων και οι μεταβολές τους καθώς και η ανακοίνωση τους στη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών όποτε απαιτείται διεθνής προστασία του σταθμού ραδιοεπικοινωνιών.
Οι εκχωρήσεις ραδιοσυχνοτήτων πρέπει να προστατεύονται από ένα κρατικό σύστημα εντοπισμού των παραβατών και των παράνομα λειτουργούντων σταθμών.
Η διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων αποτελεί μία επίπονη διοικητική και τεχνική διαδικασία που απαιτεί εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος και μακροχρόνια επαγγελματική εκπαίδευση.
Ο Τομέας Ραδιοεπικοινωνιών της ITU (ITU-R) καταρτίζει και δημοσιεύει "Συστάσεις" που αποτελούν διεθνή πρότυπα για όλες τις υπηρεσίες ραδιοεπικοινωνιών όπως και για τη διαχείριση του φάσματος (Ομάδα SM - Spectrum Management).
Η διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων στην Ελλάδα πριν το 2000
Ήδη από το 1960 με το Β. Δ/μα 873/1960 (ΦΕΚ 221/τ.Α) ορίστηκε η δημιουργία Τμήματος Ραδιοσυχνοτήτων στη Διεύθυνση Εκμεταλλεύσεως της Γενικής Διεύθυνσης Τηλεπικοινωνιών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων με τις εξής αρμοδιότητες:
«Η τήρησις του Εθνικού Καταλόγου Ραδιοσυχνοτήτων και η μέριμνα για την ενημέρωσιν αυτού. Η εκχώρησις συχνοτήτων και ενδεικτικών κλήσεως εις ελληνικούς ραδιοσταθμούς, η παρακολούθησις της κανονικής εκμεταλλεύσεως τούτων και η λήψις μέτρων άρσεως επιβλαβών παρενοχλήσεων και παρεμβολών.»
Ωστόσο, μείζον ζήτημα εφαρμογής των αρμοδιοτήτων αποτελούσε η υποστελέχωση του Τμήματος και η αδυναμία υλοποίησης όλων των παραπάνω υποχρεώσεων.
Μία δεκαετία μετά, το Β.Δ/μα 873/1960 αντικαταστάθηκε με το Β.Δ/μα 592/1970 (ΦΕΚ 196/τ.Α) με το οποίο το Τμήμα Ραδιοσυχνοτήτων υπήχθη στη Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Συγκοινωνιών,με τις εξής αρμοδιότητες:
"1. Ή τήρησις του Εθνικού Καταλόγου Ραδιοσυχνοτήτων και η μέριμνα δια την ενημέρωσιν αυτού.
2. Η εκχώρησις συχνοτήτων και ενδεικτικών κλήσεως είς Ελληνικούς ραδιοηλεκτρικούς σταθμούς πάσης φυσεως εκτός των ανηκόντων εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, ως καί η παρακολούθησις της Κανονικής Εκμεταλλεύσεως τούτων.
3. Η κανονική χρησιμοποίησις των συχνοτήτων και η λήψις μέτρων άρσεως παρενοχλήσεως ελληνικών ή ξένων σταθμών υπό ελληνικών.
4. Η χρησιμοποίησις καί διαχείρισις του ραδιοηλεκτρικού φάσματος η αποστολή δελτίων ανακοινώσεως συχνοτήτων εις COMITE ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑLΕ D ΈΝREGISTREMENT DES FREQUENCES (IFRB) και διεξαγωγή μετ' αυτής τής σχετικής αλληλογραφίας.
5. Η σύνταξίς προγραμμάτων συχνοτήτων ραδιοφωνίας βραχέων κυμάτων, η εποπτεία έπί τής εφαρμογής του Κανονισμού Ραδιοεπικοινωνιών καί ό έλεγχος διά τάς παραβάσεις αύτοϋ.
6. Ή σύνταξις καί ένημέρωσις καταλόγου σταθμών Α/Τ Έλληνικών έμπορικών πλοίων ώς καί ή έκδοσίς άδείών διεξαγωγής άνταποκρίσεων ύπό τών σταθμών τούτων.
7. 'Η οργάνωσίς καί έκμετάλλευσίς τής Κινητής Ραδίοτηλεφωνιής Υπηρεσίας ξηρας καί τής Κινητής Ναυτικής Υπηρεσίας.
8. Θέματα άναγόμενα εις τήν παρακολούθησή τών Διεθνών Διασκέψεων Ραδιοεπικοινωνιών καί είς τήν έφαρμογήν τών σχετικών Αποφάσεων καί γνωμοδοτήσεων τών Διεθνών Τηλεπικοινωνιακών Όργανίσμών (CCIR, CEPT, CETS κ.λ.π.)".
Ο Εθνικός Κατάλογος Ραδιοσυχνοτήτων καταρτίστηκε σε χειρόγραφη μορφή το 1972. Τεχνικά εργαλεία για την εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων δεν υπήρχαν, εκτός από τα σχέδια ραδιοσυχνοτήτων που είχαν συμφωνηθεί σε Παγκόσμιες Διασκέψεις Ραδιοεπικοινωνιών.
Η διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων στην Ελλάδα έκανε αλματώδη βήματα από το 1976 όταν ο τότε Γενικός Γραμματέας της ITU κ. Mili [12] επισκέφθηκε την Ελλάδα και συμφωνήθηκε με τον τότε Υφυπουργό Συγκοινωνιών Αθανάσιο Τσαλδάρη, η εκπαίδευση ενός στελέχους του Υπουργείου και ενός στελέχους του ΟΤΕ στην έδρα της ITU στη Γενεύη στη διαχείριση φάσματος ραδιοσυχνοτήτων, η οποία πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 1977.
Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της εκπαίδευσης ήταν η έναρξη πρωτοβουλιών για τη δημιουργία μηχανογραφημένου αρχείου ραδιοσυχνοτήτων και η ανάπτυξη μεθόδων υπολογισμού διάδοσης, παρεμβολών και άλλων παραμέτρων που αφορούν τη διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων βασισμένων στις Συστάσεις της CCIR (μετέπειτα ITU-R). Παράλληλα αναβαθμίστηκε, με το νέο Οργανισμό του Υπουργείου Συγκοινωνιών που δημοσιεύτηκε το 1977, το Τμήμα Ραδιοσυχνοτήτων σε Διεύθυνση Ραδιοσυχνοτήτων με τρία τμήματα, ένα για κάθε διακεκριμένη ομάδα υπηρεσιών ραδιοεπικοινωνίας:
- Τμήμα Παρακτίου Ανταποκρίσεως
- Τμήμα Ραδιοφωνίας και Τηλεοράσεως
- Τμήμα Σταθερών και Κινητών Ζεύξεων.
Έχοντας πλέον μία στοιχειώδη υποδομή, το 1979 το Υπουργείο Συγκοινωνιών υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία για το συντονισμό των ραδιοσυχνοτήτων στις παραμεθόριες περιοχές για την αποφυγή αμοιβαίων παρεμβολών στα κινητά και σταθερά ραδιοδίκτυα. Η συμφωνία αποτέλεσε την αρχή για συνεργασία και στον τομέα του συντονισμού των ραδιοσυχνοτήτων των τηλεοπτικών σταθμών των δύο χωρών.
Στην Παγκόσμια Διάσκεψη Ραδιοεπικοινωνιών 1979, η Ελλάδα υπέβαλε 484 προτάσεις τροποποίησης των Κανονισμών Ραδιοεπικοινωνιών που είχαν όγκο 122 σελίδων.
Παρά τις περιορισμένες τεχνικές δυνατότητες της εποχής, ολοκληρώθηκε η μηχανογράφηση του έγγραφου αρχείου ραδιοσυχνοτήτων σε κεντρικό υπολογιστή (mainframe) υπερπηδώντας πολλά τεχνικά εμπόδια, καταρτίστηκαν σχέδια γεωγραφικής κατανομής ραδιοσυχνοτήτων σε τοπικά ειδικά ραδιοδίκτυα που είχαν νομοθετηθεί με το ν. 1244/1972 ώστε να αποφεύγονται οι αμοιβαίες παρεμβολές στο εσωτερικό της χώρας και καταρτίστηκε το 1983 ο πρώτος Πίνακας Κατανομής Ζωνών Συχνοτήτων που κυρώθηκε με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Συγκοινωνιών. Από το ίδιο το προσωπικό της Διεύθυνσης συγγράφτηκαν προγράμματα υπολογισμού των παρεμβολών σε γλώσσα που χρησιμοποιούνταν από αριθμομηχανές της εποχής όπως η TEXAS INSTRUMENTS TI-58 και η HP 11 C με τη βοήθεια των οποίων εκατοντάδες υπολογισμοί γίνονταν πλέον σε λίγα λεπτά της ώρας. Με την εμφάνιση στην αγορά των πρώτων προσωπικών υπολογιστών αποκτήθηκαν υπολογιστικά προγράμματα από την ITU με τα οποία γίνονταν πλέον οι υπολογισμοί διάδοσης, παρεμβολών και ηλεκτρομαγνητικής εναρμόνισης βασισμένοι στις Συστάσεις της CCITT και της CCIR.
Ωστόσο, η προστασία του φάσματος από παράνομες εκπομπές παρέμενε σε εμβρυακό επίπεδο: Μόνο δύο κινητά ραδιογωνιόμετρα διετίθεντο για τον εντοπισμό κυρίως ραδιοφωνικών σταθμών που εξέπεμπαν παράνομα.
Η άριστη συνεργασία των αρμοδίων Υπηρεσιών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Εθνικής Άμυνας συνέβαλε στη δημιουργία του πρώτου ψηφιακού χάρτη εδάφους της Ελλάδας, ο οποίος χρησιμοποιείτο για τη μελέτη των ραδιοηλεκτρικών (Ρ/Η) ζεύξεων και της περιοχής κάλυψης των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών.
Η ενίσχυση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας με μόνιμο πολιτικό προσωπικό δημιούργησε την απαιτούμενη συνέχεια για την επικοινωνία των Υπηρεσιών των Υπουργείων Συγκοινωνιών και Εθνικής Άμυνας. Η δημιουργία της Εθνικής Επιτροπής Ραδιοσυχνοτήτων από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στην οποία συμμετείχαν το Υπουργείο Συγκοινωνιών και όλοι οι μεγάλοι χρήστες του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων, απετέλεσε το forum αλληλοενημέρωσης, καλύτερης κατανόησης των αναγκών σε φάσμα των χρηστών και ταχύτερης ικανοποίησης των αναγκών τους μακριά από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του παρελθόντος.
Έτσι επιτεύχθηκε η άμεση εξυπηρέτηση των αιτημάτων των χρηστών του φάσματος για την εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων. Με τις παραπάνω δραστηριότητες και πρωτοβουλίες, η Ελλάδα βρέθηκε από πλευράς διαχείρισης του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων στις 10 καλύτερες χώρες σε παγκόσμια κλίμακα.
Εντούτοις ενώ θα περίμενε κανείς την ενίσχυση της Διεύθυνσης Ραδιοσυχνοτήτων σε προσωπικό για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της που πολλαπλασιάστηκαν λόγω της εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ το 1981, για ανεξήγητους λόγους, στο νέο Οργανισμό του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών που εκδόθηκε το 1988 (Π.Δ. 198/1988), η Διεύθυνση Ραδιοσυχνοτήτων υποβιβάστηκε και πάλι σε Τμήμα, υπαγόμενο στη Διεύθυνση Τεχνικής Επικοινωνιών .
Παρόλες τις δυσκολίες λόγω της έλλειψης προσωπικού, το Τμήμα Ραδιοσυχνοτήτων ανταπεξείλθε με επιτυχία στις νέες προκλήσεις:
- Τη θέσπιση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας το 1987 (Ν. 1730/1987) και της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989 (Ν.1866/1989) , που συνεπάγοντο την ανάγκη δημιουργίας σχεδίων απονομής ραδιοσυχνοτήτων στην ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση τα οποία δυστυχώς επί πολλά χρόνια εφαρμόσθηκαν κατά ένα μέρος.
- Την εξέταση των τεχνικών φακέλων των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, προκειμένου να εκχωρηθέί ραδιοσυχνότητα ή δίαυλος λειτουργίας.
- Τη μεταφορά του Εθνικού Μητρώου Ραδιοσυχνοτήτων σε περιβάλλον προσωπικού Ηλεκτρονικού Υπολογιστή DOS αντί του mainframe που χρησιμοποιείτο αρχικά και τη μηχανογράφηση του καταλόγου σταθμών ασυρμάτου των Ελληνικών εμπορικών πλοίων και των αντίστοιχων διακριτικών κλήσεως τους σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών Ραδιοεπικοινωνιών της ITU.
- Την ανάπτυξη λογισμικού για την ηλεκτρομαγνητική εναρμόνιση σταθμών ραδιοεπικοινωνιών με προσωπικό Ηλεκτρονικό Υπολογιστή αρχικά σε περιβάλλον DOS και αργότερα WINDOWS συμπληρώνοντας τα προγράμματα της ITU.
- Την ανάλυση της πιθανότητας παρεμβολών στα μελλοντικά ραδιοσυστήματα του νέου Αεροδρομίου των Σπάτων, με την έναρξη των μελετών για το νέο Αεροδρόμιο, ιδιαίτερα από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που είχαν εγκατασταθεί άναρχα στον Υμηττό.
- Τη εισαγωγή της κινητής τηλεφωνίας το 1993 και την ανάγκη εξεύρεσης κατάλληλων ραδιοσυχνοτήτων για την δημιουργία των δικτύων κορμού και παράλληλα την απονομή μπλόκ ραδιοσυχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας στις Εταιρείες PANAFON και STET αρχικά και COSMOTE μεταγενέστερα.
- Τις ενέργειες για την εισαγωγή της χώρας στη Διαστημική Τεχνολογία με την αίτηση στην ITU κατοχύρωσης του Ελληνικού Δορυφόρου HELLAS SAT στις 39ο Ανατολικά το 1993.
- Τις ενέργειες για τη δημιουργία πάρκου κεραιών στην Πάρνηθα για την εγκατάσταση κεραιών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών κεραιών.
- Τις ενέργειες για τη δημιουργία εργαστηρίου ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας για τον έλεγχο των βιομηχανικών παρασίτων, σε εφαρμογή των υπουργικών αποφάσεων για την εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με τις Οδηγιίες ΕΟΚ 82/499 και 82/500.
- Τις ενέργειες για την οργάνωση και λειτουργία Κέντρου Ελέγχου Ραδιοεκπομπών.
- Την έγκριση αιτήσεων για την εγκατάσταση κεραιών κινητής τηλεφωνίας σε εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του ν.2145/1993.
- Την ενεργό συμμετοχή για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων σε Παγκόσμιες Διασκέψεις Ραδιοεπικοινωνιών (1982, 1983, 1984, 1985, 1987, 1988, 1992, 1993, 1995, 1997, 2000) η οποία απαιτούσε πολύμηνη προετοιμασία και συντονισμό των εθνικών θέσεων με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
- Την τεχνική συνδρομή στη σχεδίαση ραδιοδικτύων δημοσίων υπηρεσιών (Υπουργείο Εσωτερικών, Υπουργείο Γεωργίας, Υπουργείο Δημόσιας Τάξης)
Ήδη από το 1988 το Τμήμα Ραδιοσυχνοτήτων κατείχε το πρώτο σύστημα μέτρησης έντασης ραδιοηλεκτρικού πεδίου στην Ελλάδα, το οποίο χρησιμοποιείτο για ερευνητικές εργασίες και για επαλήθευση των υπολογισμών της στάθμης παρεμβολών στην πράξη.
Η διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων στην Ελλάδα μετά το 2000
Με το ν. 2867/2000, ορίστηκε ότι η διαχείριση του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ). Ωστόσο, η εφαρμογή του νέου νόμου παρουσίασε προβλήματα διότι ο νόμος:
- Εξαιρούσε από το πεδίο εφαρμογής τα πάσης φύσεως ασυρματικά δίκτυα της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας που λειτουργούσαν σε συχνότητες ή ζώνες συχνοτήτων αποκλειστικής χρήσης της αεροναυτιλίας, που θα είχε ως επακόλουθο να μην λαμβάνονται υπόψη στους υπολογισμούς ηλεκτρομαγνητικής εναρμόνισης.
- Δεν όριζε σε ποιο καθεστώς υπάγονταν τα ασυρματικά δίκτυα των Ενόπλων Δυνάμεων αγνοώντας ότι υπήρχαν σταθμοί που λειτουργούσαν σε "πολιτικές" ζώνες ραδιοσυχνοτήτων.
- Αγνοούσε την ύπαρξη των κρατικών δικτύων ραδιοεπικοινωνιών, που χρησιμοποιούνται από κρατικές υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά και μόνο υπηρεσιακών τους αναγκών.
Τα παραπάνω προβλήματα άρθηκαν με το ν. 3431/2006, με τον οποίο ορίστηκε ότι η αρμοδιότητα της ΕΕΤΤ περιορίζεται στις ραδιοσυχνότητες ή ζώνες ραδιοσυχνοτήτων για τις οποίες απαιτούνται δικαιώματα χρήσης. Η αρμοδιότητα για την εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων στις κρατικές υπηρεσίες παρέμεινε στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών. Ωστόσο, η εποπτεία και ο έλεγχος ολόκληρου του φάσματος οριστηκε ως αρμοδιότητα της ΕΕΤΤ.
Αυτό το καθεστώς παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο και με το ν. 4727/2020 (ΦΕΚ 184 Α, 23-9-2020, άρθρα 113 και 114).
Ένα από τα πιο πρωτότυπα και σημαντικά έργα διαχείρισης του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων που εκτέλεσε το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών μετά το 2000, ήταν ο συντονισμός των ραδιοσυχνοτήτων του ραδιοεξοπλισμού (ραδιομικρόφωνα, ευρυζωνικές ζεύξεις ήχου, εξοπλισμος δορυφορικών επικοινωνιών, μικροκυματικά δίκτυα) που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004 και ιδιαίτερα στις τελετές έναρξης και λήξης. Το πρόβλημα των παρεμβολών θα ήταν έντονο για τα ραδιομικρόφωνα τα οποία θα λειτουργούσαν στον ίδιο περιορισμένο χώρο, στο ίδιο φάσμα ραδιοσυχνοτήτων. Το έργο ξεκίνησε το 2003. Κάτω από την καθοδήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Επικοινωνιών και με τη συνεργασία της Διεύθυνσης Τηλεπικοινωνιών της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων, της ΕΕΤΤ και του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του ΕΜΠ, κατέστη δυνατή η ταυτόχρονη λειτουργία περίπου 300 ραδιομικροφώνων στις τελετές έναρξης και λήξης αλλά και μεγάλου αριθμού ραδιοσυσκευών κατά τη διάρκεια των αγώνων σε όλα τα στάδια διεξαγωγής των αγώνων χωρίς παρεμβολές, αποτέλεσμα που ικανοποίησε όλους τους οργανισμούς μετάδοσης των αγώνων στο παγκόσμιο κοινό.
Παραπομπές
- ↑ Radio Regulations, Edition of 2024, Article 1, 1.5.
- ↑ Απόφαση Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης 18941/2023 (ΦΕΚ 2628/τ.Β)
- ↑ ITU, Radiocommunication Sector. Handbook, National Spectrum Management - Edition 2005. Switzerland: International Telecommunication Union. σελ. 69. ISBN 92-61-11301-X.