Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 25 Σεπτεμβρίου 1868, γιος του Στέφανου Στρέιτ και της Βικτωρίας Λόντου. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την οικογένεια Λόντου και ήταν εγγονός του Ανδρέα Χ. Λόντου καθώς και πρώτος ξάδερφος του Δημήτριου Μάξιμου. Σπούδασε νομική στην Αθήνα και τη Γερμανία και έγινε διδάκτοραςνομικής στη Λειψία με την εναίσιμο διατριβή Περί αντιστάσεως κατά της Αρχής. Το 1893 διορίστηκε υφηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και το 1898 έγινε καθηγητής. Με προτάσεις και υπομνήματα επισήμανε την εθνική ανάγκη ιδρύσεως Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, που θα συντελούσε στην εξέλιξή της σε εθνικό και πολιτισμικό κέντρο, συμβάλλοντας έτσι στην ίδρυση του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως νομικός σύμβουλος και διευθυντής του και το 1910 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βιέννη[2] επί τριετία. Το 1913 χρημάτισε υπουργός εξωτερικών (από 22 Δεκεμβρίου 1913 έως 31 Αυγούστου 1914)[3][4]. Το 1927 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ήταν πρόεδρος της το 1931. Από το 1929 ήταν μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης,[5] και το 1933 εξελέγη τιμητικά γερουσιαστής.
Υπήρξε στενός φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως σύμβουλός του στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Τον ακολούθησε στην εξορία του το 1917 για να προβάλει τις βασιλικές θέσεις στο εξωτερικό, ενώ το 1922 ανέλαβε πρωτοβουλίες για τους πρόσφυγες στην Κοινωνία των Εθνών. Από τότε δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική.
Πέραν των δημοσίων αξιωμάτων που κατείχε ήταν μέλος επιτροπών και συμβουλίων σε διάφορα υπουργεία. Ακόμη ήταν μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ναυτικών, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, της Εταιρείας Υδάτων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων και της εταιρείας εκμετάλλευσης της Κωπαΐδας. Επιπλέον, μεταξύ 1896 και 1906 υπήρξε μέλος των επιτροπών των Ολυμπιακών Αγώνων.
Απεβίωσε στις 27 Δεκεμβρίου 1948 στην Αθήνα.[6] Ήταν παντρεμένος με την Ιουλία Καραθεοδωρή και είχε μια κόρη, τη Δέσποινα, σύζυγο Ιωάννη Γερουλάνου, και έναν γιο, τον Στέφανο. Δισέγγονός του είναι ο Παύλος Γερουλάνος.[7]
Ακαδημαϊκή καριέρα
Το 1893 διορίστηκε υφηγητής, 1897 τακτικός και το 1938 επίτιμος καθηγητής του Δημοσίου και Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως σύμβουλος & διευθυντής του και το 1910 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βιέννη. Με τη δράση και τη νομική του κατάρτιση αναδείχθηκε σε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής νομικής επιστήμης και συμμετείχε σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για την εκπόνηση και αναθεώρηση του Αστικού Κώδικα, ενώ διετέλεσε νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών και αντιπροσώπευσε επανειλημμένα τη χώρα σε διεθνείς συναντήσεις.
Το 1913 σε συνάντησή του στο Βερολίνο με τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή αποδέχτηκε την πρόταση για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη και υποστήριξε με συνέπεια και επιμονή την εθνική ανάγκη ιδρύσεως του, καθώς πίστευε ότι θα συντελούσε στην εξέλιξη της σε εθνικό και πολιτισμικό κέντρο, ενώ συνέταξε σχέδιο οργανισμού για το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο.
Συγγράμματα
Είχε εκδώσει αρκετά νομικά έργα όπως:
«Δικονομικοί κανόνες της εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου» (1895) [8]
«Περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Εισαγωγή» μαζί με τον Πέτρο Βάλληνδα (1895),
«Διεθνές Δίκαιον», (1900)
«Διεθνές Δίκαιον Δημόσιον-Ιδιωτικόν » (1906)
καθώς και διάφορες μελέτες όπως:
« Η υπόθεσις Ζάππα : ζητήματα δημοσίου και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου » (1894),
« Περί της θέσεως των Μεγάλων Δυνάμεων εν τω Διεθνεί Δικαίω » (1898),
«Περί θέσεως της Καθολικής Εκκλησίας εν Ελλάδι» (1905),
«Κατάργησις των αντεκδικήσεων εν τω Διεθνεί Δικαίω» (1929)
κ.α.
Ημερολόγιο - Αρχείο
Τα Ημερολόγια και τα Αρχεία του Γεωργίου Στρέιτ έχουν εκδοθεί σε βιβλίο 2 τόμων, με τον τίτλο «Απομνημονεύματα (Ημερολόγιον - Αρχείον» σε πρόλογο του Παναγιώτη Πιπινέλη, από τις εκδόσεις «Ελληνική Πρωτοπορία», το 2018. [9]