Οι γέφυρες στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την διευκόλυνση των μεταφορών, π.χ. στη διάβαση ποταμών οι οποίοι φουσκώνουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα[1], ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί υδατογέφυρες για την μετακίνηση νερού, π.χ. σε ρωμαϊκά υδραγωγεία[2]. Επίσης, πέρα από τις τεχνητές γέφυρες στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 26 φυσικές γέφυρες, οι οποίες είναι προϊόν καρστικής αποσάθρωσης, κατολισθήσεων ή διάβρωσης.[3]
Ιστορική εξέλιξη
Η εξέλιξη στην κατασκευή των γεφυρών ακολούθησε αυτή των δρόμων, ενώ στην Ελλάδα διακρίνονται τρεις φάσεις, ανάλογα με τα υλικά που χρησιμοποιούνταν. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, τα υλικά που χρησιμοποιούνταν ήταν κορμοί δέντρων, πέτρινες πλάκες ή ογκόλιθοι και με αυτό το τρόπο γεφύρωναν ρυάκια. Παράδειγμα τέτοιας γέφυρας είναι η γέφυρα του Αρκαδικού, η οποία κατασκευάστηκε την μυκηναϊκή εποχή και αποτελείται από ογκόλιθους.[4] Πρόχειρες ξύλινες γέφυρες, σήμερα γνωστές ως λιάσια ή λεσιά, χρησιμοποιούνται ακόμη σε μικρά ποτάμια. Αυτές οι γέφυρες δεν έχουν δικά τους βάθρα, αλλά στερεώνονται σε δέντρα ή βράχια στις όχθες των ποταμών. Για να γίνει μια γέφυρα πιο ασφαλής χρησιμοποιούνταν ξύλινα ή πέτρινα μεσόβαθρα και κατάστρωμα από κορμούς και μικρότερα ξύλα. Οι Μυκηναίοι κατασκεύασαν γέφυρες από ογκόλιθους οι οποίες είχαν ένα εκφορητικό σύστημα με τη χρήση λίθινων προβολών (δηλαδή το πάνω μέρος να προβάλει περισσότερο από το αποκάτω) με αποτέλεσμα να σχηματίζουν ψευδοθόλους με τριγωνικό άνοιγμα. Η φάση αυτή τελείωσε περίπου το 200 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι εισήγαγαν τις επεξεργασμένες πέτρινες πλάκες στην κατασκευή των γεφυρών.[2]
Οι Ρωμαίοι, πέρα από την χρήση επεξεργασμένων πλακών, χρησιμοποίησαν επίσης την αψίδα με ημικυκλικό τόξο για την κατασκευή γεφυρών και κυρίως υδραγωγείων.[2] Μια εξέλιξη αυτού του σχεδίου ήταν οι αψίδες με οξυκόρυφα τόξα, τα οποία είναι επηρεασμένα από τους ανατολίτικους πολιτισμούς. Τα τοξωτά γεφύρια, πολλά από τα οποία κατασκευάστηκαν κατά το 18ο και 19οαιώνα, αποτελούν αξιόλογα έργα της λαϊκής αρχιτεκτονικής, με λεπτά τόξα, γερά βάθρα και τα οποία έχουν μεγάλη αισθητική αξία.[2] Συνήθως στη κορυφή του τόξου είναι πολύ στενά. Τα γεφύρια αυτά ήταν αρχικά ξύλινα, αλλά στη συνέχεια κατασκευάστηκαν από πέτρα η οποία ήταν ανθεκτική, ομοιόμορφη, συμπαγής, χωρίς ρωγμές και με αντοχή στην διάβρωση. Στην Ήπειρο, τα γεφύρια αυτά ήταν από σχιστόλιθο. Για την κατασκευή τους, πρώτα στηνόταν ο ξυλότυπος και εν συνεχεία η κατασκευή προχωρούσε παράλληλα σχηματίζοντας το τόξο. Οι γέφυρες αυτές δεν χρησιμοποιούν κονίαμα. Το σημείο που επιλεγόταν για την κατασκευή της γέφυρας ήταν κάποιο στένωμα του ποταμού ενώ οι βράχοι στις όχθες ήταν σημεία στήριξης των βάθρων της γέφυρας. Το πόσα τόξα θα χρειάζονταν για τη κατασκευή εξαρτώταν από το πλάτος του ποταμού. Συχνά υπήρχαν μικρότερα τόξα στα σημεία πρόσβασης. Πολλά από αυτά τα γεφύρια καταστράφηκαν και στη συνέχεια ξαναχτίστηκαν.[1] Σήμερα σώζονται σε όλη την Ελλάδα τουλάχιστον 1.500 πέτρινα τοξωτά γεφύρια.[5] Το μακρύτερο από αυτά είναι η γέφυρα Ντε Μποσσέ (Δεβοσέτου) στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς, με μήκος 900 μέτρα. Θεμελιώθηκε το 1812, από τον Ελβετό Κάρολο Φίλιππο Ντε Μποσσέ, ταγματάρχη του βρετανικού στρατού κατοχής.[6]
Η τρίτη φάση στην κατασκευή των γεφυρών γίνεται με την εισαγωγή πλήρως κατεργασμένων υλικών, όπως ατσάλι και οπλισμένο σκυρόδεμα.[2] Παραδείγματα τέτοιων γεφυρών είναι οι δίδυμες γέφυρες της Εγνατίας οδού, όπως η γέφυρα του Αράχθου και η γέφυρα Γρεβενιώτικου, η Υψηλή Γέφυρα Ευρίπου, η οποία είναι η γέφυρα με το λεπτότερο κατάστρωμα στο κόσμο, και η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, η οποία είναι η μακρύτερη καλωδιωτή γέφυρα στο κόσμο. Ένας παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι σεισμικότητα του εδάφους, και γι αυτό το λόγο οι γέφυρες έχουν αντισεισμική προστασία, όπως ειδικά έδρανα και άλλα συστήματα απορρόφησης ενέργειας[7].
↑«Μυκηναϊκή Γέφυρα Καζάρμας». Οδυσσέας. Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2013.