Γηγενείς ομιλητές σε περιοχές όπου η γλώσσα είναι η μόνη που χρησιμοποιείται
Γηγενείς ομιλητές σε περιοχές όπου η γλώσσα έχει επίσημη ιδιότητα μαζί με άλλες γλώσσες
Μεγάλες κοινότητες όπου γίνεται χρήση της γλώσσας (100.000+)
Μικρές κοινότητες όπου γίνεται χρήση της γλώσσας (10.000+)
Γεωγραφική κατανομή της βεγγαλικής γλώσσας σε Μπανγκλαντές και Ινδία.
Η Βεγγαλική γλώσσα (ΔΦΑ: /bɛŋˈɡɔːli/,[2] ή Μπάνγκλα (/bɑːŋlɑː/, বাংলা) ή Μπενγκάλι, είναι η γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην περιοχή της Βεγγάλης, η οποία αποτελείται από την χώρα του Μπανγκλαντές και τις επαρχίες της Δυτικής Βεγγάλης, Τρίπουρα και νοτίου Άσαμ της Ινδίας. Η γραφή της γίνεται με το Βεγγαλικό αλφάβητο, και είναι η εθνική γλώσσα του Μπανγκλαντές και η 2η σε αριθμό ομιλητών στην Ινδία.[3]Έχοντας περίπου 250 εκατομμύρια άτομα που την χρησιμοποιούν ως μητρική γλώσσα, και περίπου 300 εκατομμύρια ομιλητές παγκοσμίως, είναι η 7η περισσότερο χρησιμοποιούμενη γλώσσα διεθνώς βάσει των γηγενών ομιλητών της, και 11η ως προς τον συνολικό αριθμό ομιλητών.[4]
Επιρροή
Μερικά από τα παλαιότερα κείμενα του Βουδισμού έχουν γραφεί στη γλώσσα αυτή, ενώ η επιρροή της στις χώρες της ανατολικής Ασίας αποτυπώνεται στην ιστορία των εθνικών ύμνων του Μπανγκλαντές, της Ινδίας, και της Σρι Λάνκα, οι οποίοι είχαν όλοι αρχικά συνταχθεί στην Βεγγαλική γλώσσα. Η γλώσσα έχει μικρές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε αυτή όπως ομιλείται στο Μπανγκλαντές και αυτή όπως χρησιμοποιείται στη δυτική Βεγγάλη της Ινδίας, κυρίως ως προς την προφορά και το πλαίσιο χρήσης.[5][6]
Πέρα από την ίδια τη Βεγγαλική γλώσσα, το Βεγγαλικό αλφάβητο χρησιμοποιείται και για την γραφή της γλώσσας Μανιπούρι(D/R), γλώσσες της οικογένειας Μούντα, καθώς και για τα Ασσαμέζικα(D/R).[7]
Αγώνας για αναγνώριση
Η γλώσσα κατέχει πλούσια λογοτεχνική παράδοση και είναι ένα από τα συστατικά στοιχεία της Βεγγαλικής εθνικής ταυτότητας. Κατά την δεκαετία του 1950 δημιουργήθηκε κίνημα το οποίο αγωνιζόταν για την αναγνώριση της γλώσσας (ভাষা আন্দোলনΜπάσα Αντολόν), στην περιοχή η οποία τότε ανήκε στο ανατολικό Πακιστάν (σημερινό Μπανγκλαντές) με τις αρχές του δυτικού Πακιστάν να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της περιοχής. Η επίτευξη της αναγνώρισης και του δικαιώματος χρήσης της γλώσσας των βεγγαλικών ήταν ένα ζήτημα που συνδέθηκε στενά με την Βεγγαλική εθνική ταυτότητα.
Στις 21 Φεβρουαρίου του 1952, μια ομάδα φοιτητών και ακτιβιστών δολοφονήθηκαν από τις Πακιστανικές Αρχές στο πανεπιστήμιο της Ντάκα, όταν διαμαρτυρήθηκαν για την πλήρη απαγόρευση που ίσχυε τότε ως προς την χρήση της Βεγγαλικής γλώσσας, και την επιβολή της υποχρεωτικής χρήσης των Ούρντου. Το 1999, η ΟΥΝΕΣΚΟ ανακήρυξε την 21η Φεβρουαρίου ως την Διεθνή Ημέρα Μητρικής Γλώσσας τιμώντας έτσι τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στην Βεγγάλη κατά τον αγώνα τους για την αναγνώριση της μητρικής τους γλώσσας.[8][9]
Τα βεγγαλικά έχουν μέχρι και 100.000 ξεχωριστές λέξεις, εκ των οποίων οι 50.000 θεωρούνται Ταντμπάβα (γνήσιες λέξεις της βεγγαλικής), 21.100 θεωρούνται Τατσάμα (δάνεια από τα σανσκριτικά) και οι υπόλοιπες έχουν δανειστεί από αυστροασιατικές και άλλες ξένες γλώσσες.
Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνουν υπόψη το μεγάλο ποσοστό των αρχαϊκών ή εξαιρετικά τεχνικών λέξεων που χρησιμοποιούνται σπάνια. Επιπλέον, διαφορετικοί διάλεκτοι χρησιμοποιούν περισσότερο περσικό και αραβικό λεξιλόγιο, ειδικά σε διάφορες περιοχές του Μπανγκλαντές και στις περιοχές μουσουλμανικής πλειοψηφίας της Δυτικής Βεγγάλης, και επίσης οι Ινδουιστές χρησιμοποιούν περισσότερο λεξιλόγιο από τα Σανσκριτικά από τους μουσουλμάνους και ενώ τα πρότυπα Μπενγκάλι βασίζονται στη διάλεκτο Νάντια που ομιλείται στη πολιτεία ινδουιστικής πλειοψηφίας της Δυτικής Βεγγάλης. Περίπου το 90% των Βεγγάλων στο Μπανγκλαντές (περίπου 148 εκατομμύρια μουσουλμάνοι) και το 27% των Βεγγάλων στη Δυτική Βεγγάλη και το 10% στο Άσαμ (μαζί 36 εκατομμύρια μουσουλμάνοι) είναι μουσουλμάνοι και μιλούν μια πιο περσοαραβοποιημένη έκδοση των Βεγγαλικών αντί της περισσότερο επηρεασμένης από τα σανσκριτικά τυπικής διαλέκτου Νάντια. Το παραγωγικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται στα σύγχρονα λογοτεχνικά έργα, αποτελείται ουσιαστικά (67%) από τανμπάβα, ενώ τα τατσάμα αποτελούν μόνο το 25% του συνόλου.[10][11] Οι δανεισμένες λέξεις από τις μη-Ινδικές γλώσσες αποτελούν το υπόλοιπο 8% του λεξιλογίου που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη Βεγγαλική βιβλιογραφία.
Λόγω επαφών για αιώνες με Ευρωπαίους, Τουρκικούς λαούς και Πέρσες, η βεγγαλική γλώσσα έχει απορροφήσει πολλά δάνεια από ξένες γλώσσες, και συχνά ενσωματώνει πλήρως αυτά τα δάνεια στο βασικό λεξιλόγιο.
Τα πιο κοινά δάνεια από ξένες γλώσσες προέρχονται από τρία διαφορετικά είδη επαφών. Μετά από στενή επαφή με αρκετές αυτοχθόνες Αυστροασιατικές γλώσσες,[12][13][14] και αργότερα η εισβολή της Μογγολικής Αυτοκρατορίας της Ινδίας, της οποίας η αυλική γλώσσα ήταν η Περσική, πολυάριθμες λέξεις από τα τσαγκατάι, τα αραβικά και τα περσικά απορροφήθηκαν στο λεξικό.
Αργότερα οι ταξιδιώτες από την Ανατολική Ασία και η τελευταία ευρωπαϊκή αποικιοκρατία έφεραν λέξεις από την πορτογαλική, τη γαλλική, την ολλανδική, και πιο σημαντικότερα από τα αγγλικά κατά την αποικιακή περίοδο.
Παραπομπές
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «Bengali». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
↑Laurie Bauer, 2007, The Linguistics Student’s Handbook, Edinburgh