Ο Όσιος Θεόφιλος Μυροβλύτης γεννήθηκε στην πόλη Ζίχνη της Μακεδονίας στα μέσα του 15ου μ.Χ αιώνα, γύρω στο 1460 και απεβίωσε στις 8 Ιουλίου1548.
Πρώτα χρόνια
Από πολύ μικρή ηλικία ο Όσιος δέχθηκε χριστιανική μόρφωση και παιδεία από τους γονείς του και όταν έφτασε στην πρέπουσα ηλικία έμαθε στο σχολείο τα ιερά γράμματα, τα λεγόμενα κοινά. Μάλιστα, έμαθε και καλλιγραφία και αναδείχθηκε σε άριστο καλλιγράφο. Μόλις, ολοκλήρωσε τα μαθήματα αυτά παρακολούθησε και τα ελληνικά μαθήματα. Τον έθελγε η μελέτη των Αγίων Γραφών και προτιμούσε να συναναστρέφεται με ενάρετους γέροντες, παρά με άτακτους νέους.[1] Ο Όσιος είχε πάντα στο μυαλό του την παραγγελία του Σειράχ : «Μετά συνετών έστω ο διαλογισμός σου και πάσα διήγισίς σου εν νόμω Υψίστου».[2] Όσο μεγάλωνε, γινόταν όλο και περισσότερο δυνατός πνευματικά. Η μελέτη του Ευαγγελίου, αλλά και των βίων των Οσίων και των Αγίων, τον έκαναν να δει την ματαιότητα του κόσμου και να μονάσει.
Χειροτονία και πρώτο ταξίδι
Ο Όσιος, ακολουθώντας τον μοναχικό βίο, πήρε το όνομα Θεοδόσιος και έτσι του δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσει ακόμα περισσότερο τον Ιησού Χριστό και να γίνει Λειτουργός Του. Σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα ζωή του έπαιξε η συνάντηση και η γνωριμία του με τον Επίσκοπο Ρενδίνης Ακάκιο, με τον οποίο συγκατοίκησε και από τον οποίο χειροτονήθηκε ιερέας. Λίγο μετά την χειροτονία του, άρχισε να επισκέπτεται διάφορους τόπους και να διδάσκει τους Χριστιανούς με τον λόγο και το παράδειγμά του. Ο Όσιος Θεόφιλος στάλθηκε αργότερα στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα, μαζί με τον Επίσκοπο Ρενδίνης Ακάκιο και μερικούς άλλους.[3] Σκοπός αυτού του ταξιδιού ήταν να μάθει λεπτομερέστερα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνας για αυτά τα δύο σπουδαία θαύματα που είχαν συντελεστεί εκείνη την εποχή. Κατά την περίοδο διαμονής του Οσίου Θεόφιλου εκεί, ο Μακαριώτατος Ιωακείμ τον αγάπησε πολύ και ευλαβήθηκε, ως σοφό και ενάρετο, τον Θεόφιλο. Μετά την φυγή τους από την Αλεξάνδρεια και αφού είχαν πάρει πρώτα την ευλογία του Πατριάρχη κατευθύνθηκαν στο Όρος Σινά. Μετά την προσευχή τους εκεί επέστρεψαν στην Άγια Πόλη της Ιερουσαλήμ. Στην συνέχεια, πήγαν για προσκύνημα στην Δαμασκό, όπου και συνάντησαν τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Ο Όσιος Θεόφιλος έχοντας λάβει επιστολές τόσο από τον Πατριάρχη Αντιοχείας, όσο και από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων επέστρεψε μόνος του στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ο Επίσκοπος Ακάκιος εκοιμήθη εν Κυρίω το διάστημα που ήταν στην Δαμασκό. Εκεί, βρήκε Πατριαρχεύοντα τον Μητροπολίτη Ζίχνης Παχώμιο, στον οποίο και έδωσε τις επιστολές, καθώς ο Άγιος Πατριάρχης Νήφων είχε εκθρονισθεί.[4] Ο Πατριάρχης ήταν συμπατριώτης του Οσίου Θεοφίλου και μόλις τον είδε χάρηκε πολύ, τον ευλόγησε και τον παρακάλεσε να μείνει στο Πατριαρχείο για να τον βοηθήσει. Ο Πατριάρχης εκτιμούσε πολύ τον Όσιο για την σοφία και την αρετή του. Εκείνος, δέχθηκε να μείνει και διορίσθηκε Νοτάριος και Έξαρχος της Μεγάλης Εκκλησίας. Σε αυτή την θέση έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αγαπώμενος και εκτιμώμενος από όλους.
Στο Άγιο Όρος
Ο Όσιος Θεόφιλος όμως δεν ήθελε τις τιμές και τις δόξες της Κωνσταντινούπολης, αλλά αναζητούσε ησυχία. Για αυτόν τον λόγο αναχώρησε για το Άγιο Όρος.[5] Πρώτα πήγε στην μονή Βατοπεδίου, όπου βρήκε τον Αγιώτατο Επίσκοπο Μηθύμνης, στον οποίο υποτάχθηκε πρόθυμα και με ταπείνωση. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να προοδεύσει και να αποκτήσει πολλές αρετές. Μετά τον θάνατο του Επισκόπου πήγε στην μονή των Ιβήρων. Εκεί αντέγραψε όλα τα βιβλία των ιερών Ακολουθιών, μετά από παράκληση των Πατέρων. Μερικά από αυτά τα βιβλία σώζονται μέχρι σήμερα. Η φήμη του Οσίου εξαπλώθηκε και εκτός του Αγίου Όρους. Πολλοί ακούγοντας για την ένθεη πολιτεία του και τα θαυμαστά του κατορθώματα, επιθυμούσαν να τον έχουν πνευματικό πατέρα, ποιμένα και διδάσκαλο. Η πόλη που τον επιθυμούσε διακαώς ήταν η Θεσσαλονίκη, η οποία εκείνη την εποχή στερούνταν από Μητροπολίτη. Για αυτόν τον λόγο, όταν πέρναγε από την πόλη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεόκλητος, του ζήτησαν να γράψει επιστολή στον φίλο του παρακαλώντας τον να έρθει στην Θεσσαλονίκη για να συναντηθούν. Ο Όσιος Θεόφιλος, μόλις διάβασε την επιστολή, κατάλαβε τον σκοπό της και απάντησε με μία δική του επιστολή, στην οποία ανέφερε ότι ήταν πάρα πολύ άρρωστος και παραιτήθηκε από την ιερωσύνη για αυτόν τον λόγο.[6] Επιπλέον, ο μόνος τρόπος για να έρθει θα ήταν κάποιος να τον μεταφέρει μαζί με το κρεβάτι του, καθώς ούτε μπορούσε να περπατήσει ούτε να ιππεύσει. Του ζήτησε να τον συγχωρέσει, να εύχεται υπέρ αυτού και με την βοήθεια της χάρις του Θεού, θα βλέπονταν στην βασιλεία των Ουρανών. Μόλις διάβασε την επιστολή ο Πατριάρχης, από την μία λυπήθηκε που δεν κατάφερε να πετύχει αυτό που ποθούσε, αλλά από την άλλη θαύμασε την ταπείνωση του Οσίου, για την οποία είχε ακούσει τόσα πολλά στο παρελθόν. Επιπλέον, οι ευχές του και οι προσευχές του ήταν θερμές προς τον Κύριο, για να τελειώσει ο φίλος του Αγιορείτης αγωνιστής το θεάρεστο σκοπό του, όπως εκείνος ποθούσε. Κοντά στην μονή που έμενε, ζούσε κάποιος Προηγούμενος που ονομαζόταν Διονύσιος. Ο Όσιος Θεόφιλος, που αγαπούσε την ησυχία, ζήτησε από τον Ηγούμενο και την Αδελφότητα να κάνει ένα μικρό καλύβι κοντά στον Προηγούμενο, πράγμα που τελικά έπραξε. Με την δημιουργία αυτού του καλυβιού, ο Όσιος πέτυχε να συζητεί με αυτόν διαρκώς για πνευματικά ζητήματα και πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε ένας αδερφικός δεσμός μεταξύ τους. Αργότερα, ο Όσιος Θεόφιλος άκουσε για κάποιον Κύριλλο, όπου ζούσε ενάρετα στις Καρυές μαζί με τους αδερφού του. Τότε, ο Όσιος πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την μονή των Ιβήρων και πήγε να συγκατοικήσει με αυτούς, με σκοπό να μιμηθεί την πολιτεία και την άσκησή τους. Κατά το διάστημα της διαμονής του στις Καρυές, ερχόταν τακτικά και λειτουργούσε ο Ιερομόναχος Σεραφείμ. Οι δυο τους σύντομα έγιναν φίλοι και έδωσαν υπόσχεση να εύχεται ο ένας για τον άλλον, πράγμα που το έκαναν και οι δύο μέχρι το τέλος. Ο Όσιος Θεόφιλος, στην συνέχεια, έψαξε και βρήκε ένα κελί(του Αγίου Βασιλείου)στα όρια της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, όπως το ήθελε. Με χρήματα που έλαβε από τον φίλο του Σεραφείμ αγόρασε το κελί και μάλιστα το ανακαίνισε, όπως και την εκκλησία, την οποία αγιογράφησε με πολύ κόπο.[7] Σε αυτό το κελί έμεινε με τον αδερφό του Ισάακ. Το παράδειγμα του Οσίου ακολούθησε αργότερα και ο Ιερομόναχος Σεραφείμ, ο οποίος μαζί με τον Όσιο Θεόφιλο στήριζαν ο ένας τον άλλον και εντρυφούσαν στην Αγία Γραφή και στα συγγράμματα των Πατέρων.
Το τέλος
Τα χρόνια πέρασαν και ο Όσιος Θεόφιλος είχε πλέον γεράσει. Κάποια μέρα, προαισθάνθηκε τον θάνατό του και χωρίς χρονοτριβή έγραψε ομολογία πίστεως και ιδιόχειρη διαθήκη. Στην συνέχεια προσκάλεσε ιερείς και έκανε ευχέλαιο ημέρα Πέμπτη. Αφού πήρε συγχώρεση από όλους και έδωσε συγχώρεση σε όλους, την Παρασκευή ησύχασε. Το Σάββατο, κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και αφού ευχαρίστησε τον Θεό, κάλεσε τον μαθητή του Ισαάκ. Του έδωσε εντολή όταν πεθάνει, να μην το ανακοινώσει σε κανέναν και ούτε τα έθιμα ταφής να εκτελέσει. Αντίθετα, του ζήτησε να του δέσει τα πόδια με σκοινί και να τον αφήσει στο δάσος για να τον φάνε τα θηρία. Του ζήτησε επίσης να κάνει όσα περισσότερα μνημόσυνα και λειτουργίες μπορεί.[8] Αυτή η εντολή δόθηκε από τον Όσιο, για να αποφύγει την δόξα και τις τιμές των ανθρώπων. Όταν έδωσε αυτήν την παραγγελία στον μαθητή του, ξάπλωσε και είπε προσευχόμενος: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου». Το βράδυ εκείνο παρέδωσε το πνεύμα του. Το ημερολόγιο έδειχνε Κυριακή 8 Ιουλίου 1558.
Το λείψανο του αγίου Θεοφίλου
Ο μαθητής του, Ισάακ, μετά την κοίμηση του Οσίου εισάκουσε την παραγγελία που του είχε αφήσει και πέταξε το λείψανό του σε ένα απόκρυφο σημείο μέσα στο δάσος. Επειδή, ακούσθηκε όμως η φήμη του θανάτου του Οσίου σε όλο το Άγιο Όρος και έρχονταν άνθρωποι για να τον ασπαστούν, με απώτερο σκοπό να λάβουν ευχή και ευλογία οδήγησαν τον Ισάακ στο να κατασκευάσει έναν δήθεν τάφο του Οσίου. Αυτό όμως δεν κράτησε για πολύ, καθώς τα δύο μοναστήρια, της Ιεράς Μονής Ιβήρων και του Παντοκράτορος, έμαθαν την αλήθεια. Μετά από πολύ έρευνα, βρήκαν στο δάσος την σορό του Οσίου Θεόφιλου και την τοποθέτησαν στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος, χωρίς ο Ισάακ να πληροφορηθεί για αυτή την εξέλιξη.[9] Σαράντα μέρες μετά, ο μαθητής του Οσίου πήγε στον τόπο που έριψε το σκήνωμα και συνειδητοποίησε ότι το λείψανο έλλειπε. Το γεγονός αυτό, έκανε τον Ισάακ να ψάξει μεθοδικά και τελικά ανακάλυψε την αλήθεια. Πήγε λοιπόν, στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος και ζήτησε το λείψανο του Αγίου. Οι Παντοκρατοριανοί όμως αρνήθηκαν και οι προστριβές για αυτό το ζήτημα κράτησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τελικά, η λύση δόθηκε όταν στο Άγιο Όρος κατέφθασε ο Επίσκοπος Ιερισσού και Άγιου όρους, Μακάριος. Ο Ισάακ τον επισκέφθηκε και του εξήγησε λεπτομερώς την κατάσταση. Στην συνέχεια εκείνος με την σειρά του συζήτησε το θέμα με τους Ηγουμένους των δύο Μονών και αποφάσισε το ιερό λείψανο να επιστραφεί στον Ισάακ και στους Παντοκρατοριανούς να παραμείνει μόνο το ένα από τα δύο χέρια του Οσίου. Μετά λοιπόν από αυτή την απόφαση του Επισκόπου, ο Ισάακ παρέλαβε το ιερό λείψανο του Αγίου και το τοποθέτησε στο Ναό του Αγίου Βασιλείου με ύμνους και ψαλμωδίες. Παρόντες σε αυτή την στιγμή ήταν Κληρικοί και Μοναχοί. Από τότε, το ιερό λείψανο άρχισε να αναβλύζει ευωδέστατο μύρο σε ένδειξη της θεάρεστου ζωής του Αγίου.[10]