ΤοΈνα Τρελλό... Τρελλό Νοσοκομείο (αγγλικά: The Hospital) είναι μια αμερικανική σουρεαλιστική σατιρική μαύρη κωμωδία του 1971 σε σκηνοθεσία Άρθουρ Χίλερ[3] και με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Σι Σκοτ ως τον Δρ. Χέρμπερτ Μποκ. Το σενάριο της ταινίας έγραψε ο Πάντι Τσαγιέφσκι, ο οποίος τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου το 1972. [4] Ο Τσαγιέφσκι είναι επίσης ο αφηγητής στην ταινία και ένας από τους παραγωγούς. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της επιλογής των ηθοποιών και του περιεχομένου της ταινίας.
Το 1995, το Ένα Τρελλό... Τρελλό Νοσοκομείο διαλέχτηκε για διατήρηση στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών ως «πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντικό». [5]
Πλοκή
Σε ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Μανχάταν, η ζωή του Δρ. Μποκ, του Προϊσταμένου της Ιατρικής, είναι σε αποδιοργάνωση καθώς, έχει αφήσει τη γυναίκα του, τα παιδιά του δεν του μιλούν και το άλλοτε αγαπημένο του πανεπιστημιακό νοσοκομείο καταρρέει.
Το νοσοκομείο αντιμετωπίζει τους ξαφνικούς θανάτους δύο γιατρών και μιας νοσοκόμας. Αυτοί αποδίδονται σε τυχαίες ή αναπόφευκτες αποτυχίες παροχής σωστής θεραπείας.
Παράλληλα, οι διοικούντες του νοσοκομείου πρέπει να αντιμετωπίσουν μια διαδήλωση για την προσάρτηση μιας ερειπωμένης διπλανής πολυκατοικίας, από το νοσοκομείο. Η προσάρτηση πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως ένα κέντρο απεξάρτησης ναρκωτικών. Οι σημερινοί ένοικοι του κτιρίου απαιτούν από το νοσοκομείο να τους βρει μελλοντική στέγαση πριν το κτίριο κατεδαφιστεί, παρά το γεγονός ότι το κτίριο είχε κριθεί ακατάλληλο πριν από λίγο καιρό.
Ο Δρ. Μποκ παραδέχεται την σεξουαλική του ανικανότητα και σκέφτεται να αυτοκτονίσει, αλλά ερωτεύεται την Μπάρμπαρα Ντράμοντ, την κόρη ενός ασθενούς που ήρθε από το Μεξικό για τη θεραπεία του. Αυτό δίνει προσωρινά στον Δρ. Μποκ κάτι για να ζήσει, αφού η Μπάρμπαρα τον προκαλεί και ασχολείται μαζί του.
Οι θάνατοι ανακαλύπτεται πως προκλήθηκαν από τον πατέρα της Μπάρμπαρα ως αντίποινα για την «απανθρωπιά» της μοντέρνας ιατρικής θεραπείας. Ο Ντράμοντ δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη, ισχυριζόμενος ότι τα θύματά του θα είχαν σωθεί αν είχαν λάβει έγκαιρη, κατάλληλη θεραπεία, κάτι που δεν έγινε. Ο Δρ. Μποκ και η Μπάρμπαρα χρησιμοποιούν έναν τελευταίο, τυχαίο θάνατο ενός γιατρού στο νοσοκομείο για να κρύψουν τα αδικήματα του Ντράμοντ. Η Μπάρμπαρα σχεδιάζει να πετάξει με τον πατέρα της πίσω στο Μεξικό. Ο Δρ. Μποκ αρχικά προτίθεται να πάει μαζί τους, αλλά την τελευταία στιγμή, ορμώμενος από την αίσθηση της υποχρέωσής του, επιμένει να μείνει στο νοσοκομείο για να μην καταλήξει σε απόλυτο χάος.
Η ταινία κέρδισε 9 εκατομμύρια δολάρια από ενοικιάσεις στην Βόρεια Αμερική. [7]
Κριτική υποδοχή
Όταν κυκλοφόρησε το Ένα Τρελλό... Τρελλό Νοσοκομείο, ο κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Ίμπερτ επαίνεσε την ταινία, γράφοντας: «Το Ένα Τρελλό... Τρελλό Νοσοκομείο είναι μια καλύτερη ταινία από ό,τι μπορεί να πιστεύετε. Έχει επικριθεί για την αλλαγή του τόνου στο μέσο της, αλλά ίσως οδεύει μόνο σε πιο βαθιά, γρήγορα νερά. [...] Το παράξενο και απροσδόκητο τέλος του Τσαγιέφσκι (sic) υποδηλώνει ότι οι άντρες—ακόμα και οι τρελοί—μπορούν ακόμα να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον δικό τους ιδιωτικό σκοπό». [8]
Οι New York Times βρήκαν την ταινία «μια πολύ σοβαρή (στην πραγματικότητα, ίσως, λίγο υπερβολικά σοβαρή), πολύ αστεία μελοδραματική φάρσα ... (αυτή) δεν είναι, όπως μπορεί να σας κάνουν να πιστεύετε, το είδος της ευσεβούς λογοτεχνίας εντός του ιδρύματος που ο Άρθουρ Χέιλι αναπαράγει για να ικανοποιήσει τις λέσχες βιβλίων, αν όχι τις μούσες, ούτε είναι πραγματικά ένα από αυτά τα καταστήματα τρόμου που δεν λειτουργούν επαγγελματικά και είναι τόσο χρήσιμα για την απόκτηση διαλέξεων για άντρες γιατρούς ... η ευφυΐα του συγγραφέα και το μοναδικό μόνο προσφάτως ασκημένο του χάρισμα για την φαντασία ... σώζει το «Ένα Τρελλό... Τρελλό Νοσοκομείο» από μερικές σοβαρές κρίσεις που, προς το τέλος, ξεπερνούν την ταινία όταν αισθάνεται ότι καλείται να πιστοποιήσει τους σοβαρούς σκοπούς της και να βάλει σε μία ευθεία γραμμή την περίεργη πλοκή της ... Ο κύριος Χίλερ ... παίρνει εξαιρετικές ερμηνείες από τα αστέρια του (και) έχει οργανώσει τέλεια την ταινία σε ρόλους τόσο μικρούς που εξαρτώνται—υποψιάζομαι—τόσο από τον φυσικό τρόπο όσο και από το υποκριτικό ταλέντο». [9]
Πιο πρόσφατα, ο κριτικός κινηματογράφου Ντένις Σβάρτς έδωσε στην ταινία μια ήπια θετική κριτική, γράφοντας: «Το μαύρο χιούμορ ήταν η σωτήρια χάρη της μελοδραματικής φάρσας· η ταινία χρησιμοποιεί τα αιχμηρά όργανά της για να κόψει μέσα στο πετσί των ασυγκίνητων θεσμοθετημένων παρόχων υγειονομικής περίθαλψης όπως η ταινία του Μάικλ Μουρ, Sicko κάνει το 2007 στους χοντρούς γάτους του Οργανισμού Διατήρησης της Υγείας. Το μοναδικό μου παράπονο ήταν ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερη, καθώς ο Τσαγιέφσκι έφερε σε πέρας τον ρόλο του όπως και ο Σκοτ. Παρόλα αυτά η ταινία εξομαλύνεται καθώς ο σκηνοθέτης χάνει τον δρόμο του μέσα σε όλη την πίκρα και τις επινοημένες ιστορίες τρόμου και μας αφήνει να κρεμόμαστε για να βρούμε πώς να βγούμε από έναν τόσο ανεπανόρθωτο κόσμο (όπου ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρείται ξεχασμένος στο θάνατο).» [10]
Η ταινία έχει βαθμολογία 100% στο Rotten Tomatoes, με μέση βαθμολογία 7,8/10, η οποία βασίζεται σε 12 κριτικές. [11]
↑Note that the film's opening credits explicitly give authorship of the film, not just the screenplay, to Chayefsky, who had complete control over the film's casting and content
The Hospital εργασία από τον Ντάνιελ Ίγκαν στο America's Film Legacy: The Authoritative Guide to the Landmark Movies in the National Film Registry, A&C Black, 2010 (ISBN0826429777), pages 676-677 [1]