Το Έμετ (αγγλ.Emmett) είναι κωμόπολη, έδρα της Κομητείας Τζεμ[5] στην πολιτεία Άινταχο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Ο πληθυσμός του Έμετ στην απογραφή του 2020 ήταν 7.647 κάτοικοι, με αύξηση κατά 16,6% σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή[6], ενώ καταγράφηκαν 2.773 νοικοκυριά and 1.790 οικογένειες. Η κωμόπολη είναι μέρος της στατιστικής μητροπολιτικής περιοχής Μπόισι-Νάμπα και της Μητροπολιτικής περιοχής του Μπόισι
Ιστορία
Πριν από την άφιξη των πρώτων λευκών, οι Ινδιάνοι χρησιμοποιούσαν την κοιλάδα του Έμετ ως τόπο ξεχειμωνιάσματος. Η μόνιμη εγκατάσταση ευρωπαϊκής καταγωγής εποίκων άρχισε μόλις τη δεκαετία του 1860, μετά την ανακάλυψη χρυσού στην Λεκάνη του Μπόισι (Άινταχο Σίτυ). Το Έμετ αναπτύχθηκε σε μια διάβαση με πορθμείο του ποταμού Παγιέτ (Payette), έχοντας την αρχική ονομασια Μάρτινσβιλ (Martinsville), από το επώνυμο του Ναθάνιελ Μάρτιν, ο οποίος μαζί με τον Τζόναθαν Σμιθ κατασκεύασε τη διάβαση του πορθμείου.[7] Κατόπιν η ονομασία αλλάχθηκε σε Έμετβιλ (Emmettville), επειδή στον οικισμό κυριαρχούσε το ταχυδρομικό γραφείο, που έφερε το όνομα του Έμετ Καχάλαν (Emmett Cahalan), γιου του Τομ Καχάλαν, ενός από τους πρώτους οικιστές της περιοχής. Αργότερα το ταχυδρομικό γραφείο καταργήθηκε, αλλά ο οικισμός διετήρησε την ονομασία. Λίγα χρόνια αργότερα το δεύτερο συνθετικό έφυγε και ο οικισμός ονομάσθηκε απλώς «Έμετ», ονομασία με την οποία αναγνωρίσθηκε επισήμως ως πόλη το 1900. Τον Μάρτιο του 1902 ο σιδηρόδρομος του Βόρειου Άινταχο έφθασε στην κοιλάδα του Έμετ.[8]
Τα ορυχεία της περιοχής έκλεισαν το 1906, αλλά μια σειρά αρδευτικών προγραμμάτων κατέστησαν δυνατή τη συνέχιση της αναπτύξεως του οικισμού, και μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς, ως του κέντρου προμηθειών μιας κοιλάδας με αγροκτήματα και παραγωγή φρούτων: Το 1910 ο πληθυσμός του Έμετ ήταν 1.351 κάτοικοι, ενώ 1920 είχε φθάσει τους 2.204 (αύξηση 63,1%). Εξαιτίας της γονιμότητας του εδάφους της κοιλάδας, στις αρχές του 20ού αιώνα τα φρούτα της εξάγονταν με την επωνυμία «Gem of Plenty» («πετράδι της αφθονίας»). Αλλά και από την εποχή των εξορύξεων η κοιλάδα του Έμετ ήταν ήδη γνωστή ως «ο κήπος» της περιοχής των ορυχείων.[9] Το Φράγμα εκτροπής Μπλακ Κάνυον επί του ποταμού Παγιέτ, που ανεγέρθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, λειτουργεί ακόμη στα ανατολικά της κωμοπόλεως.[10]
Ο ποταμός Παγιέτ έλαβε το όνομά του σε ανάμνηση του Φρανσουά Παγιέτ, ενός εμπόρου γουναρικών από το Κεμπέκ που είχε διορισθεί διοικητής του παλαιού Φρουρίου του Μπόισι το 1818 και είχε ταξιδέψει σε όλη την περιοχή.
Γεωγραφία
Το Έμετ είναι κτισμένο στη νότια όχθη του ποταμού Παγιέτ, βασικού παραπόταμου του ποταμού Σνέικ. Στο βόρειο μέρος της κοιλάδας υψώνεται το βουνό Squaw Butte, με κορυφή σε υψόμετρο 1.800 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η έκταση της πόλεως είναι 7,30 τετραγωνικά χιλιόμετρα[11] και το υψόμετρό της 720 μέτρα.
Κλίμα
Το Έμετ έχει ημίξηρο κλίμα (BSkκατά Köppen), με ψυχρούς και υγρούς χειμώνες και με θερμά και ξηρά καλοκαίρια. Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 339 χιλιοστόμετρα, ενώ το «ρεκόρ» μέγιστης θερμοκρασίας που έχει καταγραφεί είναι 44 °C και το «ρεκόρ» ελάχιστης θερμοκρασίας –33 °C.[12][13]
Αξιοσημείωτα πρόσωπα
Μεταξύ άλλων γεννήθηκαν στην κωμόπολη τα παρακάτω πρόσωπα:
Μπραντ Λιτλ (γενν. 1954), ο τριακοστός τρίτος Κυβερνήτης του Άινταχο