Το 2012 ήταν μία από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στον κόσμο και κατατάσσεται 57η στον κατάλογο Fortune 500 του 2018, με τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες των Ηνωμένων Πολιτειών με βάση το σύνολο των εσόδων.[3]
Ίδρυση
Η εταιρεία ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη από τον Γερμανό-Αμερικανό Τσαρλς Πφίτσερ και τον ανιψιό του Τσαρλς Φ. Έρχαρτ από το Λούντβιχσμπουργκ στη Γερμανία.
Κυριότερα σκευάσματα
Η εταιρεία αναπτύσσει και παράγει φάρμακα και εμβόλια, για ευρύ φάσμα ιατρικών ειδικοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ανοσολογίας, της ογκολογίας, της καρδιολογίας, της ενδοκρινολογίας, της νευρολογίας κ.ά. Τα κυριότερα εμπορικά προϊόντα της περιλαμβάνουν:
το Lipitorατορβαστατίνη, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα ΛΧΠ,
το Lyricaπρεγκαμπαλίνη, χρησιμοποιούμενο για την αντιμετώπιση του νευροπαθητικού πόνου και της ινομυαλγίας,
το Diflucanφλουκοναζόλη, το οποίο είναι ένα πόσιμο αντιμυκητιασικό φάρμακο,
τη Zithromaxαζιθρομυκίνη, ένα ευρέος φάσματος αντιβιοτικό,
Το 2016, η Pfizer Inc. αναμενόταν να συγχωνευθεί με την Allergan για να δημιουργήσει την "Pfizer plc" με έδρα την Ιρλανδία. Η αξία της συμφωνίας ήταν 160 δισεκατομμύρια δολάρια.[4] Η συγχώνευση ακυρώθηκε τον Απρίλιο του 2016, ωστόσο, λόγω των νέων κανόνων από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ κατά της αντιστροφής φόρου (μιας μεθόδου αποφυγής της φορολογίας μέσω της συγχώνευσης με μια εταιρεία του εξωτερικού).[5] Η εταιρεία έχει συμφωνήσει τον δεύτερο μεγαλύτερο φαρμακευτικό διακανονισμό με το υπουργείο δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Στις 19 Δεκεμβρίου 2018, η Pfizer ανακοίνωσε τη κοινή συγχώνευση του τμήματος καταναλωτικών ιατρικών προϊόντων με τον βρετανικό φαρμακευτικό γίγαντα GlaxoSmithKline. Η βρετανική εταιρεία θα διατηρήσει τον έλεγχο του 68% των μετοχών.[6]
Η Pfizer ήταν συστατικό του Βιομηχανικού δείκτη Ντόου Τζόουνς από το 2004 έως το 2020, όταν ανακοινώθηκε ότι η εταιρεία θα αντικατασταθεί από την Amgen στον βιομηχανικό δείκτη. Η αλλαγή τέθηκε σε ισχύ στις 31 Αυγούστου 2020.[7][8]