Η 8η Συμφωνία σε Φα μείζονα, Op. 93 (γερμανικά: Sinfonie Nr. 8 in F-Dur, op. 93) είναι μία συμφωνία, αποτελούμενη από τέσσερα μέρη, του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, γραμμένη το 1812. Ο Μπετόβεν αναφερόταν σε αυτήν ως «η μικρή μου Συμφωνία σε Φα μείζονα», ξεχωρίζοντας την από την 6η Συμφωνία, η οποία ήταν μεγάλη και γραμμένη σε Φα μείζονα.[1]
Η 8η Συμφωνία είναι μία ευχάριστη, αλλά όχι ελαφριά συμφωνία, και σε πολλά σημεία της εξαιρετικά ευδιάθετη, με πολλές τονισμένες νότες. Μερικά από τα περάσματα της σύνθεσης, ακούγονται από κάποιους, χιουμοριστικά. Όπως και σε άλλα έργα του Μπετόβεν, όπως οι Σονάτες για πιάνο Op. 27 (No. 13 - No. 14), το έργο αποκλίνει από την Κλασσική παράδοση, κάνοντας το τελευταίο μέρος, το βαρύτερο από όλα.
Σύνθεση και πρεμιέρα
Το έργο, ο Μπετόβεν, το ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1812, αμέσως μετά το τέλος της Έβδομης Συμφωνίας.[2] Εκείνη την περίοδο ο συνθέτης ήταν 41 ετών. Ο Άντονι Χόκπινς σημείωσε: «η ευχάριστη διάθεση του έργου αυτού, δε δείχνει με τίποτα την άσχημη ψυχολογική κατάσταση του Μπετόβεν».[3] Η Συμφωνία πήρε μόλις τέσσερις μήνες μέχρι να την ολοκληρώσει και, παραδόξως, το έργο δεν αφιερώθηκε σε κανέναν.[2]
Η πρώτη δημόσια εκτέλεση της Συμφωνίας έγινε στις 27 Φεβρουαρίου του 1814, σε ένα κονσέρτο στο Hofburg Palace, της Βιέννης, χώρος στον οποίον και η 7η Συμφωνία είχε πρωτοπαρουσιαστεί, δύο μήνες πριν.[4] Αν και η σταδιακή κώφωση του συνθέτη είχε φτάσει σε κακό επίπεδο, εκείνος διεύθυνε στην πρεμιέρα. Αναφέρεται ότι «η ορχήστρα αγνοούσε τις αδέξιες κινήσεις του, και ακολουθούσε τα πρώτα βιολιά».[5]
Όταν ο Καρλ Τζέρνυ ρώτησε τον δάσκαλό του, γιατί η 8η δεν έλαχε τόσης δημοτικότητας όσο η 7η, εκείνος απάντησε «απλά η 8η είναι τόσο πολύ καλύτερη».[6] Ένας κριτικός έγραψε: «τα χειροκροτήματα δεν συνοδεύθηκαν με τον ανάλογο ενθουσιασμό, όπως θα συνέβαινε σε ένα έργο που άρεσε καθολικά». Ο Μπετόβεν θύμωσε με αυτήν την κριτική.[7] Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, με την ιδιότητα του ως μουσικός κριτικός, συμφώνησε με τη γνώμη του Μπετόβεν, λέγοντας ότι η 8η είναι καλύτερη από την 7η.[8]