Χωριάτικη σαλάτα είναι η ονομασία που συναντάται σε πολλές εθνικές κουζίνες για σαλάτες με προέλευση από την ύπαιθρο. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η απλότητα.
Στα καταστήματα εστίασης μπορεί κανείς να παραγγείλει τη σαλάτα απλώς ως: «Χωριάτικη».
.
Είναι πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό στα ελληνικά τραπέζια, έχει υψηλή θρεπτική αξία και αποτελεί βασικό κομμάτι της ελληνικής γαστρονομίας.[6]
Προετοιμασία
Οι ντομάτες κόβονται σε συμμετρικά σφηνοειδή κομμάτια. Η φλούδα του αγγουριού προαιρετικά είτε αφαιρείται ολόκληρη ή σε λωρίδες για διακόσμηση. Στη συνέχεια το αγγούρι, το κρεμμύδι κι η πιπεριά κόβονται σε λεπτές φέτες και τοποθετούνται πάνω στη σαλάτα μετά την ντομάτα. Τέλος, προστίθεται η φέτα και οι ελιές (μαύρες συνήθως), το λάδι, αλάτι και ρίγανη.
Η σαλάτα δεν ανακατεύεται πριν σερβιριστεί στο τραπέζι. Προσφέρεται σε βαθύ πιάτο ή σαλατιέρα.
Κατανάλωση
Η χωριάτικη σαλάτα καταναλώνεται είτε από το ίδιο πιάτο είτε μοιράζεται στους συνδαιτυμόνες μετά το στάδιο του ανακατέματος.
Δεδομένου ότι το λάδι σε μια καλά προετοιμασμένη χωριάτικη είναι αρκετό, αλλά και λόγω των χυμών της ντομάτας, στο πιάτο της σαλάτας παραμένει ποσότητα λαδιού και χυμών. Η ποσότητα αυτή παραλαμβάνεται με τη βοήθεια ψωμιού, το οποίο βουτούν οι συνδαιτυμόνες και κοινώς αποκαλείται «παπάρα» ή, πιο κομψά, «λαδομπούκι». Η πρακτική αυτή δε θεωρείται σύμφωνη με τους «καλούς τρόπους», αλλά είναι πολύ συνηθισμένη στην Ελλάδα.[7]
Η χωριάτικη σαλάτα στη λογοτεχνία
Η χωριάτικη σαλάτα αναφέρεται συχνά στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Ενδεικτικά παρατίθεται τα παρακάτω παραθέματα.
Σε λίγο κάθονταν αμίλητοι μπροστά στην τηλεόραση, εκείνος με μια χωριάτικη σαλάτα, εκείνη μ’ ένα γιαρμά που δεν άγγιξε, τον κοιτούσε σαν να ήταν ωρολογιακή βόμβα και ανά δύο λεπτά κοιτούσε και το ρολόι της. [8]
Δε θα κάνω τον κροκόδειλο μέσα έξω στο νερό... Ούτε θα βλέπω τους φίλους μου με σαγιονάρες, αλάτια και εγκαύματα να τρώνε χωριάτικες σαλάτες σερβιρισμένες σε ταβέρνες με κουτσά τραπέζια. Προτιμώ να μην το δω αυτό το θέαμα.[10]
Μέρα-μεσημέρι, μέσα στο Τμήμα, μετά από μια γεμιστά, μια χωριάτικη και μια μπυρίτσα, ο Αναστάσης υπερέβη τα όρια της συμπαγούς πραγματικότητας και μεταπήδησε στον άχρονο και άχωρο κόσμο του ονείρου. [11]