Ως χορός στο Βυζάντιο, εννοείται η χορευτική παράδοση κατά την πρώιμη, μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, έτσι όπως διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της κρατούσας χριστιανικής κοσμοθεωρίας.
Το θεωρητικό υπόβαθρο
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης του ορθόδοξου δόγματος υποστήριξαν την άποψη του δυιστικού μοντέλου σώματος-ψυχής του Πλάτωνα, παρά την αντιπαράθεσή της με αυτήν του Αριστοτέλη για την οργανική συσχέτιση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή. Η αποδοχή των πλατωνικών αντιλήψεων ευρύτερα συνεχίστηκε και μεταγενέστερα στους νεώτερους χρόνους, μέχρι και την καρτεσιανή διχοτόμηση νόησης-σώματος. Έτσι, η σχέση του χορού με τον παγανισμό και την ελληνική μυθολογία ώθησε τον τελικό αποδέκτη, τον κοινό άνθρωπο, στο Βυζάντιο να επηρεάζεται από δύο ετεροβαρείς και ισχυρούς παράγοντες, την ορθοδοξία και την κλασική κληρονομιά[1].
Η ανατολική εκκλησία ωθήθηκε στην καταδίκη του χορού, με σκοπό να καταπολεμήσει τα ειδωλολατρικά πρότυπα ή την ελευθεριότητα των ηθών. Εδώ αναφέρεται ότι η αρνητική στάση που καλλιέργησε η δυτική εκκλησία απέναντι στον τρόπο χειρισμού του χορού στην Ανατολή, αμβλυνόταν από το γεγονός ότι η ανατολική εκκλησία, κάθε φορά που αδυνατούσε να αναχαιτίσει ένα φαινόμενο, το χρησιμοποιούσε προς όφελός της. Έτσι από τους μακάβριους χορούς, που ενσωματώνει στο τελετουργικό της η Δύση, διαφοροποιείται η Aνατολή με το χορό του Ησαΐα, ο οποίος διατηρεί το πανάρχαιο τελετουργικό κυκλικό σχήμα που συμβόλιζε και συμβολίζει ακόμα τον κύκλο της ζωής, τη γονιμότητα, την αναγέννηση και την τελειότητα[2]. Τελικά η εκκλησία οδηγήθηκε στη μετουσίωση των παγανιστικών εθίμων και την αφομοίωση στοιχείων, όταν προτίμησε την προσέλκυση πιστών από την απομάκρυνσή τους[3].
Ένας άλλος παράγοντας που βοήθησε πιθανώς την μερική έστω αποδοχή της εκκλησίας ήταν η αυτοκρατορική εύνοια στο θέμα του χορού, προκειμένου να μην εγείρεται λαϊκή δυσαρέσκεια. Έτσι οι λαϊκοί χοροί διατηρήθηκαν σε όλους τους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, παρόλο που μετέβαλαν την έντονη κίνηση και τους ελιγμούς του σώματος, σε ομαδική, ήρεμη και σεμνοπρεπή εκδήλωση[4]. Η παρουσία του ιερέα στο χορό στη νεότερη εποχή είναι μια υπόμνηση των παλαιών σχέσεων με τη λατρεία. Από την άλλη πλευρά χοροί συνόδευαν πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα[5], είτε ως έκφραση χαράς στα επινίκια σημαντικών μαχών ή τιμωρός πράξη σε τελετουργίες κολασμού, ατίμωσης και κοινωνικής αποβολής.
Επιπλέον, επαγγελματίες ορχηστρίδες του θεάτρου χόρευαν σε επίσημες τελετές και στο Μέγα Παλάτιον. Αυτό που προκαλεί πιθανώς εντύπωση είναι ότι, ενώ ο χορός δεν αποτελούσε διακριτό μάθημα της βυζαντινής εκπαίδευσης, ως προσωπική ενασχόληση συνέχισε να υπάρχει μέσω της διαδικασίας της προφορικής μεταβίβασης.
Τα είδη χορών
Όσον αφορά στα είδη των χορών κατά τους μέσους χρόνους φαίνεται πως αποτελούν μετουσίωση των χορών που παραδόθηκαν από την αρχαιότητα. Ανάμεσά τους διακρίνεται ο κύκλιος χορός, στους οποίους υπάγεται ο συρτός, τον οποίο χόρευαν μόνον άνδρες ή μόνο γυναίκες, αν και στο Βυζάντιο από τον κανόνα έως την πραγματικότητα του δημόσιου βίου πολλά απαγορεύονταν και πολλά φαίνεται πως συνηθίζονταν, όπως ο χορός από άνδρες και γυναίκες. Στους χορούς των μέσων χρόνων ανήκει ο σπειροειδής γέρανος και ένας άλλος σύνθετος χορός που διασπούσε την κυκλική όρχηση και έφερνε τους χορευτές αντιμέτωπους. Η ενόπλια όρχηση καταγράφεται στην ίδια περίοδο με το όνομα πυρρίχη, όπως και ιερός αντικριστός χορός και ο ατομικός χορός κόρδακας[6].
Ο χορός φαίνεται να αποκτά κοσμικότερο χαρακτήρα κατά την περίοδο των μέσων χρόνων στο Βυζάντιο και αντιπροσωπεύει σε κοινωνικό επίπεδο τη συλλογική χαρά, διαβατήριες τελετές, επινίκιους γιορτασμούς, ακόμη και την τιμωρία[7]. Ωστόσο, η γραπτή μαρτυρία και οι αγιογραφικές αναπαραστάσεις υποδηλώνουν ότι κατά τη φάση της μετάβασης από την προχριστιανική στη χριστιανική κοινωνία των Βυζαντινών τεκμηριώνεται η παρουσία χορού σε εορτασμούς αγίων και πανηγύρεις, ενώ είναι συχνές οι απεικονίσεις γυναικών που χορεύουν στα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας[8].
Ορισμένες εικόνες από τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χορούς, έχουν αποτυπωθεί σε πολλές μινιατούρες, γλυπτά, χειρόγραφα και σε τοιχογραφίες Εκκλησιών, μεταξύ θρησκευτικών θεμάτων. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης αναφέρει έναν βυζαντινό χορό που άρχιζε κυκλικά και τέλειωνε με τους χορευτές να είναι μεταξύ τους αντιμέτωποι, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Όταν δεν χόρευαν κυκλικά, οι χορευτές σήκωναν ψηλά τα χέρια και χορεύοντας σε αυτή την στάση τραγουδούσαν. Στην Κωνσταντινούπολη πολλές βυζαντινές εκδηλώσεις γινόντουσαν δημόσια με τους στρατιώτες να ζητωκραυγάζουν σε περιόδους όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα με την άδεια του Πατριάρχη Θεοφύλακτου. Άλλες φορές τραγουδούσαν με αυτοσχεδιασμό διασκεδάζοντας τον Αυτοκράτορα.
Ορισμένοι από τους Βυζαντινούς Χορούς εκείνη την περίοδο θεωρούνται ο Γέρανος, ο Συρτός, τα Μαντήλια, ο Σάξιμος, το Χασάπικο κ.α. Ορισμένα από τα όργανα που χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο, είναι το Κανονάκι, το Ψαλτήρι, το Σείστρον, το Τιμπάνι, το Κέρας. κ.α.
Σύμφωνα με τον Αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, η αυτοκρατορία μέσω του Βυζαντινού Πολιτισμού αντικατόπτριζε την κίνηση του σύμπαντος, όπως αυτή έγινε από τον Δημιουργό.
Σύνοψη
Η ανάδειξη του χριστιανισμού ως επίσημης κρατικής θρησκείας από την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία στους μέσους χρόνους είχε ως αποτέλεσμα μια μετατόπιση της αντίληψης του ιερού και του τρόπου με τον οποίο είναι πρέπον το ιερό να εκφράζεται στην καθημερινότητα. Η περαιτέρω εκκοσμίκευση του χορού κατά τους μέσους χρόνους υποδηλώνει εν μέρει τη δύναμη του εκκλησιαστικού κανόνα σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά και μια πολιτισμική συνέχεια στην πρακτική του δημόσιου βίου παρά τις θρησκευτικές απαγορεύσεις.
Παραπομπές-σημειώσεις
- ↑ Μουτζάλη Α., 2004, 21.
- ↑ Γύφτουλας Ν κ.ά., 2003, 259.
- ↑ Μερακλής, Μ., 1992, 90.
- ↑ Ο Φ. Κουκουλές αναφέρει ότι οι Βυζαντινοί χόρευαν στα καπηλειά, στην αγορά, στους δρόμους και έστηναν αυτοσχέδιους χορούς όπου γύρω τους μαζευόταν θεατές που με παλαμάκια έδιναν το ρυθμό. Βλ. Κουκουλές Φ., 1952, 219-220.
- ↑ Οι μακεδόνες στρατιώτες του Τορνίκη το 1047 χόρευαν έναν αυτοσχέδιο περιπαικτικό χορό που διακωμωδούσε τον αυτοκράτορα. Βλ. Μουτζάλη, Α., 2004, 24.
- ↑ Γύφτουλας Ν κ.ά., 2003, 255.
- ↑ Τσεκούρα Κατερίνα, 2004, «Ο χορός στο Βυζάντιο», Αρχαιολογία και Τέχνες, (91) Δεκέμβριος, 7.
- ↑ Τσεκούρα Κατερίνα, 2004, 6.
Βιβλιογραφία
- Βουτσά, Μ., «Ο γυναικείος χορός μέσα από βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικονογραφικές πηγές», Αρχαιολογία και Τέχνες, Τεύχος 91, Ιούλιος
- Γύφτουλας, Ν. κ.ά., 2003, Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού. Θεωρία Χορού - Ελληνική Χορευτική Πράξη: Αρχαίοι και Μέσοι Χρόνοι, Τόμος Δ΄, ΕΑΠ, Πάτρα
- Κουκουλές Φ., 1952, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Τόμος Ε΄, Αθήνα, Παπαζήσης.
- Μερακλής, Μ., 1992, Λαϊκή Τέχνη Ελληνική Λαογραφία, Τόμος Γ΄, Αθήνα: Οδυσσέας
- Μουτζάλη Α., 2004, «Ο χορός ως κοινωνική πράξη στην καθημερινή ζωή των Βυζαντινών», Αρχαιολογία και Τέχνη, Τεύχος 91, Ιούλιος
- Τσεκούρα Κατερίνα, 2004, «Ο χορός στο Βυζάντιο», Αρχαιολογία και Τέχνες, (91) Δεκέμβριος.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι