Χαλκή Πύλη

Συντεταγμένες: 41°0′21″N 28°58′38″E / 41.00583°N 28.97722°E / 41.00583; 28.97722

Χαλκή πύλη
Χάρτης
Είδοςvestibule
Αρχιτεκτονικήβυζαντινή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°0′21″N 28°58′38″E
ΧώραΒυζαντινή Αυτοκρατορία

Ως Χαλκή Πύλη αναφέρεται η κύρια είσοδος του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης που ονομάστηκε έτσι είτε λόγω των επιχρυσωμένων ορειχάλκινων κεραμιδιών της σκεπής της, είτε λόγω των χάλκινων πυλών της[1]. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αυτοκρατορικά κτίσματα της πόλης, ιδιαίτερης συμβολικής αξίας.

Πρώτος αρχιτέκτονας της Χαλκής Πύλης ήταν ο Αιθέριος, επί αυτοκρατορίας του Αναστάσιου Α'[1]. Καταστράφηκε κατά τη στάση του Νίκα και επανακατασκευάστηκε με εντολή του Ιουστινιανού Α'. Αυτό το κτίριο περιγράφηκε εκτενώς από τον ιστορικό Προκόπιο στο έργο του, Περί κτισμάτων.[2] Τον 7ο-8ο αιώνα η ίδια η παρακείμενα αυτής κτίσματα χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακή[3]. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α' μετέτρεψε αργότερα το κτίσμα σε δικαστική αίθουσα.[4] Ο Ρωμανός Λεκαπηνός έχτισε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Χριστό τον Χαλκίτη, που το επέκτεινε ο Ιωάννης Α' Τζιμισκής, ο οποίος θάφτηκε κιόλας εκεί. Το κτίσμα έχασε τη σημασία του ως πρόδομος από την εποχή του Νικηφόρου Β' Φωκά, όταν το παλάτι, του οποίου το κέντρο είχε μετακινηθεί προς νότον στο παλάτι του Βουκολέοντος, περιφράχθηκε και μειώθηκε η έκτασή του. Το κτίριο της κυρίως πύλης απογυμνώνεται από τις χάλκινες πύλες του από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β 'Άγγελο κατά την πρώτη του βασιλεία (1185-1195), δεν αναφέρεται από βυζαντινούς χρονογράφους μετά το1200 μ.Χ. Ιστορικές αναφορές για τη Χαλκή πύλη και την εκκλησία της υπάρχουν όμως από ρώσους προσκυνητές τον 14ο αιώνα[5]. Το δε παρεκκλήσι, αν και ερειπωμένο, επιβίωσε κατά την οθωμανική περίοδο, οπότε ήταν γνωστό ως Αρσλάνχανε, μέχρι που κατεδαφίστηκε το 1804.

Στην πρόσοψή της, πάνω από την κεντρική πύλη της εισόδου, είχε τοποθετηθεί εικόνα του Χριστού Χαλκίτη, η οποία αφαιρέθηκε κατά την περίοδο της εικονομαχίας και επαναφέρθηκε αργότερα από την αυτοκράτειρα Ειρήνη[5]. Κατά την αυτοκρατορία του Λέοντα Ε' αντικαταστάθηκε από ένα σταυρό και το 843 από ένα μωσαϊκό με την ίδια παράσταση φιλοτεχνήθηκε από το ζωγράφο Λάζαρο[3].

Αρχιτεκτονική

Αρκετές λογοτεχνικές περιγραφές της πύλης επιβιώσαν. Ο Προκόπιος είναι η πρώτη και κυριότερη πηγή, αλλά οι περιγραφές των αγαλμάτων που διακοσμούσαν την πρόσοψη της πύλης προέρχονται κυρίως από το έργο «Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί».

Η Χαλκή όπως ανακατασκευάστηκε από τον Ιουστινιανό ήταν ένα ορθογώνιο κτίριο, με τέσσερεις υποστηρικτικούς πεσσούς που υποστηρίζαν τον κεντρικό τρούλο με σφαιρικά τρίγωνα, τα οποία με τη σειρά τους στηριζόταν σε τέσσερις καμάρες κατά τον τυπικό βυζαντινό τρόπο. Οι ορθοστάτες προς τα νότια και βόρεια ήταν κάπως χαμηλότεροι από αυτέούς προς τα ανατολικά και δυτικά.[6] Η κεντρική δομή συνεφάπτετο με δύο μικρότερους θαλάμους προς τα νότια και βόρεια και ο καθένας διαθέτε από μια θολωτή στέγη.[7] Η σχέση της Εκκλησίας του Χριστού Χαλκίτη με την πύλη είναι ασαφής. Ο Cyril Mango πρότεινε ότι βρισκόταν στα αριστερά της πύλης, αλλά έχει επίσης προταθεί ότι ήταν χτισμένη πάνω από την πύλη.[8] Είναι γνωστό ότι το παρεκκλήσι τοποθετήθηκε πάνω σε μία ανυψωμένη πλατφόρμα και απεικονίσεις του 18ου αιώνα το παρουσιάζουν περίπου 100 μ νοτιοανατολικά της Αγίας Σοφίας.[9]

Η εσωτερική διακόσμηση του προθαλάμου επίσης περιγράφεται από τον Προκόπιο: οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με πολύχρωμα μάρμαρα, ενώ οι οροφές καλύπτονται με ψηφιδωτά, στα οποία απεικονίζονται ο Ιουστινιανός και η αυτοκράτειρα Θεοδώρα να είναι πλαισιωμένοι από τη Γερουσία, νίκες του Βελισάριου στους βανδαλικούς και γοτθικούς πολέμους καθώς και η θριαμβευτική επιστροφή του με λάφυρά, αιχμάλωτους βασιλείς και βασίλεια που δωρίζονται στον αυτοκράτορα.[10]

Η εξωτερική διακόσμηση είναι γενικά άγνωστη, αλλά οι «Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί» καταγράφουν την ύπαρξη διαφόρων αγαλμάτων, τοποθετημένα σε εσοχές πάνω από την κεντρική είσοδο.[11] Αυτά περιλαμβάνουν αγάλματα του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602) μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά, δύο αγάλματα φιλοσόφων από την Αθήνα που τείνουν τα χέρια τους ο ένας προς τον άλλο,[12] το άγαλμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474-491) και της αυτοκράτειρα Αριάδνης[13], καθώς και τέσσερα κεφάλια γοργόνων από τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο τα οποία «περιβάλλουν τη Χάλκη με το σημείο του σταυρού να προβάλλει πάνω τους».[14] Το ίδιο κείμενο αναφέρει επίσης ότι τα αγάλματα του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285-305) και όλων των μελών του οίκου του Θεοδοσίου βρίσκονταν «κοντά», ενώ η τοποθεσία του αγάλματος της αυτοκράτειρας Πουλχερίας σε σχέση με το κτίριο είναι ασαφής.[15] Ο Cyril Mango, ο οποίος μελέτησε το θέμα των αγαλμάτων που καταγράφονται στις «Παραστάσεις», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές προέρχονται από ένα κείμενο γραμμένο περίπου το 600 - κυρίως επειδή τα αγάλματα του αυτοκράτορα Μαυρικίου και της οικογένειά του πιθανότατα να μην είχαν επιβιώσει μετά την ανατροπή και τη δολοφονία τους από Φωκά στο 602.[16]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 Kazhdan (1991), σελ. 405
  2. Procopius, De Aedificiis I.10.11–20
  3. 3,0 3,1 Kazhdan (1991), σελ. 406
  4. Mango (1958), p. 34
  5. 5,0 5,1 Bogdanović 2008.
  6. Procopius, De Aedificiis, I.10.12–14
  7. Procopius, De Aedificiis, I.10.13–14
  8. Mango (1958), p. 154
  9. Kazhdan (1991), p. 406
  10. Procopius, De Aedificiis, I.10.16–18
  11. Mango (1958), pp. 99–104
  12. Cameron & Herrin (1984), p. 63
  13. Cameron & Herrin (1984), p. 95
  14. Cameron & Herrin (1984), pp. 121, 159
  15. Cameron & Herrin (1984), pp. 159, 207–208
  16. Mango (1958), p. 102

Πηγές