Ο Φρειδερίκος-Μαυρίκιος, γαλλ.: Frédéric Maurice de La Tour d'Auvergne, (22 Οκτωβρίου 1605 – 9 Αυγούστου 1652) από τον Οίκο των Λα Τουρ ντ'Ωβέρν, ήταν δούκας τού Μπουγιόν (Bouillon), ηγεμόνας τού ανεξάρτητου πριγκιπάτου τού Σεντάν και στρατηγός τού γαλλικού βασιλικού στρατού.
Έγινε δούκας του Μπουγιόν και πρίγκιπας του Σεντάν, τού Ζαμέτς και τού Ρωκούρ (τώρα στις Αρδέννες της Γαλλίας) μετά το τέλος τού πατέρα του το 1623. [6] Διορίστηκε κυβερνήτης τού Μάαστριχτ στις Ηνωμένες Επαρχίες το 1629. Το 1634 νυμφεύτηκε την κόμισσα Eλεονόρα φαν Μπεργκ-Χέερενμπεργκ (γαλλικά: Éléonore de Bergh), υπό την επιρροή της οποίας ασπάστηκε τον καθολικισμό. [6]
Το 1635 ο δούκας τού Μπουγιόν εισήλθε στην υπηρεσία τού βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄ της Γαλλίας και διορίστηκε maréchal de camp (ταξίαρχος). Στερήθηκε των αξιωμάτων του στις Ηνωμένες Επαρχίες μετά από διαπραγματεύσεις με την Ισπανία (τον αρχαίο εχθρό των Ηνωμένων Επαρχιών) το 1637.
Μαζί με τον Λουδοβίκο των Βουρβόνων, κόμη τού Σουασόν, συνωμότησε κατά τού καρδινάλιου Ρισελιέ και με την υποστήριξη των ισπανικών στρατευμάτων, αυτός και ο κόμης τού Σουασόν νίκησαν τα γαλλικά βασιλικά στρατεύματα, που στάλθηκαν μετά από αυτούς στη μάχη τού Λα Μαρφέ, έξω από το Σεντάν, στο 1641.
Αργότερα υποτάχθηκε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΓ΄ και τον Ρισελιέ και προήχθη στο βαθμό τού υποστράτηγου ως επικεφαλής τού γαλλικού στρατού της Ιταλίας (1642). Έχοντας συνωμοτήσει ξανά εναντίον τού Ρισελιέ με τον Σενκ-Μαρ, συνελήφθη στο Καζάλε της Ιταλίας και αφέθηκε ελεύθερος, μόνο όταν η γυναίκα του απείλησε να παραδώσει το Σεντάν στους Ισπανούς (1642). Κατά τη διάρκεια αυτής της ατυχίας, υποσχέθηκε να παραχωρήσει στη Γαλλία τα στρατηγικά συνοριακά πριγκιπάτα Σεντάν και Ρωκούρ.
Το 1650 εντάχθηκε στη Σφενδόνη και ήταν ένας από τους ηγέτες της, μαζί με τον αδελφό του υποκόμη τού Tυρέν. Ο καρδινάλιος Mαζαρέν τον κέρδισε (1650) υποσχόμενος υψηλό αξίωμα και αποζημιώσεις για τις παραχωρήσεις τού Σεντάν και τού Ρωκούρ, που ανταλλάχθηκαν το 1651 με τα δουκάτα του Αλμπρέ και του Σατώ-Τιερύ, τις κομητείες Ωβέρν και Εβρέ, και πολλές άλλες γαίες.
Απεβίωσε στο Ποντουάζ, κοντά στο Παρίσι, το 1652 και τάφηκε στο Εβρέ. Οι σοροί αυτού και της συζύγου του μεταφέρθηκαν στο Κλυνύ, όπου έφτασαν το 1692. [7]
Ταφικό μνημείο
Μεταξύ των ετών 1697 και 1707, ο γιος του δούκα, Εμμανουήλ-Θεοδόσιος ντε Λα Τουρ ντ'Ωβέρν καρδινάλιος ντε Μπουγιόν, ανέθεσε στον γλύπτη Πιέρ Λε Γκο τον Νεότερο να δημιουργήσει ένα οικογενειακό μνημείο, που θα ανεγειρόταν στο αβαείο τού Κλυνύ, στο οποίο ο καρδινάλιος ήταν ηγούμενος. Όλα τα γλυπτά τελείωσαν μέχρι το 1707 και στάλθηκαν στο Κλυνύ, όπου έφτασαν το 1709, αλλά δεν αποσυσκευάστηκαν για σχεδόν έναν αιώνα, επειδή ο Μπουγιόν είχε παρακούσει κατάφωρα τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ και είχε κηρυχθεί εχθρός τού κράτους. Τα γλυπτά εκτίθενται σήμερα στο Οτέλ-Ντιέ στο Κλυνύ. [8]
Οικογένεια
Νυμφεύτηκε την Ελεονόρα ντε Μπεργκ δούκισσα (ιδίω δικαιώματι) τού Μπουγιόν και είχε τέκνα:
Ελισάβετ (1635-1680), παντρεύτηκε τον Κάρολο Γ΄ δούκα του Ελμπέφ και είχε απογόνους.