Το Φολκσκάμμερ (γερμανικά: Volkskammer, γερμανική προφορά ˈfɔlkskamɐ φολκσκάμα, Λαϊκό Επιμελητήριο) ήταν το νομοθετικό σώμα της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, κοινώς γνωστή και με την ονομασία Ανατολική Γερμανία.
Στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του, το Φολκσκάμμερ ήταν μέρος ενός διθάλαμου κοινοβουλίου. Το άλλο μέρος ονομαζόταν Επιμελητήριο των Κρατιδίων (Länderkammer). Το 1952, τα πέντε κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας αντικαταστάθηκαν με 14 επαρχίες και το Επιμελητήριο καταργήθηκε το 1958. Συνταγματικά, το Φολκσκάμμερ ήταν το ανώτερο όργανο κρατικής εξουσίας στη ΛΔΓ. Τα συντάγματα της χώρας του έδιναν μεγάλες εξουσίες παραγωγής νομοθετικού έργου. Όλες οι εξουσίες (και η δικαστική) ήταν θεωρητικά υπεύθυνες σε αυτό. Το 1960, το Επιμελητήριο διόριζε το Συμβούλιο του Κράτους, το Συμβούλιο των Υπουργών και το Συμβούλιο Άμυνας.
Στη πράξη, το Επιμελητήριο ήταν διακοσμητικό σώμα: ήταν κυρίως επιφορτισμένο με τη νομική επικύρωση των αποφάσεων που λάμβανε το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας και το Πολιτικό Γραφείο του. Αυτό το μοντέλο κοινοβουλευτισμού εφαρμοζόταν και στα περισσότερα κομμουνιστικά νομοθετικά σώματα. Όλα τα κόμματα έπρεπε να σεβαστούν τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και τον ηγετικό ρόλο του ΕΣΚ. Έτσι, μέχρι την Ειρηνική Επάνασταση (στα τέλη του 1989), όλα τα μέτρα περνούσαν ομόφωνα.
Τα μέλη του επιμελητηρίου εκλέγονταν σε πολυμελείς εκλογικές περιφέρειες, οι οποίες εκπροσωπούνταν από 4 έως 8 βουλευτές η καθεμία. Για να εκλεγεί, ένας υποψήφιος έπρεπε να λάβει τις μισές έγκυρες ψήφους των ψηφοφόρων της εκλογικές περιφέρειας τους. Ωστόσο, αν ο αριθμός των εκλεγμένων βουλευτών δεν λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία για να καλυφθούν όλες οι έδρες, τότε εντός 90 ημερών θα έπρεπε να λάβει χώρα επαναληπτική εκλογή. Εάν ο αριθμός των βουλευτών που λαμβάνουν την πλειοψηφία των ψήφων ξεπερνούσε τις έδρες που δίνονταν για την εκλογική περιφέρειά τους, η σειρά των υποψηφίων στον εκλογικό κατάλογο καθόριζε ποιοι θα μπουν στο κοινοβούλιο. Οι υποψήφιοι που αποτύχαιναν να εκλεγούν στο κοινοβούλιο λόγω αυτού του κανόνα μπορούσαν ακόμη να μπουν στο κοινοβούλιο αν κάποιος βουλευτής παραιτούνταν από την έδρα του.[1]
Το ψηφοδέλτιο είχε μια λίστα υποψηφίων. Οι ψηφοφόροι έπαιρναν το ψηφοδέλτιο και μετά το έριχναν στη κάλπη. Αυτοί που ήθελαν να ψηφίσουν υποψήφιους της αντιπολίτευσης ψήφιζαν σε ξεχωριστή κάλπη χωρίς μυστικότητα.[2] Οι έδρες καθορίζονταν με ποσοστώσεις και όχι με τα πραγματικά ποσοστά.[3] Το ΕΣΚ, το οποίο είχε τους περισσότερους υποψήφιους, προκαθόριζε την σύνθεση του Φολκσκάμμερ.
Ο παρακάτω πίνακας δείχνει μια επισκόπηση των επίσημων αποτελεσμάτων για τις κοινοβουλευτικές εκλογές προ του 1990, μαζί με την επακόλουθη κατάνομή των κοινοβουλευτικών εδρών.
Ημερομηνία εκλογών
Συμμετοχή
Ποσοστό ψηφοφόρων υπέρ της κυβερνώσας συμμαχίας (Εθνικό Μέτωπο)
1Παράρτημα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στη ΛΔΓ.
Το 1976, το Φολκσκάμμερ μετακόμισε σε κτίριο ειδικού σκοπού, το Παλάτι της Δημοκρατίας (Παλάστ ντερ Ρεπουμπλίκ). Πριν το άνοιγμα του παλατιού, το Φολκσκάμμερ συνεδρίαζε στο Λάνγκενμπεκ-Βίρχοφ-Χάους στο δημοτικό διαμέρισμα Μίττε του Βερολίνου.
Αρχικά, οι ψηφοφόροι στο Ανατολικό Βερολίνο δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στις εκλογές για το Φολκσκάμμερ. Συγκεκριμένα, είχαν εκπροσώπηση, αλλά εκπροσωπούνταν από εμμέσως εκλεγμένους βουλευτές χωρίς δικαίωμα ψήφου. Το 1979, ο νόμος άλλαξε και το Ανατολικό Βερολίνο πλέον εκπροσωπούταν από 66 άμεσα εκλεγμένους βουλευτές με πλήρη δικαιώματα ψήφου.[4]
Μετά τις εκλογές του 1990, η νέα σύνθεση του κοινοβουλίου ήταν η εξής:
Στο μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης του, ο επικεφαλής της προεδρίας του Λαϊκού Επιμελητηρίου ήταν μη-Κομμουνιστής. Το μόνο μέλος του ΕΣΚΓ που κατείχε τον τίτλο ήταν ο Χορστ Ζίντερμαν. Αυτό γινόταν με σκοπό να φαίνεται ότι η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας διέθετε συνασπισμό. Ο πρόεδρος του Λαϊκού Επιμελητηρίου ήταν το τρίτο μεγαλύτερο κρατικό αξίωμα στη ΛΔΓ (μετά τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Υπουργών και τον πρόεδρο του Κρατικού Συμβουλίου). Έτσι ήταν ανεπίσημος αντιπρόεδρος της ΛΔΓ.
Η τελευταία πρόεδρος του Λαϊκού Επιμελητηρίου, η Ζαμπίνε Μπέργκμαν-Πολ, ήταν επίσης η μεταβατική αρχηγός κράτους στους τελευταίους έξι μήνες ύπαρξης της Ανατολικής Γερμανίας, επειδή το Κρατικό Συμβούλιο είχε καταργηθεί.