Τα φαλληφόρια ή φαλλαγώγια,[1][α] αρχαιότερα αναφερόμενα ως φαλλικά,[3] ήταν εορταστική, τελετουργική πομπή προς τιμήν του θεού Διονύσου με οργιαστικό χαρακτήρα, κατά την οποία «περιήγετο (…) φαλλός ως σύμβολον της παραγωγικής δυνάμεως της φύσεως».[4]
Ιστορία
Στην Αρχαία Ελλάδα, στο πλαίσιο των εορτασμών που γίνονταν κατά το μήνα Ποσειδεώνα (Μικρά ή Κατ' αγρούς Διονύσια), επ' ευκαιρία της παραγωγής και χρήσης των νέων κρασιών, πραγματοποιούνταν πομπή, στην οποία προηγούνταν ο φαλλός,[5] σύμβολο παραγωγής και γονιμότητας, κατασκευασμένο ομοίωμα από δέρμα και αναρτημένο πάνω σε κοντάρι. Ακολουθούσαν οι «εορταστές», οι οποίοι έβαφαν τα πρόσωπά τους ή φορούσαν προσωπεία και στεφάνια από κισσό. Έπιναν το νέο κρασί της χρονιάς, τραγουδούσαν βωμολοχικά τραγούδια (τα φαλλικά), και χόρευαν κωμικούς χορούς.[εκκρεμεί παραπομπή]
Δείγμα της γιορτής αυτής εντοπίζεται στην κωμωδίαΑχαρνής του Αριστοφάνη, όπου παρουσιάζεται ο Φάλης, θεϊκή προσωποποίηση του φαλλού και σύντροφος του Διονύσου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, από τα φαλλικά τραγούδια των εορτών αυτών προς τιμήν του Διονύσου προήλθε η κωμωδία.[6] Κατά την πορεία της πομπής άντρες μεταμφιεσμένοι σε φαλλοφόρους Σειληνούς, Σατύρους και Βακχίδες (Βάκχες ή Μαινάδες), με θύρσους, δάδες και ξύλινα ραβδιά που κατέληγαν σε δερμάτινους φαλλούς, χόρευαν γύρω από το περιφερόμενο ξόανο του Διονύσου, ενώ προπορεύονταν πάντα το φαλλικό άρμα. Ο παραδοσιακός φαλλός της κάθε Διονυσιακής πομπής ήταν κατασκευασμένος από ξύλο αγριοσυκιάς.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στην Αρχαία Αίγυπτο, αναφέρεται η φαλλική εορτή των Παμυλίων, προς τιμήν μιας γυνάκας στις Θήβες που ονομαζόταν Παμύλη, η οποία σχετιζόταν με τη λατρεία του Όσιρι,[7] ενός θεού που παρουσιάζει αντιστοιχήσεις και ταυτίσεις με το Διόνυσο και τον Άδη της ελληνικής μυθολογίας.[8] Η γιορτή λάμβανε χώρα στην αρχή της άνοιξης, την 25η ημέρα του μήνα Φαμενώθ (αντιστοιχία με το γρηγοριανό ημερολόγιο: 10 Μαρτίου - 8 Απριλίου) των Αρχαίων Αιγυπτίων. Σχετικά με την Παμυλίων ἑορτὴν, είχε υποστηριχθεί ότι συσχετίστηκε με τον χριστιανικό «ευαγγελισμό», που οι Κόπτες εόρταζαν στις 21 Μαρτίου.[9]
↑Δημητράκος, Δημ., επιμ. (1974) [1936-50]. Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης. 15. Αθήνα: Εκδόσεις Δομή. σελίδες 7563–64. Με αυτόν τον όρο αναφέρονταν και τα άσματα που άδονταν κατά τις διονυσιακές πομπές, όπως και οι διονυσιακοί χοροί.
↑«Γενομένης δ' ουν απ' αρχής αυτοσχεδιαστικής και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των τα φαλλικά, α έτι και νυν εν πολλαίς των πόλεων διαμένει νομιζόμενα, κατά μικρόν ηυξήθη, προαγόντων όσον εγίγνετο φανερόν αυτής, και πολλάς μεταβολάς μεταβαλούσα η τραγωδία επαύσατο, επεί έσχε την αυτής φύσιν». Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, 1449a, 9-15.