Υγρόν πυρ

Το υγρόν πυρ (λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν) και γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικόν πυρ (Λατ. ignis graecus, αγγλ. Greek fire) ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερον 7ο αιώνα μ.Χ.από τον Καλλίνικο. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρόν πυρ είχε την ιδιότητα να μη σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό υγρόν πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «ελληνικόν πυρ».

Απεικόνιση χρήσης του υγρού πυρός στο χειρόγραφο Σκυλίτζη.

Ιστορία

Εμπρηστικές ουσίες, βασιζόμενες σε θειάφι, πίσσα ή πετρέλαιο, χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς αιώνες πριν την εφεύρεση του υγρού πυρός.[1][2] Η χρήση εμπρηστικών βελών και δοχείων με εύφλεκτες ουσίες ανάγεται στους Ασσυρίους τον 9ο αιώνα π.Χ., και ήταν ευρέως διαδεδομένη και στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ακόμα και τη χρήση πρωτόλειων φλογοβόλων κατά την πολιορκία του Δηλίου το 424 π.Χ.[3][4] Στη θάλασσα, επί Αναστασίου Α΄ ο βυζαντινός στόλος φαίνεται να χρησιμοποίησε μία θειούχο ουσία, που εφήυρε ο Αθηναίος φιλόσοφος Πρόκλος, για να νικήσει τον στόλο του στασιαστή στρατηγού Βιταλιανού το 515 μ.Χ.[5]

« Τότε Καλλίνικος ἀρχιτέκτων ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Συρίας προσφυγὼν τοῖς Ῥωμαίοις πῦρ θαλάσσιον κατασκευάσας τὰ τῶν Ἀράβων σκάφη ἐνέπρησεν, καὶ σύμψυχα κατέκαυσεν. Καὶ οὕτως οὶ Ῥωμαῖοι μετὰ νίκης ὑπέστρεψαν καὶ τὸ θαλάσσιον πῦρ εὗρον. »

—Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία, Έτος Κόσμου 6165

Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, το υγρόν πυρ εφευρέθηκε περί το 672 μ.Χ., από έναν μηχανικό από την Ηλιόπολη της Συρίας (σημερινή Μπάαλμπεκ) ονόματι Καλλίνικο, ο οποίος κατέφυγε στη βυζαντινή πρωτεύουσα από την αραβοκρατούμενη πατρίδα του.[6] Η αυθεντικότητα και ακρίβεια της αφήγησης είναι αμφίβολες, καθώς ο Θεοφάνης αναφέρει τη χρήση πυρφόρων και σιφονοφώρων πλοίων μερικά χρόνια πριν την υποτιθέμενη άφιξη του Καλλίνικου στη Κωνσταντινούπολη.[7] Εάν δεν οφείλεται σε απλή χρονολογική σύγχυση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Καλλίνικος απλώς εισήγαγε μια βελτιωμένη έκδοση ενός ήδη υπάρχοντος όπλου.[8] Ο ιστορικός Τζέημς Πάρτινγκτον (James R. Partington) επίσης πιστεύει ότι η ανακάλυψη του υγρού πυρός δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας «χημικών στη Κωνσταντινούπολη οι οποίοι είχαν κληρονομήσει τις ανακαλύψεις της Αλεξανδρινής χημικής σχολής».[9] Ο ιστορικός του 11ου αιώνα Γεώργιος Κεδρηνός όντως αναφέρει ότι ο Καλλίνικος καταγόταν από την Ηλιόπολη της Αιγύπτου, και όχι της Συρίας, αλλά οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές απορρίπτουν την πληροφορία αυτή ως λανθασμένη.[10] Ο Κεδρηνός επίσης αναφέρει ότι οι απόγονοι του Καλλίνικου, ονομαζόμενοι «Λαμπροί», κατείχαν το μυστικό της παραγωγής του υγρού πυρός και συνέχιζαν να το κατέχουν επί των ημερών του. Και αυτή η ιστορία θεωρείται μάλλον απίθανη από τους ιστορικούς, σχετιζόμενη μάλλον με τη ονομασία «πυρ λαμπρόν» που δινόταν συχνά στο υγρόν πυρ.[11]

Η εφεύρεση του υγρού πυρός ήρθε σε μια κρίσιμη για το Βυζάντιο στιγμή. Εξασθενημένοι από δεκαετίες πολέμων με τους Σασσανίδες, οι Βυζαντινοί στάθηκαν ανίκανοι να αναχαιτίσουν την επέλαση των νεοφώτιστων αράβων πολεμιστών του Ισλάμ. Εντός μιας γενιάς, η Συρία, η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία έπεσαν στα χέρια των Αράβων, που περί το 672 εξαπέλυσαν την πρώτη τους μεγάλη επίθεση κατά της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί το υγρόν πυρ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με εξαιρετικά αποτελέσματα ενάντια στον αραβικό στόλο. Η χρήση του συνέβαλε τα μέγιστα στην απόκρουση των δύο αραβικών πολιορκιών της πρωτεύουσας.[12] Οι αναφορές στη χρήση του σε ναυμαχίες κατά των Αράβων αργότερα είναι σποραδικές, αλλά συνέβαλε σε αρκετές βυζαντινές νίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επανακατάκτησης τον 9ο και 10ο αιώνα.[13] Η ουσία χρησιμοποιήθηκε και στις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου, κυρίως κατά τη θεματική εξέγερση του 727 και την εξέγερση του Θωμά του Σλάβου το 821–823. Και στις δύο περιπτώσεις, οι στόλοι των στασιαστών ηττήθηκαν από τον κεντρικό στόλο της Κωνσταντινούπολης με τη χρήση του υγρού πυρός.[14] Εξέχουσα θέση κατέχει το υγρόν πυρ και στις συγκρούσεις με τους Ρως και τις επιδρομές τους κατά της Αυτοκρατορίας.[15]

Η σημασία του υγρού πυρός κατά τον αγώνα του Βυζαντίου με τους Άραβες οδήγησε στη δημιουργία ενός μύθου που του απέδιδε θεϊκή προέλευση. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (945–959) στο έργο του Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν (De Administrando Imperio), προειδοποιεί το γιό και διάδοχό του, Ρωμανό Β΄, να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της παρασκευής του στους ξένους, λέγοντας ότι «καὶ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ δι' ἀγγέλου τῷ μεγάλῳ καὶ πρώτῳ βασιλεῖ Χριστιανῷ, ἁγίῳ Κωνσταντίνῳ ἐφανερώθη καὶ ἐδιδάχθη» και ότι ο άγγελος του παρήγγειλε όπως ἐν μόνοις τοῖς Χριστιανοίς καὶ τῇ ὑπ᾽ αὐτῶν βασιλευομένῃ πόλει κατασκευάζηται, ἀλλαχοῦ δὲ μηδαμῶς, μήτε εἰς ἕτερον ἔθνος τὸ οἱονδήποτε παραπέμπηται μήτε διδάσκηται (13.73–84). Προσθέτει δε ότι μία φορά, ένας στρατηγός που δωροδωκήθηκε ώστε να παραδώσει την ουσία σε εχθρικά χέρια, κάηκε από ουράνιο πυρ καθώς έμπαινε σε μία εκκλησία.[16][17] Όπως καταδεικνύει και το τελευταίο περιστατικό, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αποφύγουν περιστατικά όπου το μυστικό τους όπλο έπεσε στα χέρια των εχθρών τους: οι πηγές καταγράφουν τουλάχιστον μία αιχμαλωσία πυρφόρου πλοίου από τους Άραβες το 827, και οι Βούλγαροι κυρίεψαν αρκετούς σίφωνες και την ίδια την ουσία το 812/814. Καθώς όμως τα μυστικά της παρασκευής και χρήσης του παρέμεναν ανέπαφα, δεν μπόρεσαν να αντιγράψουν το πλήρες σύστημα. Οι Άραβες όντως αργότερα χρησιμοποίησαν ουσίες παρόμοιες με το υγρόν πυρ, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησαν σίφωνες, παρά μόνο καταπέλτες και χειροβομβίδες.[18]

Το υγρόν πυρ συνέχισε να αναφέρεται στις πηγές έως και τον 12ο αιώνα. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ζωντανή περιγραφή μια ναυμαχίας – πιθανώς φανταστικής – μεταξύ των Βυζαντινών και των Πιζανών το 1099.[19] Κατά τις πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από την Δ΄ Σταυροφορία το 1203/1204 όμως, παρά την παρουσία πρόχειρων πυρπολικών, καμία πηγή δεν αναφέρει τη χρήση υγρού πυρός. Φαίνεται ότι είχε πλέον εγκαταλειφθεί, είτε επειδή το μυστικό της σύστασής του είχε χαθεί, είτε επειδή το Βυζάντιο είχε χάσει την επαφή του με τις περιοχές – τον Καύκασο και τις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου – από όπου αντλούσε τις πρώτες ύλες για την παρασκευή του.[20]

Παραγωγή

Γενικά χαρακτηριστικά

Χειροβομβίδες που γεμίζονταν με υγρόν πυρ. Φρούριο των Χανίων, 10ος και 12ος αι. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα

Όπως δείχνουν και οι προειδοποιήσεις του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τα συστατικά και οι διαδικασίες παραγωγής αλλά και εξαπόλυσης του υγρού πυρός ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η μυστικότητα που το περιέβαλλε ήταν τόση, που η σύνθεση του υγρού πυρός χάθηκε, και έκτοτε αποτελεί αντικείμενο διαφόρων εικασιών.[21] Ανά τους αιώνες, η αναζήτηση της χαμένης αυτής φόρμουλας έχει μονοπωλήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρόν πυρ. Εν τούτοις, το υγρόν πυρ πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αποτελούμενο από διάφορα επιμέρους κομμάτια, τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση. Πέραν της φόρμουλας της εμπρηστικής ουσίας αυτής καθ' εαυτής, το σύστημα περιλάμβανε τους πυρφόρους δρόμονες, τη συσκευή που θέρμαινε και έθετε υπό πίεση την ουσία, τον σίφωνα που την εξαπέλυε, και την ειδική εκπαίδευση των χειριστών του συστήματος, των λεγόμενων σιφωναρίων.[22] Οι διάφοροι χειριστές και τεχνίτες του συστήματος είχαν κατά πάσα πιθανότητα γνώση μόνο ενός επιμέρους εξαρτήματος, εξασφαλίζοντας ότι κανένας εχθρός δεν θα μπορούσε με μιας να αποκτήσει πλήρη γνώση του.[23] Έτσι εξηγείται πως όταν το 814 οι Βούλγαροι πήραν τις πόλεις Μεσημβρία και Δεβελτό και βρήκαν εκεί 36 σίφωνες και ποσότητες της εμπρηστικής ουσίας,[24] στάθηκαν ανίκανοι να τα χρησιμοποιήσουν.[25]

Οι πληροφορίες για το υγρόν πυρ είναι αποκλειστικά έμμεσες, βασιζόμενες σε διάφορες αναφορές στα βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια και σε ιστορικά έργα όπως την Αλεξιάδα και δυτικοευρωπαϊκά χρονικά, που όμως συχνά είναι ανακριβή. Στην Αλεξιάδα, η Άννα Κομνηνή παρέχει (XIII.3.6) μια συνταγή για μια εμπρηστική ύλη, που η βυζαντινή φρουρά του Δυρραχίου χρησιμοποίησε το 1108 κατά των Νορμανδών. Συχνά έχει ερμηνευθεί ως μία, μερική έστω, συνταγή για το υγρόν πυρ:[26]

Τοῦτο δὲ τὸ πῦρ ἀπὸ τοιούτων μηχανημάτων αὐτοῖς διεσκεύαστο. Ἀπὸ τῆς πεύκης καὶ ἄλλων τινῶν τοιούτων δένδρων ἀειθαλῶν συνάγεται δάκρυον εὔκαυστον. Τοῦτο μετὰ θείου τριβόμενον ἐμβάλλεταί τε εἰς αὐλίσκους καλάμων καὶ ἐμφυσᾶται παρὰ τοῦ παίζοντος λάβρῳ καὶ συνεχεῖ πνεύματι, κᾆθ' οὕτως ὁμιλεῖ τῷ πρὸς ἄκραν πυρὶ καὶ ἐξάπτεται καὶ ὥσπερ πρηστὴρ ἐμπίπτει ταῖς ἀντιπρόσωπον ὄψεσι.

Δυτικές αναφορές στον περίφημο ignis graecus είναι επίσης γενικά αναξιόπιστες, καθώς αποδίδουν την ονομασία αυτή αδιακρίτως σε κάθε είδους εμπρηστικές ουσίες.[21]

Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες που περιγράφουν το υγρόν πυρ και τη συμπεριφορά του είναι:

  • Η ουσία συνέχιζε να καίει στο νερό, και, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, αναφλεγόταν στην επαφή του με το νερό. Επιπλέον, όπως αναφέρεται σε αρκετές πηγές, μπορούσε να σβηστεί μόνο από ορισμένες ουσίες όπως άμμο, που του στερούσε οξυγόνο, δυνατό ξύδι, ούρα προφανώς μέσω κάποιας χημικής αντίδρασης.[27][28]
  • Όπως φαίνεται και από το όνομά του αλλά και από περιγραφές, ήταν υγρό και όχι κάποιας μορφής βλήμα.[27]
  • Στη θάλασσα, συνήθως εκτοξευόταν από σίφωνες,[27] αν και κεραμικά δοχεία και βομβίδες γεμισμένες με υγρόν πυρ ή παρόμοιες ουσίες επίσης χρησιμοποιούνταν.[29]
  • Η εκτόξευση του υγρού πυρός συνοδευόταν από πολύ θόρυβο («βροντή») και καπνό.[27][30]

Θεωρίες περί σύστασης

Η πρώτη, και για πολύ καιρό πιο διαδεδομένη, θεωρία σχετικά με τη σύσταση της εμπρηστικής ύλης ήταν ότι το κύριο συστατικό ήταν νιτρικό κάλιο, ουσιαστικά δηλαδή ότι το υγρόν πυρ ήταν μια πρώιμη μορφή πυρίτιδας.[31] Η θεωρία αυτή προήλθε από την περιγραφή έντονου θορύβου και καπνού κατά την εκτόξευση, καθώς και από την απόσταση στην οποία μπορούσε να εκτοξευθεί το όπλο, που ερμηνεύτηκαν ως προϊόντα εκρηκτικής αντίδρασης.[32] Από την εποχή του ολλανδού ιστοριοδίφη Ισαάκ Βόσσιους,[33] πολλοί ερευνητές υποστήριξαν τη θέση αυτή, και πρωτίστως η λεγόμενη "Γαλλική Σχολή" τον 19ο αιώνα, που περιελάμβανε τον διάσημο χημικό Μαρσελέν Μπερτελό.[34] Έκτοτε η θεωρία αυτή έχει απορριφθεί, καθώς το νιτρικό κάλιο δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πολεμικούς σκοπούς στην Ευρώπη ή τη Μέση Ανατολή πριν από τον 13ο αιώνα και απουσιάζει πλήρως από τα έργα των Αράβων, των πλέον εξεχόντων χημικών του μεσογειακού κόσμου, πριν από την περίοδον αυτή.[35] Επιπλέον, η φύση του προτεινόμενου μείγματος δεν συμβαδίζει με τα χαρακτηριστικά της διά σίφωνος εκτοξευόμενης ουσίας των βυζαντινών πηγών.[36]

Μία δεύτερη άποψη, βασιζόμενη στο γεγονός ότι το υγρόν πυρ δεν έσβηνε στο νερό – σύμφωνα δε με ορισμένες πηγές το νερό την έκανε να καίει πιο έντονα – θεώρησε ότι η εμπρηστική ουσία βασιζόταν σε ένα μείγμα με βάση τη μη εσβεσμένη άσβεστο. Αν και η άσβεστος ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς και στους Άραβες,[37] η θεωρία αυτή καταρρίπτεται από λογοτεχνικά και εμπειρικά στοιχεία. Ένα μείγμα βασισμένο στην άσβεστο θα πρέπει να έρθει σε επαφή με νερό για να αναφλεγεί, ενώ τα Τακτικά του αυτοκράτορος Λέοντα Στ΄ καταγράφουν ότι η ουσία συχνά χυνόταν απευθείας στο κατάστρωμα εχθρικών πλοίων.[38] Ομοίως, ο αυτοκράτορας αναφέρει τη χρήση βομβίδων,[39] πράγμα που ενισχύει την άποψη ότι η επαφή με νερό δεν ήταν απαραίτητη για να ανάψει η ουσία του υγρού πυρός.[40] Επί πλέον, ο C. Zenghelis διεξήγαγε μια σειρά πειραμάτων που απέδειξαν ότι τα αποτελέσματα της αντίδρασης ασβέστου-νερού θα ήταν αμελητέα υπό πραγματικές συνθήκες στη θάλασσα.[41] Μια άλλη παρόμοια θεωρία πρότεινε την πιθανότητα ο Καλλίνικος να είχε ανακαλύψει το φωσφορούχο ασβέστιο, το οποίο όταν έλθει σε επαφή με νερό παράγει την εξαιρετικά εύφλεκτη φωσφίνη, η οποία αναφλέγεται αυτόματα. Και εδώ όμως εκτεταμένα πειράματα απέτυχαν να προσεγγίσουν την περιγραφόμενη ένταση του υγρού πυρός.[42]

Αν και η παρουσία ασβέστου ή/και νιτρικού καλίου στο μείγμα δεν μπορεί να αποκλειστεί, είναι φανερό πως δεν αποτελούσαν το κύριο συστατικό.[43] Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν ότι το υγρόν πυρ βασιζόταν στο πετρέλαιο, κατεργασμένο ή μη. Οι Βυζαντινοί είχαν εύκολη πρόσβαση σε ακατέργαστο πετρέλαιο από τις φυσικές πηγές στην ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου (λ.χ. οι πηγές γύρω από το Τμουτορακάν που αναφέρονται και από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο) ή σε διάφορες άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή.[44] Είναι ενδεικτικό ότι μία από τις ονομασίες του υγρού πυρός ήταν «μηδικό πυρ»,[33] και ότι ο ιστορικός Προκόπιος ο Καισαρεύς καταγράφει ότι το ακατέργαστο πετρέλαιο ήταν γνωστό ως «νάφθα» ή «μηδικόν έλαιο».[45][46] Υπάρχει επίσης και ένα λατινικό χειρόγραφο του 9ου αιώνα, φυλασσόμενο στο Βόλφενμπυττελ (Wolfenbüttel) της Γερμανίας, που αναφέρει τα συστατικά μιας ουσίας που μοιάζει να είναι το υγρόν πυρ, καθώς και τη λειτουργία των σιφώνων για την εκτόξευσή του. Αν και το κείμενο περιέχει διάφορες ανακρίβειες, αναφέρει ξεκάθαρα τη νάφθα ως το κύριο συστατικό.[33][47] Διάφορες ρητίνες πιθανότατα προστίθεντο ως πηκτικό (η Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις του Νικηφόρου Φωκά αναφέρει το υγρόν πυρ ως «πυρ κολλητικόν») και για να αυξήσουν τη διάρκεια και ένταση της καύσης.[48]

Περιορισμοί και αντίμετρα

Παρόλο που η καταστροφική ισχύς του υγρού πυρός ήταν αναμφισβήτητη, προφανώς δεν ήταν αρκετή για να κάνει τον βυζαντινό στόλο άτρωτο. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση όσο ισχυρό όσο ο πολιορκητικός κριός των αρχαίων, που μπορούσε να βυθίσει πλοία με ένα μόνο χτύπημα και του οποίου η χρήση είχε μέχρι τότε εγκαταλειφθεί. [49] Παρόλο που το υγρόν πυρ ήταν όντως πανίσχυρο, είχε κάποια σημαντικά μειονεκτήματα: Ο σίφωνας απ' όπου εκτοξευόταν είχε περιορισμένη εμβέλεια, ενώ για την ασφάλεια των πλοίων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο σε σχετικά ήρεμη θάλασσα και ποτέ προσήνεμα. Επίσης υπήρχαν ορισμένοι τρόποι για να σβήσει, όπως να καλυφθεί με άμμο, ξύδι ή παλαιά ούρα. [50]

Η συνεχόμενη χρήση του υγρού πυρός έκανε σταδιακά τους Μουσουλμάνους εχθρούς της αυτοκρατορίας να κατανοήσουν καλύτερα τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του. Προσάρμοσαν τη στρατηγική τους και έμαθαν να κρατούν την απαραίτητη απόσταση από τα βυζαντινά πλοία. Παράλληλα δημιούργησαν μεθόδους προστασίας για τα πλοία τους, όπως για παράδειγμα καλύμματα από προβιές βουτηγμένες στο ξύδι. [51]

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. Leicester 1971, σελ. 75
  2. Crosby 2002, σελίδες 88–89
  3. Partington 1999, σελίδες 1–5
  4. Forbes 1959, σελίδες 70–74
  5. Partington 1999, σελ. 5
  6. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 607–609
  7. Theophanes & Turtledove 1982, σελ. 52
  8. Roland 1992, σελ. 657; Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 608
  9. Partington 1999, σελίδες 12–13
  10. Forbes 1959, σελ. 80
  11. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 608
  12. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 26–27, 31–32
  13. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 61–62, 72
  14. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 32, 46, 73
  15. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 86, 189
  16. Moravcsik & Jenkins 1967, σελίδες 68–71
  17. Forbes 1959, σελ. 82
  18. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 609–611; Roland 1992, σελίδες 660, 663–664
  19. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 110
  20. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 630–631; Haldon 2006, σελ. 316
  21. 21,0 21,1 Haldon 2006, σελ. 290
  22. Roland 1992, σελίδες 660, 663
  23. Roland 1992, σελίδες 663–664
  24. Theophanes & Turtledove 1982, σελ. 178
  25. Roland 1992, σελ. 663; Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 609
  26. Partington 1999, σελίδες 19, 29; Ellis Davidson 1973, σελ. 64
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 Roland 1992, σελίδες 657–658; Cheronis 1937, σελίδες 362–363
  28. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 617
  29. Partington 1999, σελ. 14
  30. Λέων Στ΄, Τακτικά, XIX.59, μτφ. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 507
  31. Haldon & Byrne 1977, σελ. 92; Ellis Davidson 1973, σελίδες 69–70
  32. Roland 1992, σελ. 659
  33. 33,0 33,1 33,2 Forbes 1959, σελ. 83
  34. Roland 1992, σελίδες 658–659; Ellis Davidson 1973, σελ. 69
  35. Partington 1999, σελίδες 21–22
  36. Forbes 1959, σελίδες 83–84
  37. Partington 1999, σελίδες 6–10, 14
  38. Λέων Στ΄, Τακτικά, XIX.67, μτφ. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 509
  39. Λέων Στ΄, Τακτικά, XIX.63, μτφ. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 509
  40. Roland 1992, σελ. 660
  41. Zenghelis 1932, σελ. 270
  42. Cheronis 1937, σελ. 363; Ellis Davidson 1973, σελ. 70
  43. Ellis Davidson 1973, σελ. 70; Roland 1992, σελ. 659
  44. Haldon & Byrne 1977, σελ. 92; Partington 1999, σελ. 4; Forbes 1959, σελίδες 82–84
  45. Προκόπιος, Γοτθικός Πόλεμος, IV.11.36, αναφ. στο Partington 1999, σελ. 3
  46. Ellis Davidson 1973, σελ. 62
  47. Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 614–616
  48. Haldon 2006, σελ. 310; Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 618
  49. Pryor 2003, σελ. 97.
  50. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 384.
  51. Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 617.

Βιβλιογραφία

  • Τ.Κόλλιας, "Η πολεμική τέχνολογία των Βυζαντινών", Δωδώνη, Επ.Επ.Φιλοσοφικής Ιωαννίνων, 18/1/1989, σ.17-41
  • Θ.Κορρές, "Υγρόν Πυρ".Ένα όπλο της Βυζαντινής ναυτικής τακτικής", Θεσσαλονίκη, 1995
  • Η. Κόλλιας, "Τεχνολογία και πόλεμος στο Βυζάντιο", Αρχαιολογία και τέχνη τ/χ.96, Σεπτ. 2005, σ.18-22
  • V. Christides, "Naft", Encyclopaidia of Islam Leiden, 1991,τ.9, σ.152-160
  • Τ.Γ.Κόλλιας, "'Οπλα και τεχνολογία στο Βυζάντιο" στο Πρακτικά Α' Διεθνούς συνεδρίου:Α ρχαία ελληνική τεχνολογία", 4-7 Σεπτεμβρίου 1997, Θεσσαλονίκη 1997, σ.549-554
  • Cheronis, Nicholas D. (1937), «Chemical Warfare in the Middle Ages: Kallinikos' "Prepared Fire"», Journal of Chemical Education (Chicago): 360–365 
  • Christides, Vassilios (1991), «Fireproofing of War Machines, Ships and Garments», Proc. TROPIS VI - 6th International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Lamia 1996, Athens, σελ. 135–141, ISSN 1105-7947 
  • Dawes, Elizabeth A., επιμ.. (1928), The Alexiad, London: Routledge & Kegan Paul, http://www.fordham.edu/halsall/basis/AnnaComnena-Alexiad.html, ανακτήθηκε στις 2010-10-19 
  • Crosby, Alfred W. (2002), Throwing Fire: Projectile Technology Through History, Cambridge University Press, ISBN 9780521791588 
  • Ellis Davidson, Hilda R. (1973), «The Secret Weapon of Byzantium», Byzantinische Zeitschrift 66: 61–74 
  • Forbes, R. J. (1959), «Naphtha Goes To War», More Studies in Early Petroleum History 1860-1880, Leiden: E.J. BRILL, σελ. 70–90 
  • Haldon, John; Byrne, Maurice (1977), «A Possible Solution to the Problem of Greek Fire», Byzantinische Zeitschrift 70: 91–99, doi:10.1515/byzs.1977.70.1.91, ISSN 0007-7704 
  • Haldon, John (2006), «"Greek fire" revisited: recent and current research», στο: Jeffreys, Elizabeth, επιμ., Byzantine Style, Religion and Civilization: In Honour of Sir Steven Runciman, Cambridge University Press, σελ. 290–325, ISBN 9780521834452 
  • Leicester, Henry Marshall (1971), The historical background of chemistry, Courier Dover Publications, ISBN 9780486610535 
  • Moravcsik, Gyula; Jenkins, R.J.H., επιμ.. (1967), Constantine Porphyrogenitus: De Administrando Imperio, Dumbarton Oaks 
  • Nicolle, David (1996), Medieval Warfare Source Book: Christian Europe and its Neighbours, Brockhampton Press, ISBN 1860198619 
  • Partington, James Riddick (1999), A History of Greek Fire and Gunpowder, Johns Hopkins University Press, ISBN 0-8018-5954-9, http://books.google.com/?id=30IJLnwpc8EC 
  • Pászthory, Emmerich (1986), «Über das 'Griechische Feuer'. Die Analyse eines spätantiken Waffensystems», Antike Welt 17 (2): 27–38 
  • Pryor, John H. (2003), «Byzantium and the Sea: Byzantine Fleets and the History of the Empire in the Age of the Macedonian Emperors, c. 900–1025 CE», στο: Hattendorf, John B.; Unger, Richard W., επιμ., War at Sea in the Middle Ages and the Renaissance, Boydell Press, σελ. 83–104, ISBN 0851159036 
  • Pryor, John H.; Jeffreys, Elizabeth M. (2006), The Age of the ΔΡΟΜΩΝ: The Byzantine Navy ca. 500–1204, Brill Academic Publishers, ISBN 978-9004151970 
  • Roland, Alex (1992), «Secrecy, Technology, and War: Greek Fire and the Defense of Byzantium, Technology and Culture», Technology and Culture 33 (4): 655–679, doi:10.2307/3106585, http://jstor.org/stable/3106585 
  • Spears, W.H., Jr. (1969). Greek Fire: The Fabulous Secret Weapon That Saved Europe. ISBN 0-9600106-3-7
  • Toutain, J. (1953), «Le feu grégeois», Journal des Savants (Paris): 77–80 
  • Turtledove, Harry, επιμ.. (1982), The chronicle of Theophanes: an English translation of anni mundi 6095-6305 (A.D. 602-813), University of Pennsylvania Press, ISBN 978-0812211283, http://books.google.com/?id=lK5wIPb4Vi4C 
  • Zenghelis, C. (1932), «Le feu grégeois et les armes à feu des Byzantins», Byzantion (Brussels) VI: 265–286 
  • Καρατόλιος, Κ. (2013), Το Υγρόν Πυρ και η συμβολή του στη βυζαντινή ισχύ, εκδόσεις Historical Quest, ISBN 978-618-80309-5-4 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Greek fire στο Wikimedia Commons