Τρόφιμο

Ως τρόφιμο ορίζεται γενικά κάθε υλικό ή ουσία που άμεσα ή μετά από επεξεργασία χρησιμοποιείται για τη διατροφή του ανθρώπου. Στην τεχνική ορολογία συνήθως τα τρόφιμα διαχωρίζονται από τα ποτά (π.χ. "Κώδικας Τροφίμων και Ποτών"), αλλά συχνά χάριν συντομίας ως "τρόφιμα" νοούνται και τα ποτά.

Τροφές και τρόφιμα

Οι όροι «τροφές» και «τρόφιμα» χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα προκειμένου να δηλώσουν όλες εκείνες τις ουσίες που καταναλώνονται από τον άνθρωπο προκειμένου να του εξασφαλίσουν ενέργεια αλλά και δομικό υλικό, είτε για επιδιόρθωση βιολογικής φθοράς είτε ακόμη και για την ανάπτυξη απαραίτητων οργάνων.

Οι έννοιες «τροφή» και «τρόφιμο» δεν είναι απόλυτα ταυτόσημες. Σχεδόν το σύνολο της παραγωγής τροφής για τον άνθρωπο εδώ και πολλούς αιώνες εξασφαλίζεται από τεχνικές εκμετάλλευσης της γης και της κτηνοτροφίας. Συνεπώς τα τρόφιμα αποτελούν τα προϊόντα αυτών των τεχνικών της γεωργίας, κτηνοτροφίας, αλιείας, μελισσοκομίας κ.λπ. Τα προϊόντα αυτά συνηθέστερα υφίστανται διάφορες κατεργασίες (οικιακές, βιοτεχνικές ή βιομηχανικές μετατροπές) για διάφορους λόγους π.χ. συντήρησης, αποθήκευσης, μεταφοράς ή και διαχείρισης, πριν αυτά μετατραπούν σε τροφές άμεσης κατανάλωσης. Συνεπώς στην έννοια τρόφιμα μπορεί να υπεισέρχεται η έννοια της επεξεργασίας.

Διάκριση τροφίμων

Γενικά για τα χιλιάδες είδη τροφίμων που καταναλώνει σήμερα ο άνθρωπος έχουν προταθεί διάφορα συστήματα ταξινόμησης. Έτσι τα τρόφιμα διακρίνονται κυρίως σε δύο κύριες κατηγορίες: στα

  1. "φυτικής προέλευσης", που διακρίνονται επιμέρους ανάλογα του είδους τους ή της ανατομίας τους (καρποί, φύλλα, κόνδυλοι κ.λπ.) και
  2. "ζωικής προέλευσης", που διακρίνονται επιμέρους ανάλογα της ταξινόμησής τους (ψάρια, πουλερικά κ.λπ.), η με βάση τους εδώδιμους ιστούς και προϊόντα (συκώτι, μύες, αυγά, γάλα κ.λπ.).

Άλλη διαδεδομένη ταξινόμηση τροφίμων γίνεται ανάλογα με την επεξεργασία τους και τον χρόνο διάθεσής των, σε

  1. "νωπά τρόφιμα", που καταναλώνονται χωρίς προηγούμενη κατεργασία, εκτός της διαλογής, τυποποίησης και συσκευασίας,
  2. μεταποιημένα τρόφιμα, αυτά που έχουν υποστεί κάποια σημαντική επεξεργασία όπως παστερίωση, συντήρηση, βρασμό, αποφλοίωση κλπ.
  3. "συντηρημένα" τρόφιμα" που έχουν υποστεί κατεργασία προκειμένου να παραταθεί ο χρόνος διάθεσής των στο εμπόριο όπως π.χ. τα αποξηραμένα, τα καπνιστά, τα κατεψυγμένα, τα κονσερβοποιημένα, τα παστά, τα παστεριωμένα κ.λπ.

Μια άλλη ταξινόμηση τροφίμων γίνεται με βάση τη βασική τους σύσταση, δηλ. σε πρωτεϊνούχα, λιπαρά, υδατανδρανούχα (σακχαρούχα), ή ανάλογα της γαστρονομικής τους αξίας, ή ακόμα και σε συνδυασμό με τις θερμίδες εκάστου αυτών.

Ο Ελληνικός Κώδικας Τροφίμων και Ποτών χωρίζει τα τρόφιμα στις εξής κατηγορίες:

  1. Αρτυματικές ύλες και αιθέρια έλαια
  2.  Καφές, τσάι και προϊόντα τους
  3. Διατηρημένα τροφιμα
  4. Γλυκαντικές ύλες
  5. Λίπη και έλαια
  6. Γάλα, αυγά και προϊόντα τους
  7. Κρέας και προϊόντα του
  8. Ιχθυηρά και προϊόντα τους
  9. Δημητριακά και προΙόντα τους
  10. Διάφορα τρόφιμα φυτικής προέλευσης
  11. Προϊόντα με γλυκαντικές ύλες
  12. Ποτά διάφορα

Επίσης από τεχνική και οικονομική άποψη τα τρόφιμα διακρίνονται σε εννέα βασικές κατηγορίες:

  1. Σιτηρά και προϊόντα αυτών
  2. Αμυλούχες ρίζες
  3. Όσπρια
  4. Φρούτα και λαχανικά
  5. Κονσερβοποιημένα φρούτα, κομπόστες, μαρμελάδες, σάκχαρα και σιρόπια
  6. Κρέας, ψάρια και αυγά.
  7. Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
  8. Λίπη και έλαια, και
  9. Ποτά.

Επεξεργασία τροφίμων

Γενικά ως επεξεργασία τροφίμων χαρακτηρίζεται το σύνολο των διαδικασιών εκείνων κατά τις οποίες ακατέργαστες τροφικές ουσίες, μετατρέπονται σε προϊόντα κατάλληλα για την κατανάλωσή τους, ή για μαγείρεμα, ή ακόμη και για την αποθήκευσή τους. Γενικά η επεξεργασία τροφίμων περιλαμβάνει τη βασική προετοιμασία των τροφίμων, τη μετατροπή τους από τη μια μορφή σε άλλη (π.χ. κομπόστες και μαρμελάδες από φρούτα), καθώς και όλες τις τεχνικές συντήρησης, μεταφοράς και αποθήκευσης αυτών.

Παραγωγή και εμπόριο τροφίμων

Η παρασκευή και η συσκευασία τροφίμων για αγορά μπορεί να είναι τόσο απλή διαδικασία όσο ένα κρεοπωλείο που προετοιμάζει το κρέας ή τόσο περίπλοκο όσο μια σύγχρονη διεθνής βιομηχανία τροφίμων. Οι πρώιμες τεχνικές επεξεργασίας τροφίμων περιορίζονταν από τη διατήρηση της τροφής, τη συσκευασία και τη μεταφορά της. Αυτό αφορούσε κυρίως το αλάτισμα, τη θεραπεία, την πήξη, την ξήρανση, τη δεξαμενή, τη ζύμωση και το κάπνισμα. Η συστηματική παραγωγή τροφίμων προς πώληση αναπτύχθηκε με τη βιομηχανική επανάσταση τον 19ο αιώνα και την εμφάνιση νέων μαζικών αγορών. Οι νέες τεχνολογίες όπως το άλεσμα, η συντήρηση, η συσκευασία, η επισήμανση και η μεταφορά αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες προς την κατεύθυνση αυτή.

Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν οι πρώτες υπεραγορές τροφίμων (σούπερ μάρκετ). Τα σούπερ μάρκετ έφεραν μαζί τους την αυτοεξυπηρέτηση, τη μεγάλη ποικιλία ειδών σε χαμηλό κόστος μέσω οικονομιών κλίμακας και ήταν σε θέση να προσφέρουν ποιοτικά τρόφιμα με μειωμένο κόστος. Στο τελευταίο μέρος του 20ού αιώνα αναπτύχθηκαν τεράστιες υπεραγορές εκτός πόλεων, όπου πωλούνταν ένα ευρύ φάσμα τροφίμων από όλο τον κόσμο.

Το λιανικό εμπόριο τροφίμων αποτέλεσε μια αγορά στην οποία ένας μικρός αριθμός πολύ μεγάλων εταιρειών πέτυχε να ελέγχει ένα μεγάλο μέρος των σούπερ μάρκετ. Οι γίγαντες των σούπερ μάρκετ ασκούν μεγάλη εμπορική δύναμη στους αγρότες και τους μεταποιητές και ισχυρή επιρροή στους καταναλωτές. Παρ 'όλα αυτά, λιγότερο από το 10% των καταναλωτικών δαπανών για τα τρόφιμα πηγαίνουν στους αγρότες, με μεγαλύτερα ποσοστά να διατίθενται σε διαφημίσεις, μεταφορές και ενδιάμεσες εταιρείες. [1]

Η εμπορευματοποίηση του χώρου των τροφίμων προκάλεσε αυξανόμενο ανταγωνισμό. Η παραγωγή ενός τροφικού προϊόντος έγινε μια περίπλοκη διαδικασία με πολλούς εμπλεκόμενους. Για παράδειγμα, στην παρασκευή και συσκευασία ενός κουτιού σούπας noodle μετρήθηκε ότι εμπλέκονται 56 εταιρίες. Στις εταιρίες αυτές περιλαμβάνονται όχι μόνο αυτές που ασχολούνται με την επεξεργασία του κοτόπουλου και των λαχανικών αλλά και αυτές που μεταφέρουν τα συστατικά, εκτυπώνουν τις ετικέτες συσκευασίας, κατασκευάζουν τα κουτιά κ.λ.π.

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός είχε συνέπεια την ανάπτυξη μεθόδων μάρκετινγκ για την προώθηση των προϊόντων.

Η παγκοσμιοποίηση των αγορών επέφερε την αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών μέσω των διογκούμενων και ποικίλων διεθνών συναλλαγών, της διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών, της ελεύθερης ροής κεφαλαίου διεθνώς, και της γρήγορης και ευρείας διάχυσης της τεχνολογίας. Η αγορά των τροφίμων δεν έμεινε έξω από αυτές τις εξελίξεις.

Τα τρόφιμα πλέον ως εμπορεύματα διακινούνται και διατίθενται στις παγκόσμιες αγορές. Η ποικιλία και η διαθεσιμότητα τους δεν περιορίζεται πλέον στην ποικιλία των τοπικά καλλιεργούμενων τροφίμων ή από τους περιορισμούς της τοπικής καλλιεργητικής περιόδου. [2] Μεταξύ 1961 και 1999, σημειώθηκε αύξηση κατά 400% στις παγκόσμιες εξαγωγές τροφίμων. Ορισμένες χώρες είναι πλέον τόσο οικονομικά εξαρτημένες από τις εξαγωγές τροφίμων, που σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές αντιπροσωπεύουν το 80% όλων των εξαγωγών τους. [3]

Το θέμα της ασφάλειας των διακινούμενων τροφίμων καθώς και η αντιμετώπιση διαφορών μεταξύ εμπλεκομένων ήταν επόμενο να αποτελέσει ένα σοβαρό ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί.

Ασφάλεια τροφίμων

Ο όρος "ασφάλεια τροφίμων" αναφέρεται στην ύπαρξη ή μη ύπαρξη κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου από την κατανάλωση ενός τροφίμου. Ένα τρόφιμο θεωρείται ασφαλές ότι δεν μπορεί να προκαλέσει κάποια ασθένεια, τραυματισμό ή άλλη βλάβη του οργανισμού. Η ασφάλεια δεν πρέπει να συγχέεται με την ποιότητα του τροφίμου. Η ασφάλεια τροφίμων ασχολείται με τη μόλυνση των τροφίμων με τοξικές ουσίες (π.χ. φυτοφάρμακα, βαρέα μέταλλα), με επικίνδυνα μικρόβια (π.χ. κολοβακτήρια κλπ), με τυχόν ύπαρξη ξένων σωμάτων κλπ.

Τα τελευταία χρόνια οι σημαντικές αλλαγές στον τρόπο κάλυψης των διατροφικών μας αναγκών, έχουν κάνει επιτακτική την ανάγκη λήψης πολιτικών στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. Η πολιτική ασφάλειας τροφίμων οφείλει να έχει μία ολοκληρωμένη προσέγγιση, σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και διανομής, «από το αγρόκτημα στο τραπέζι». Στόχος όλων των εφαρμοστέων ενεργειών θα πρέπει να είναι η προστασία της υγείας και των συμφερόντων των καταναλωτών, και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

Για τον σκοπό αυτό τα τελευταία χρόνια, έχουν θεσπιστεί και θεσπίζονται σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, υγειονομικοί κανόνες για τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα, κανόνες υγείας και καλής μεταχείρισης των ζώων, κανόνες υγείας των φυτών και κανόνες πρόληψης των κινδύνων μόλυνσης από εξωτερικές ουσίες. Επιπρόσθετα, θεσπίζονται κανόνες για τη σωστή επισήμανση των εν λόγω γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων. Παράλληλα αναπτύσσεται ένα πλαίσιο που θα εξασφαλίζει τη δυνατότητα ιχνηλάτησης του τροφίμου σε όλα τα στάδια παραγωγής, επεξεργασίας και διανομής.

Σε Παγκόσμιο επίπεδο η καλύτερη κατανόηση των αιτίων ασθενειών που οφείλονται σε τρόφιμα, οδήγησαν στον εκσυγχρονισμό του επιστημονικού συστήματος ασφαλείας της αγοράς τροφίμων, με την ανάπτυξη συστηματικότερων εργαλείων και μεθόδων επιθεώρησης. Τέτοια εργαλεία αποτελούν : ο Codex Alimentarius, το HACCP, το HARPC.

  • Ο Codex Alimentarius ο οποίος δεν αποτελεί μια νομοθεσία αλλά ένα διεθνές όργανο το οποίο δημιουργήθηκε τo 1961 από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) για να αναπτύξει πρότυπα (standards), κώδικες πρακτικής και κατευθυντήριες γραμμές για όλη τη διατροφική αλυσίδα, με σκοπό την προστασία της υγείας των καταναλωτών και την εξασφάλιση ορθών πρακτικών στο εμπόριο τροφίμων.( https://web.archive.org/web/20171117153316/http://www.efet.gr/portal/page/portal/efetnew/efet/codex).
  • Το HACCP ( Hazard Analysis & Critical Control Point-Ανάλυση Κινδύνων και Κρίσιμα Σημεία Ελέγχου) είναι ένα παγκόσμιο πρότυπο που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, από μια ομάδα μηχανικών και επιστημόνων τριών διαφορετικών διακεκριμένων οργανισμών. Η Pillsbury, τα Army’s Natick Research Labs. Πρόκειται για ένα σύστημα διασφάλισης της υγιεινής κατάστασης και ποιότητας των τροφίμων. Η λειτουργία του είναι προληπτική και έχει ως στόχο τον μηδενισμό ή τον περιορισμό της πιθανότητας εμφάνισης κινδύνων σχετικά με την υγεία του καταναλωτή. Βασιζόμενο στις απαιτήσεις του Codex Alimentarius, εφαρμόζεται σε όλες τις διαδικασίες που περιλαμβάνουν τον οποιονδήποτε χειρισμό τροφίμων και ποτών. Έτσι απευθύνεται σε όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτου μεγέθους που απασχολούνται με την παραγωγή, τη μεταποίηση, τη συσκευασία, την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη διάθεση προς πώληση τροφίμων. Ο FAO (Food and Agriculture Organization of the United Nations- Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών) και ο WHO (World Health Organization- Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) δημοσίευσαν μια κατευθυντήρια γραμμή για όλες τις κυβερνήσεις να χειριστούν το θέμα της συμμόρφωσης με το HACCP σε μικρές και λιγότερο ανεπτυγμένες επιχειρήσεις τροφίμων.[4]. Έκτοτε, το HACCP έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως ένα λογικό εργαλείο για την προσαρμογή των παραδοσιακών μεθόδων επιθεώρησης σε ένα σύγχρονο επιστημονικό σύστημα ασφάλειας τροφίμων.
  • Το HARPC (Hazard Analysis and Risk-based Preventive), είναι συμπληρωματικό εργαλείο του (HACCP). Απαιτείται από τον FDA Food Safety Modernization Act (FSMA) του 2010.Όλες οι εταιρείες τροφίμων στις Ηνωμένες Πολιτείες που απαιτείται να εγγραφούν στο FDA (Food and Drug Administration) βάσει του νόμου περί ετοιμότητας και αντίδρασης για την ασφάλεια της δημόσιας υγείας και τη βιοτρομοκρατία - Public Health Security and Bioterrorism Preparedness and Response Act του 2002, καθώς και επιχειρήσεις εκτός των ΗΠΑ που εξάγουν τρόφιμα προς τις ΗΠΑ μεταβαίνουν σε υποχρεωτική ανάλυση κινδύνου και προληπτικών ελέγχων βάσει κινδύνου(HARPC).

Στις περιπτώσεις όπου οι εμπορικοί φραγμοί θέτουν θέματα αμφισβήτησης της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, ο WTO (World Trade Organization)- ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) παραπέμπει τις διαφορές στην Επιτροπή Codex Alimentarius, η οποία ιδρύθηκε το 1962 από τον FAO και από τον WHO.

Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο έχει θεσπιστεί ευρωπαϊκή νομοθεσία για να καλύψει όλο το φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας και διανομής των τροφίμων στους εξής επιμέρους τομείς:

  • Ασφάλεια των τροφίμων
  • Κτηνιατρικοί έλεγχοι, υγειονομικοί έλεγχοι και υγιεινή των τροφίμων
  • Διατροφή των ζώων
  • Ορθή μεταχείριση των ζώων
  • Υγεία των ζώων
  • Φυτοϋγειονομικοί έλεγχοι
  • Μόλυνση και περιβαλλοντικοί παράγοντες
  • Επισήμανση και συσκευασία προϊόντων

Η στρατηγική της ΕΕ για τα τρόφιμα έχει τρία θεμέλια στοιχεία: α) νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων, β) έγκυρη επιστημονική πληροφόρηση, στην οποία βασίζονται οι αποφάσεις, και γ) επιβολή και έλεγχο. Οι Ευρωπαϊκοί Οργανισμοί που λειτουργούν για την επίτευξη της στρατηγικής της ΕΕ στον τομέα των τροφίμων είναι οι εξής:

Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA)[5]

Η EFSA παρέχει συμβουλές κατά τη φάση δημιουργίας της νομοθεσίας και όταν οι υπεύθυνοι της χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν μια διατροφική κρίση.

Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης για τα Τρόφιμα και τις Ζωοτροφές (RASFF)[6]

Το RASFF είναι κυρίως ένα εργαλείο για ανταλλαγή πληροφόρησης μεταξύ των κεντρικών αρμόδιων αρχών για τους κανονισμούς στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές στα κράτη μέλη της ΕΕ σε περίπτωση όπου ένας κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία έχει αναγνωριστεί και χρίζει μέτρων, όπως η παρακράτηση, η ανάκληση, η παύση ή η απόρριψη των σχετικών προϊόντων.

Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (FVO)[7]

Το FVO μπορεί να ελέγχει μεμονωμένες μονάδες παραγωγής τροφίμων, αλλά το κύριο έργο του είναι να ελέγχει ότι οι κυβερνήσεις τόσο της ΕE όσο και άλλων χωρών έχουν σε εφαρμογή όλες τις απαραίτητες διαδικασίες, προκειμένου να ελέγχουν ότι οι ίδιοι οι παραγωγοί τους συμμορφώνονται με τα υψηλά κριτήρια για την ασφάλεια τροφίμων που θέτει η ΕE.

Σε εθνικό επίπεδο τα αρμόδια όργανα στον τομέα των τροφίμων είναι τα εξής:

  • Υπ. Οικονομικών (Γενικό Χημείο του Κράτους[8])
  • Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης (Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων[9])
  • Περιφερειακές Δ/σεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής, Υγείας και Ανάπτυξης

Οι συναρμόδιες Υπηρεσίες (όπως ΕΦΕΤ) και έχουν συγκροτήσει κλιμάκια ελέγχων των σημείων λιανικής πώλησης και διάθεσης τροφίμων με τη συμμετοχή των Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής, Υγείας και Ανάπτυξης (ώστε να υπάρξει καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού και διεπιστημονικός έλεγχος της αγοράς).

Τα είδη των κινδύνων στα τρόφιμα

Στα τρόφιμα έχει καθιερωθεί να διαχωρίζουμε τους κινδύνους σε τρεις κατηγορίες: στους βιολογικούς (ή μικροβιακούς), στους χημικούς και στους φυσικούς.

Βιολογικούς κίνδυνους ονομάζουμε τους κινδύνους που οφείλονται σε κάποιο βιολογικό παράγοντα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται τα παθογόνα βακτήρια (σαλμονέλα, σταφυλόκοκκος κ.α.), οι μύκητες, οι παθογόνοι ιοί (π.χ. ηπατίτιδα), τα παράσιτα (π.χ. ταινία) καθώς και τα τοξικά παράγοντα αυτών (π.χ. οι αφλατοξίνες που παράγονται από ορισμένους μύκητες).

Χημικούς κινδύνους ονομάζουμε οποιαδήποτε χημική ουσία μπορεί να βρεθεί στο τρόφιμο και να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία μας όπως για παράδειγμα είναι: οι διοξίνες, τα υπολείμματα παρασιτοκτόνων, τα υπολείμματα καθαριστικών, τα υπολείμματα αντιβιοτικών, τα βαριά μέταλλα κλπ).

Φυσικούς κινδύνους ονομάζουμε οποιοδήποτε ξένο σώμα ως προς τη φυσική σύσταση των τροφίμων. Τέτοια μπορεί να είναι: γυαλιά, τεμάχια μετάλλου, χαρτιά κλπ.

Ουσίες που μολύνουν τα τρόφιμα

Τα τρόφιμα μπορεί να μολυνθούν ή να περιέχουν τοξικές ουσίες διαφόρων προελεύσεων. Κάποιες μπορεί να προέρχονται από την καλλιέργεια (π.χ. λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα, μυκητοκτόνα, εντομοκτόνα και άλλα), άλλες από τη βιομηχανική επεξεργασία (όπως απορρυπαντικά, λιπαντικά, μπογιές κλπ), άλλες να έχουν σχηματιστεί από την ανάπτυξη μυκήτων (μυκοτοξίνες) ή άλλων μικροοργανισμών, άλλες από τη συσκευασία κλπ. Οι σύγχρονες μέθοδοι χημικής ανάλυσης μπορούν να εντοπίσουν τοξικές ουσίες σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις, της τάξης του ενός μέρους στο εκατομμύριο ή και λιγότερο. Θεωρητικά δεν υπάρχει κανένα τρόφιμο που να μη φέρει σε κάποιες μικροποσότητες από τοξικές ή πιθανώς τοξικές ουσίες. Πρακτική σημασία έχει αυτές οι ποσότητες να μη ξεπερνούν ένα όριο πέρα από το οποίο το τρόφιμο μπορεί να γίνει επικίνδυνο.

Με μια σειρά ευρωπαϊκών κανονισμών και εθνικής νομοθεσίας έχουν θεσπιστεί τα ανώτατα επιτρεπτά όρια για διάφορες επικίνδυνες ουσίες, οι οποίες ονομάζονται και "επιμολυντές" των τροφίμων. Ένα σχετικός ευρωπαϊκός Κανονισμός είναι ο (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 (όπως τυχόν έχει τροποποιηθεί) που καθορίζει τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για ορισμένες ουσίες. Ο Κανονισμός θέτει ανώτατα όρια για νιτρικά ιόντα, μυκοτοξίνες, των βαρέα μέταλλα (μόλυβδο, κάδμιο, υδράργυρο), μονοχλωρο-προπανο-1, 2- διόλη (3-MCPD), διοξίνες και των παρόμοιες ουσίες (PCB), των πολυκυκλικούς αρωματιούς υδρογονάνθρακες καθώς και ανόργανο κασσίτερο.

Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τις παιδικές τροφές

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις μέγιστες συγκεντρώσεις στο κατώτερο ευλόγως εφικτό επίπεδο για τις παιδικές τροφές και τις τροφές που προορίζονται για βρέφη και μικρά παιδιά προκειμένου να προστατεύεται η υγεία αυτής της ευαίσθητης ομάδας του πληθυσμού. Τα εν λόγω μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα ισχύουν επίσης για τα τρόφιμα που προορίζονται για βρέφη και μικρά παιδιά και καλύπτονται από την οδηγία 2006/125/ΕΚ και την οδηγία 2006/141/ΕΚ.

Τα μέγιστα επιτρεπτά όρια για βρέφη και μικρά παιδιά δυνάμει του παρόντος κανονισμού είναι τα εξής:

  • νιτρικά: 200 mg/kg,
  • αφλατοξίνη B1: 0,10 μg/kg,
  • αφλατοξίνη M1: 0,025 μg/kg,
  • ωχρατοξίνη A: 0,50 μg/kg και το ίδιο μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο για τα διαιτητικά τρόφιμα που προορίζονται για ειδικές ιατρικές χρήσεις ειδικά για βρέφη,
  • πατουλίνη: 10 μg/kg,
  • δεσοξυνιβαλενόλη: 200 μg/kg,
  • ζεαραλενόνη: 20 μg/kg και το ίδιο μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο για τα παρασκευάσματα με βάση τον αραβόσιτο που προορίζονται για βρέφη και μικρά παιδιά,
  • φουμονισίνες: 200 μg/kg για προϊόντα με βάση τον αραβόσιτο που προορίζονται για βρέφη και μικρά παιδιά,
  • μόλυβδος: 0,02 mg/kg νωπού προϊόντος,
  • ανόργανος κασσίτερος: 50 mg/kg νωπού προϊόντος και το ίδιο μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο για τα παρασκευάσματα πρώτης και δεύτερης βρεφικής ηλικίας και για τα κονσερβοποιημένα διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς που προορίζονται ειδικά για βρέφη (εκτός από προϊόντα αποξηραμένα και σε σκόνη),
  • βενζο[a]πυρένιο: 1 μg/kg νωπού προϊόντος και το ίδιο μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο για τα παρασκευάσματα πρώτης και δεύτερης βρεφικής ηλικίας και τα διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς που προορίζονται ειδικά για βρέφη.

Υλικά και αντικείμενα σε επαφή με τα τρόφιμα

Σκοπός του ελέγχου είναι η προστασία της δημόσιας υγείας μέσω της παρακολούθησης της συμμόρφωσης των υλικών και αντικειμένων σε επαφή με τρόφιμα, με τον καν. (ΕΚ) 1935/2004 και τον καν. (ΕK) 2023/2006, καθώς και τη νομοθεσία για συγκεκριμένα υλικά και αντικείμενα που περιλαμβάνονται στις ομάδες του Παραρτήματος Ι του καν. (ΕΚ) 1935/2004.

  • Πλαστικές ύλες συμπεριλαμβανομένων των βερνικιών και των επιχρισμάτων
  • Αναγεννημένη κυτταρίνη
  • Ελαστομερή και καουτσουκ
  • Χαρτί και χαρτόνι
  • Κεραμικά
  • Γυαλί
  • Μέταλλα και κράμματα
  • Ξύλο συμπεριλαμβανομένου του φελλού
  • Κλωστουφαντουργικά προιόντα
  • Παραφινούχοι και μικροκρυσταλλικοί κηροί

Ενδεικτικά, αναφέρονται οι παρακάτω κατηγορίες ελέγχων:

  • Ολική μετανάστευση στους κατάλληλους προσομοιωτές
  • Ειδικές μεταναστεύσεις (φορμαλδεΰδης & μελαμίνης, πρωταταγών αρωματικών αμινών)
  • Προσδιορισμός περιεκτικότητας πλαστικοποιητών
  • Ταυτοποίηση πολυμερούς
  • Προσδιορισμός απελευθέρωσης μολύβδου και καδμίου από κεραμικά αντικείμενα
  • Φθαλικοί εστέρες

Η τροφή ως επένδυση

Η εμπορευματοποίηση της τροφής είχε ως επακόλουθο την αντιμετώπισή της ως επενδυτικό προϊόν και την προσέλκυση του ενδιαφέροντος στον χώρο αυτό διάφορων hedge funds, επενδυτικών τραπεζών όπως η Barclays Capital, Goldman Sachs και Morgan Stanley[10]. Η εμπλοκή αυτών των οικονομικών επενδυτών μεταξύ άλλων είχε σαν συνέπεια την άνοδο των τιμών μεταξύ 2007 και 2012, με τις επενδύσεις σε τρόφιμα να αυξάνονται από $ 65bn σε $ 126bn (από £ 41 δισ. Ευρώ σε £ 79 δισ.).Σε αυτά τα πέντε χρόνια παρατηρήθηκαν τα υψηλότερα επίπεδα τιμών παγκοσμίως στα είδη τροφίμων, των τελευταίων 30 χρόνων. Στο διάστημα αυτό οι διακυμάνσεις των τιμών δεν σχετίζονταν στενά με την πραγματική παροχή τροφίμων, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. [10]

Ο Olivier De Schutter, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για τα τρόφιμα, σε συνέντευξη στην Independent τον Μάρτιο του 2012 είπε:«Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ότι αυτές οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αναπτυχθεί μαζικά με την άφιξη αυτών των νέων οικονομικών επενδυτών, οι οποίοι ενδιαφέρονται καθαρά για το βραχυπρόθεσμο χρηματικό κέρδος και δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για το φυσικό προϊόν - ποτέ δεν αγοράζουν πραγματικά τον τόνο σίτου ή αραβοσίτου. αγοράζουν μόνο μια υπόσχεση να αγοράσουν ή να πουλήσουν. Το αποτέλεσμα αυτής της οικονομικοποίησης της αγοράς τροφίμων είναι ότι οι τιμές των προϊόντων ανταποκρίνονται όλο και περισσότερο σε μια καθαρά κερδοσκοπική λογική. Αυτό εξηγεί γιατί σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα παρατηρούμε εκρήξεις των τιμών ή των φυσαλίδων, επειδή οι τιμές καθορίζονται λιγότερο και λιγότερο από τον πραγματικό αγώνα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ».[10] Το 2011, 450 οικονομολόγοι από όλο τον κόσμο κάλεσαν τη G20 να ρυθμίσει περισσότερο την αγορά βασικών προϊόντων. [10]

Ορισμένοι εμπειρογνώμονες δήλωσαν ότι η κερδοσκοπία έχει απλά επιδεινώσει άλλους παράγοντες, όπως την κλιματική αλλαγή, τον ανταγωνισμό για τα βιοκαύσιμα και τη συνολική αύξηση της ζήτησης.[10] Ωστόσο, ορισμένοι όπως ο Jayati Ghosh, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru στο Νέο Δελχί, επεσήμαναν ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί ανεξάρτητα από ζητήματα προσφοράς και ζήτησης: ο Ghosh επισημαίνει ότι οι παγκόσμιες τιμές σίτου διπλασιάστηκαν την περίοδο Ιουνίου - Δεκεμβρίου 2010, παρά τη μείωση της παγκόσμιας προσφοράς.[10]

Οι τιμές των τροφίμων

Οι τιμές των τροφίμων σημείωσαν μέγιστη άνοδο παγκοσμίως το 2008 και το 2011, καταγράφοντας αποπληθωρισμένη άνοδο 15% και 12% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. [11]

Τον Δεκέμβριο του 2007, 37 χώρες αντιμετώπισαν κρίσεις στον τομέα των τροφίμων και 20 επέβαλαν κάποιο είδος ελέγχου των τιμών. Στην Κίνα, η τιμή του χοιρινού κρέατος αυξήθηκε κατά 58% το 2007. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, οι γεωργικές επιδοτήσεις και τα προγράμματα στήριξης επέτρεψαν στις μεγάλες χώρες εξαγωγής σιτηρών να διατηρήσουν μεγάλα πλεονάσματα, τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν κατά τη διάρκεια της έλλειψης τροφίμων. Ωστόσο, οι νέες εμπορικές πολιτικές κατέστησαν τη γεωργική παραγωγή πιο ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της αγοράς, καθιστώντας τα παγκόσμια αποθέματα τροφίμων χαμηλότερα από το 1983.[12]

Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα έχουν συνδεθεί με τις κοινωνικές αναταραχές σε όλο τον κόσμο.[13] και την Αραβική Άνοιξη. [14]

Η παρατηρούμενη αύξηση τιμών το 2008 αποδόθηκε μερικώς[15][16] στο ότι οι πλουσιότεροι Ασιάτες καταναλωτές υιοθέτησαν τη δυτική διατροφή ενώ οι αγρότες και τα έθνη του τρίτου κόσμου αγωνίζονταν να διατηρήσουν το ρυθμό παραγωγής τους.

Το 2013 οι ερευνητές του ODI (Overseas Development Institute -Ινστιτούτου Υπερπόντιας Ανάπτυξης) έδειξαν ότι η τιμή του ρυζιού είχε υπερδιπλασιαστεί από το 2000, ενώ υπήρχε αύξηση 120% της παραγωγής του. Αυτό οφείλονταν κατά μια ερμηνεία στις μεταβολές της εμπορικής πολιτικής και στον πλουτισμό των μεγάλων παραγωγών. Οι κυριότεροι παράγοντες αύξησης των τιμών είναι το υψηλότερο κόστος των λιπασμάτων, του ντίζελ και της εργασίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2008, μισθοί φτωχών πληθυσμών, αγροτικών περιοχών της Ασίας (περίπου 1,3 δισεκατομμυρίων) αυξάνονταν με δυνητικά μεγάλα οφέλη για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Ωστόσο, αυτό απειλούσε τις πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμών του πλανήτη που δεν συμμετέχουν στην οικονομική άνθηση, ιδίως στις ασιατικές και αφρικανικές παράκτιες πόλεις. Η απειλή αυτή σημαίνει ότι απαιτούνται πολιτικές κοινωνικής προστασίας έναντι των διαταραχών των τιμών. Η έρευνα πρότεινε μακροπρόθεσμα, επειδή οι αυξήσεις παρουσιάζουν ευκαιρίες εξαγωγής για τους αγρότες της Δυτικής Αφρικής με υψηλό δυναμικό παραγωγής ρυζιού, οι τελευταίοι να αντικαταστήσουν τις εισαγωγές με εγχώρια παραγωγή.[17]

Πιο πρόσφατα, οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων ήταν σταθερότερες και σχετικά χαμηλές, μετά από μια σημαντική αύξηση στα τέλη του 2017.

Επισιτιστική βοήθεια

Στο πλαίσιο των παρατηρούμενων ελλείψεων τροφίμων που κατά καιρούς παρατηρούνται, προβλέπεται το μέτρο της παροχής επισιτιστικής βοήθειας από διεθνείς Οργανισμούς η οποία μπορεί να ωφελήσει άμεσα τους ανθρώπους που υποφέρουν. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση της ζωής τους βραχυπρόθεσμα, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο μέχρι που κάποια στιγμή να γίνει περιττή.[18]  Αντίστροφα, η κακή διαχείριση της επισιτιστικής βοήθειας μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, διαταράσσοντας τις τοπικές αγορές, μειώνοντας τις τιμές των καλλιεργειών και αποθαρρύνοντας την παραγωγή τροφίμων. Μερικές φορές μπορεί να αναπτυχθεί ένας κύκλος εξάρτησης από την επισιτιστική βοήθεια. Η παροχή ή η απειλή απόσυρσης του συγκεκριμένου μέτρου χρησιμοποιείται μερικές φορές ως πολιτικό εργαλείο για να επηρεάσει τις πολιτικές της χώρας προορισμού, μια στρατηγική γνωστή ως πολιτική τροφίμων. Μερικές φορές, οι διατάξεις επισιτιστικής βοήθειας απαιτούν την αγορά ορισμένων ειδών από ορισμένους πωλητές και η επισιτιστική βοήθεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο ώστε να ενισχυθούν οι αγορές των χωρών δωρητών. Οι διεθνείς προσπάθειες διανομής τροφίμων στις χώρες με τις περισσότερες ανάγκες συντονίζονται συχνά από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα.[19]

Η τροφή ως κοινό

Η τροφή ως απαραίτητος παράγοντας επιβίωσης του ανθρώπου, είναι για πολλούς θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και θα πρέπει ως τέτοιο να προστατεύεται και να διασφαλίζεται για όλους. Επιπλέον ως φυσικός πόρος όντας περιορισμένος και ανανεώσιμος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα Κοινά.

Στο σύγχρονο βιομηχανικό διατροφικό σύστημα η μονοδιάστατη αντιμετώπιση της ως τυποποιημένο αντικείμενο έχει περιορίσει πολλά από τα μη οικονομικά της χαρακτηριστικά που την καθιστούν διαφοροποιητικό πολιτισμικό στοιχείο των λαών και σημείο αναφοράς της κουλτούρας τους.

Ο εγκλεισμός των τροφίμων από το βιομηχανικό διατροφικό σύστημα, μέσω της ιδιωτικοποίησης των σπόρων και της γης, των νόμων, των υπερβολικών τιμολογήσεων και των πατεντών, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της πρόσβασης σε αυτήν από όλους. Η επιδίωξη της μεγιστοποίησης του κέρδους που χαρακτηρίζει τους σκοπούς του βιομηχανικού συστήματος δημιουργεί κινδύνους και πολλοί πιστεύουν ότι έχουν οδηγήσει στην αποτυχία του παγκόσμιου συστήματος τροφής. [20]

Στην εμπορευματοποίηση της τροφής επίσης αποδίδεται σημαντικό μέρος ευθύνης των ελλείψεων τροφής που παρατηρούνται κατά καιρούς με συνέπεια εμφάνισης φαινομένων υποσιτισμού, πείνας και λιμοκτονίας μεγάλων τμημάτων πληθυσμού παγκοσμίως.

Η λιμοκτονία είναι ένα σημαντικό διεθνές πρόβλημα. Περίπου 815 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται και πάνω από 16.000 παιδιά πεθαίνουν ανά ημέρα από αιτίες που σχετίζονται με την πείνα.[21] Η στέρηση τροφής θεωρείται ελλειμματική ανάγκη στην ιεραρχία των αναγκών της Maslow και μετράται χρησιμοποιώντας κλίμακες λιμού.

Με βάση την πολυκεντρική διακυβέρνηση της Έλινορ Όστρομ (Elinor Ostrom), η τροφή μπορεί να παραχθεί, να καταναλωθεί, και να διοχετευθεί από τρικεντρικά σχέδια διακυβέρνησης που αποτελούνται, από συλλογικές δράσεις που κατ’ αρχήν υιοθετούνται σε τοπικό επίπεδο, κυβερνήσεις των οποίων ο κύριος σκοπός είναι να μεγιστοποιήσουν το ευ ζην για τους πολίτες τους και να παρέχουν ένα πλαίσιο που να επιτρέπει στους ανθρώπους να απολαύσουν το δικαίωμά τους στην τροφή κι έναν ιδιωτικό τομέα που μπορεί να ευημερεί υπό τη σκέπη κρατικών περιορισμών και κινήτρων. [20]Τα τρόφιμα προτείνεται να επαναπροσδιοριστούν ως κοινά αγαθά στη μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο διατροφικό σύστημα, πιο δίκαιο τόσο προς τους παραγωγούς όσο και προς τους καταναλωτές προκειμένου να διασφαλιστεί η έννοια του θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος αλλά και η αειφορία του σχετικού φυσικού πόρου.

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. Magdoff, Fred (Ed.) "[T]he farmer's share of the food dollar (after paying for input costs) has steadily declined from about 40 percent in 1910 to less than 10 percent in 1990."
  2. USDA( United States Department of Agriculture -ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΗΠΑ )
  3. CIA World Factbook
  4. FAO/WHO guidance to governments on the application of HACCP in small and/or less-developed food businesses" (PDF). Retrieved 14 October 2007
  5. «European Food Safety Authority». 
  6. «Food and Feed Safety Alerts». 
  7. «Food and Veterinary Office». 
  8. «Γενικό Χημείο του Κράτους». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2014. 
  9. «Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων». 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 The real hunger games: How banks gamble on food prices – and the poor lose out". The Independent. Archived from the original on April 3, 2012. Retrieved April 1, 2012
  11. Annual real food price indices". Archived from the original on 1 April 2014. Retrieved 19 March 2014
  12. FAO food prices index". FAO.org. Archived from the original on 25 Feb 2018. Retrieved 25 Feb 2018
  13. Food prices rising across the world", CNN. 24 March 2008
  14. The real hunger games: How banks gamble on food prices – and the poor lose out". The Independent. Archived from the original on April 3, 2012. Retrieved April 1, 2012.
  15. World food prices stabilize, no drop in sight: WFP". Reuters. Retrieved 29 May 2015
  16. Inflation slows in Feb. as food prices stabilize". GMA News Online. Archivedfrom the original on 25 September 2010. Retrieved 29 May 2015.
  17. May 2008, Global Trends: – Food Production and Consumption: The China Effect Archived 2014-12-31 at the Wayback Machine., IBISWorld
  18. World Food Programme-Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα
  19. United Nations World Food program
  20. 20,0 20,1 «fest.commons». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Απριλίου 2021. 
  21. World Health Organization