Το 1717, ο Ρώσος Πρίγκιπας Αλεξάντερ Μπέλκοβιτς-Τσερκάσκι κατέφθασε στην περιοχή και εγκατέστησε ένα μυστικό οχυρωμένο οικισμό στην τοποθεσία αυτή, όπου οι αποξηραμένες εκβολές μίας πρώην εκβολής του ποταμού Αμού Ντάρια χύνονταν στην Κασπία Θάλασσα. Στόχος του ήταν να βαδίσει με τον στρατό του κατά μήκος της αποξηραμένης κοίτης του ποταμού και να καταλάβει το Χανάτο της Χίβα. Η εκστρατεία απέτυχε, ενώ οι Ρώσοι εγκατέλειψαν τον οικισμό για διάστημα άνω των 150 ετών.
Κράσνοβοντσκ
Το 1869, οι Ρώσοι εισέβαλαν για δεύτερη φορά. Ονόμασαν το φρούριό τους Κράσνοβοντσκ (Красноводск), το οποίο είναι η ρωσική εκδοχή του αρχικού ονόματος, Κιζίλ-Σου (Κόκκινο Νερό). Το Κράσνοβοντσκ αποτέλεσε επιχειρησιακό κέντρο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ενάντια της Χίβα και της Μπουχάρα, καθώς και των νομαδικών τουρκμένικων φυλών.
Η σιδηροδρομική γραμμή είχε, αρχικά, ως αφετηρία το Ουζούν-Αντά επί της Κασπίας Θάλασσας, ωστόσο ο τερματικός σταθμός μεταφέρθηκε προς τα βόρεια και, πιο συγκεκριμένα, προς το λιμάνι του Κράσνοβοντσκ.
Το 1993, το Κράσνοβοντσκ μετονομάστηκε από τον Ισόβιο ΠρόεδροΣαπαρμουράτ Νιγιάζοφ, με βάση τον αυτοδημιουργηθέντα τίτλο του Τουρκμένμπασι ("Ηγέτης Πάντων των Τουρκμένων"). Ο διάδοχος του Νιγιάζοφ, Γκουρμπανγκουλί Μπερντιμουχαμέντοφ δεσμεύτηκε, τον Ιούλιο του 2007, για επένδυση ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων σε ένα σχέδιο το οποίο θα είχε ως στόχο την μετατροπή του Τουρκμένμπασι σε σημαντικό τουριστικό θέρετρο – το κέντρο της Τουριστικής Περιοχής της Αβάζα με την κατασκευή 60 σύγχρονων ξενοδοχείων, κατά μήκος μίας έκτασης 16 χιλιομέτρων επί της ακτογραμμής της Κασπίας Θάλασσας.[1][2]