Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 15/03/2015.
Η Στριγανιά βρίσκεται στην ορεινή Τριχωνίδα, βόρεια της ομώνυμης λίμνης, στις νότιες πλαγιές του Παναιτωλικού,[2] σε υψόμετρο 800 μέτρων.[4][5] Αποτελεί οικισμό της Κοινότητας Σπαρτιάς της Δημοτικής Ενότητας Παραβόλας του Δήμου Αγρινίου. Βρίσκεται σε απόσταση 30 χιλιομέτρων Δ.-ΒΔ. από την ομώνυμη πόλη, καθώς και σε απόσταση 51 χιλιομέτρων ΝΔ. από το Καρπενήσι. Κοντινότερα γνωστά σημεία της περιοχής είναι στα νοτιοανατολικά του χωριού η κωμόπολη του Θέρμου, που βρίσκεται σε απόσταση 20 χιλιομέτρων νότια, ενώ στη βόρεια πλευρά του χωριού, σε απόσταση 21 χιλιομέτρων, βρίσκεται ο Προυσός, με το ομώνυμο ιστορικό μοναστήρι.
Πρόσβαση
Τη Στριγανιά διασχίζει ο επαρχιακός οδικός άξονας Αγρινίου-Καρπενησίου, που έχει συνολικό μήκος 78 περίπου χιλιομέτρων. Ο ταξιδιώτης μπορεί να επισκεφτεί ή το χωριό περνώντας διαδοχικά τις κωμοπόλεις της Επαρχίας Τριχωνίδας: Παναιτώλιο, Καινούργιο, Παραβόλα, όπου στρίβει αριστερά για Προυσό, και κατόπιν διασχίζοντας τα χωριά Άγιος Γεώργιος, Νερομάννα, Καλλιθέα (Προστοβά), Μακρά Λογκά, φθάνει στη Στριγανιά. Στα επόμενα χωριά, σε απόσταση 2 και 4 χιλιομέτρων αντίστοιχα, ο ταξιδιώτης συναντά το Κάτω Λαμπίρι και το Λαμπίρι αντίστοιχα, που αποτελούν τα τελευταία χωριά της Αιτωλοακαρνανίας απο την πλευρά της Επαρχίας Τριχωνίδας. Αμέσως μετά, αφού διασχίσει τους τελευταίους ορεινούς όγκους, που σκεπάζονται με πυκνά έλατα και έχουν μέσο υψόμετρο 1.300 μέτρα, εισέρχεται στην Ευρυτανία, με πρώτο σταθμό το χωριό του Προυσού.
Ταυτότητα του χωριού
Η θέση του χωριού είναι προνομιακή, μιας και βρίσκεται μέσα σε ορεινούς όγκους και ποτάμια που οι πηγές τους αναβλύζουν από τις βουνοκορφές του Παναιτωλικού. Το χωριό είναι αμφιθεατρικά χτισμένο, για πολλούς κατοίκους και επισκέπτες σε δύο μαχαλάδες, με τις πέτρινες πεζούλες να λειτουργούν ως φυσικά σκαλοπάτια του χωριού.
Αρκετές είναι και οι πηγές που αναβλύζουν από τα γύρω βουνά που εξασφαλίζουν την ύδρευση των κατοίκων, αλλά και την άρδευση των χωραφιών του χωριού. Γνωστότερες είναι η πηγή Αβήρλω με τα κρυστάλλινα νερά της, η πηγή του Παλιοπρίονου που φημίζεται για το χωνευτικό της νερό, καθώς και η πηγή του Τσακανίκα, που βρίσκεται εκεί που υπήρχε κάποτε το χάνι της περιοχής, το "Χάνι του Τσακανίκα".
Στην καρδιά του χωριού δεσπόζει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με το παραδοσιακό καμπαναριό, που άρχισε να χτίζεται το 1906 και τέλειωσε το 1910, αλλά και με τον πέτρινο περίβολο που περατώθηκε στα τελευταία χρόνια, ενώ στην κορυφή του βουνού βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου πολύ παλαιά λέγεται ότι υπήρχε ένα μικρό μοναστήρι.
Ιστορία
Το χωριό είχε γνωρίσει μεγάλη άνθιση πριν ακόμα την εποχή της Τουρκοκρατίας. Λέγεται ότι φιλοξενούσε πάνω από 3.000 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι είχαν αναπτύξει αρκετές βιοτεχνικές μονάδες που είχαν σχέση με το ξύλο και τον πηλό. Η θέση του χωριού τότε ήταν αρκετά ψηλότερα σε σχέση με τη σημερινή. Στους αιώνες που ακολούθησαν ο πληθυσμός γνώρισε φθίνουσα πορεία, ιδίως μετά τον 19ο αιώνα, με αποτέλεσμα σήμερα το χωριό να συνεχίζει την ιστορία του με τους λιγοστούς κατοίκους του, καθώς και με τους μετακινούμενους σε αστικά κέντρα (όπως το Αγρίνιο, την Πάτρα και την Αθήνα) ή στις κοντινές πεδινές αγροτικές περιοχές, αλλά και τους απογόνους τους.
Η υλοτομία και η κατεργασία του ξύλου για την κατασκευή αρκετών καθημερινών χειροποίητων αντικειμένων και οικιακών σκευών, όπως αρίστης ποιότητας κέδρινα και δρύιναβαρέλιακρασιού και τυριού, ήταν η συνήθης εργασία των κατοίκων. Το ξύλο παράλληλα αποτελούσε αντικείμενο εμπορίου για αρκετά χρόνια ακόμη και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Για τις ανάγκες μεταφοράς του, ιδίως στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 1900, είχε κατασκευασθεί απέναντι από το χωριό η "γραμμή Τασσόπουλου", μια μορφή σιδηροδρομικής γραμμής της εποχής που τα βαγόνια έσερναν άλογα της περιοχής. Η πρώιμη αυτή γραμμή σταθερής τροχιάς, που λειτούργησε στις αρχές του 20ού αιώνα, πήρε το όνομα της απο τον Πατρινό ξυλέμπορο Τασσόπουλο που την κατασκεύασε προκειμένου να εκμεταλλεύεται με οργανωμένο τρόπο την ξυλεία της περιοχής. Στην δεύτερη δεκαετία του 1900, λόγω των καταστάσεων της εποχής και των υπέρογκων δαπανών για τη λειτουργία και την συντήρησή της, σταμάτησε τη λειτουργία της. Ο ίδιος ο ξυλέμπορος πτώχευσε. Ακόμα και σήμερα ο παρατηρητής μπορεί να διακρίνει σε ορισμένα σημεία απέναντι από το χωριό απομεινάρια της γραμμής.
Ασχολίες των κατοίκων
Σήμερα, η Στριγανιά είναι γεωργικό και κτηνοτροφικό χωριό με λιγοστούς πλέον μόνιμους κατοίκους. Στην απογραφή του 2011 ο πληθυσμός ανέρχονταν στους 18 κατοίκους,[6] ενώ σε αυτήν του 2001 ήταν 33[7]. Εκτός από τη γεωργία και της κτηνοτροφία, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 φιλοξενούνταν μεγάλα κοπάδια από αιγοπρόβατα σε όλη την ευρύτερη περιοχή της Στριγανιάς, οι λιγοστοί κάτοικοι πλέον ασχολούνται και με τις οικοδομικές εργασίες, καθώς και το εμπόριο τοπικών ειδών.