Το Σιταροχώραφο με Κοράκια είναι έργο ζωγραφικής του 1890 του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Είναι κοινά αποδεκτό πως αυτός ήταν ο τελευταίος πίνακας του Βαν Γκογκ. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικοί τέχνης που είναι αβέβαιοι ως προς το ποιος πίνακας είναι το τελευταίο του έργο, καθώς δεν υπάρχουν σαφή ιστορικά αρχεία. Υπάρχουν αναφορές από τα γράμματα του πως το "Σιταροχώραφο με Κοράκια" ολοκληρώθηκε κατά τις 10 Ιουλίου και προηγείται των έργων "Δημαρχείο στην Ωβέρ" στις 14 Ιουλίου 1890 και του πίνακα "Κήπος του Ντωμπινύ".[1][2] Επιπλέον, ο Γιάν Χούλσκερ επισημαίνει ότι ο πίνακας με τη συγκομιδή σιταριού, Field with Stacks of Wheat (F771), πρέπει να είναι μεταγενέστερος.[3]
Προέλευση
Το Σιταροχώραφο με Κοράκια του Μουσείου Βαν Γκογκ ζωγραφίστηκε τον Ιούλιο του 1890 τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του Βαν Γκογκ. Πολλοί έχουν υποστηρίξει πως πρόκειται για τον τελευταίο πίνακά του, ενώ είναι επίσης πιθανόν ο πίνακας Ρίζες Δέντρων ή ο Κήπος του Ντωμπινύ να είναι οι τελευταίοι του.
To Σιταροχώραφο με Κοράκια έγινε σε διπλό τετράγωνο καμβά και απεικονίζει έναν δραματικό, συννεφιασμένο ουρανό γεμάτο κοράκια πάνω από ένα χωράφι με σιτάρι.[1] Η αίσθηση της απομόνωσης ενισχύεται από ένα κεντρικό μονοπάτι που οδηγεί στο πουθενά και από την αβέβαιη κατεύθυνση της πτήσης των κορακιών. Το χωράφι με το σιτάρι είναι ανεμοδαρμένο και γεμίζει τα δύο τρίτα του καμβά. Ο Τζουλς Μισελέτ, ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του Βαν Γκογκ, έγραψε για τα κοράκια: «Έχουν ενδιαφέρον για τα πάντα και παρατηρούν τα πάντα. Οι αρχαίοι που έζησαν πολύ περισσότερο από εμάς μέσα και με τη φύση, βρήκαν ότι θα επωφελούνταν πολύ, στα εκατό σκοτεινά πράγματα όπου η ανθρώπινη εμπειρία δεν έχει προσφέρει ακόμα κανένα φως, από τις κατευθύνσεις που είναι τόσο συνετές και σοφές σε ένα πουλί.»[4]
Η Καθλίν Έρικσον βρίσκει τον πίνακα ένα μέσο έκφρασης τόσο της θλίψης όσο και μια αίσθηση της ζωής του που φτάνει στο τέλος της.[5] Τα κοράκια χρησιμοποιούνται από τον Βαν Γκογκ ως σύμβολο του θανάτου και της αναγέννησης ή της ανάστασης.[6][7] Ο δρόμος, σε σχέση με την αντίθεση χρωμάτων του κόκκινου και του πράσινου, λέγεται από την Έρικσον πως είναι μια αλληγορία για ένα κήρυγμα που έδωσε βασισμένο στο βιβλίο Η Πορεία του Προσκυνητή του Τζον Μπάνιαν, όπου ο προσκυνητής είναι θλιμμένος που ο δρόμος είναι τόσο μακρύς, αλλά χαρούμενος γιατί τον περιμένει η Αιώνια Πόλη στο τέλος του ταξιδιού του.[8][9]