Οι σιελογόνοι αδένες είναι εξωκρινείς αδένες που βρίσκονται στην στοματική κοιλότητα των περισσότερων ζώων. Παράγουν έκκριμα το οποίο ονομάζεται σίελος (γνωστότερο ως «σάλιο»), του οποίου η σύσταση ποικίλλει ανάλογα με το είδος του ζώου. Στα περισσότερα σπονδυλωτά η σίελος αποτελείται μόνον από νερό και βλέννα και έχει ως σκοπό να μαλακώνει την τροφή κατά τη διαδικασία της μάσησης, ενώ σε άλλα, όπως στα θηλαστικά, μπορεί να περιέχει και ένζυμα. Η έκκριση σιέλου μπορεί να αυξάνει με τη σκέψη, την μυρωδιά ή την παρουσία τροφής αλλά μπορεί να προκληθεί επίσης και με την αύξηση της θερμοκρασίας περιβάλλοντος.[1]
Δομή και λειτουργία
Η βασική εκκριτική μοίρα ενός σιελογόνου αδένα αποτελείται από συμπλέγματα κυττάρων που ονομάζονται άκινοι (acini)[2] ή λοβοί. Τα συμπλέγματα αυτά παράγουν ένα έκκριμα που αποτελείται από νερό, βλέννα, και, σε ορισμένες κατηγορίες ζώων, ιόντα και ένζυμα. Το έκκριμα στην συνέχεια διοχετεύεται σε αγωγούς, οι οποίοι βαθμιαία συνενώνονται σε έναν, τον εκφορητικό πόρο, ο οποίος εκβάλλει στην στοματική κοιλότητα. Αν στο σάλιο περιέχονται ιόντα, η σύστασή του μεταβάλλεται με την είσοδό του στον σιελογόνο αγωγό: Τα περισσότερα από τα περιεχόμενα ιόντα νατρίου αντικαθίστανται από ιόντα καλίου ενώ εμπλουτίζεται σε διττανθρακικά ιόντα (HCO3−). Ο εμπλουτισμός αυτός είναι ζωτικής σημασίας για τα μηρυκαστικά, καθώς τα ιόντα αυτά προορίζονται για τον περιορισμό της οξύτητας που δημιουργείται κατά την αρχική πέψη των τροφών στον προστόμαχο.[3]
Σε όλα τα θηλαστικά - και μόνον σε αυτά - διακρίνονται εμφανώς τρία ζεύγη κύριων σιελογόνων αδένων:[4]
Παρωτίδες: Βρίσκονται μεταξύ του αυτιού και του άνω άκρου της κάτω γνάθου και εκκρίνουν κυρίως νερό και ηλεκτρολύτες. Περικλείονται από λεπτό ιστό και ο εκφορητικός πόρος τους, ονομαζόμενος πόρος του Stensen, εκβάλλει στη στοματική κοιλότητα κοντά στον δεύτερο γομφίο[1]
Υπογνάθιοι αδένες: Βρίσκονται στο κατώτερο τμήμα της κάτω γνάθου και παράγουν τόσο υδατώδες έκκριμα όσο και βλέννα. Περιβάλλονται ομοίως από ένα στρώμα λεπτού ιστού. Ο εκφορητικός πόρος, ονομαζόμενος πόρος του Wharton, εκβάλλει στο κάτω μέρος της στοματικής κοιλότητας κοντά στο σημείο όπου η γλώσσα συναντά το κάτω της μέρος.[1]
Υπογλώσσιοι αδένες: Βρίσκονται κάτω από την γλώσσα και το έκκριμά τους είναι κυρίως βλεννώδες. Δεν περιβάλλονται από λεπτό ιστό, ενώ διαθέτουν πολλαπλούς εκφορητικούς πόρους (πόροι του Rivinus).[1]
Υπάρχουν, όμως, και δευτερεύοντες, μικρότεροι σιελογόνοι αδένες, διεσπαρμένοι σε ολόκληρη σχεδόν την στοματική κοιλότητα.[5] Μια κατηγορία τέτοιων αδένων είναι οι αδένες Von Ebner (από το όνομα του Αυστριακού βιολόγου Anton Gilbert Viktor von Ebner),[6] οι οποίοι ανευρίσκονται στις θηλές της γλώσσας και εκκρίνουν υδατώδη βλέννα, η οποία βοηθά την αίσθηση της γεύσης και επιπλέον περιέχει το ένζυμο λιπάση, το οποίο βοηθά στη διάσπαση των λιπών.
Στο σάλιο περιέχεται, επίσης, ένας αριθμός ενζύμων, κυριότερο από τα οποία είναι η πτυελίνη ή α-αμυλάση. Το ένζυμο αυτό βοηθά στη διάσπαση του πολυσακχαρίτηαμύλου σε απλούστερα σάκχαρα. Αυτός είναι ο λόγος που κατά τη διάρκεια της μάσησης πολλές αμυλούχες τροφές, όπως το ρύζι, η πατάτα και το ψωμί παίρνουν γλυκιά γεύση. Περιέχεται, επίσης, και λυσοζύμη, ένζυμο με αντιβακτηριακή δράση, καθώς έχει την δυνατότητα να διασπά το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων (που αποτελείται κυρίως από πεπτιδογλυκάνη) και να προκαλεί την λύση τους.[7][8] Η λυσοζύμη έχει ανευρεθεί στο σάλιο πολλών οργανισμών
Σε ορισμένους κατώτερους οργανισμούς, όπως τα έντομα και τις προνύμφες τους, οι σιελογόνοι αδένες επιτελούν τελείως διαφορετική λειτουργία, παράγοντας ουσίες όπως το μετάξι, ενώ στις μύγες και άλλα έντομα το σάλιο περιέχει κύτταρα με πολυταινιακό DNA: Στα κύτταρα αυτά έχει γίνει ενδομίτωση (πολλαπλασιασμός του DNA χωρίς διαίρεση του κυττάρου). Ο λόγος ύπαρξης αυτών των κυττάρων στο σάλιο είναι ότι εμφανίζουν μεταβολικό πλεονέκτημα, καθώς σε αυτά υπάρχουν πολλαπλά όμοια γονίδια και η παραγωγή ενζύμων είναι πολύ ταχύτερη.[9]
Εκτός από τα παραπάνω, το σάλιο βοηθά στη μάσηση των τροφών, την καλύτερη αίσθηση της γεύσης, καθώς διαλύει πολλά από τα συστατικά τους, τον σχηματισμό του βλωμού (κοινώς «μπουκιάς») και την κατάποσή της.[10]
Η έκκριση των σιελογόνων αδένων υπόκειται στον έλεγχο του αυτόνομου νευρικού συστήματος (συμπαθητικού - παρασυμπαθητικού), που ελέγχει τόσο την ποσότητα όσο και τον τύπο του εκκρινόμενου σάλιου. Έτσι, ένας σκύλος που τρέφεται με ξηρά τροφή παράγει περισσότερο υδαρές σάλιο, ενώ σκύλος τρεφόμενος με κρέας παράγει σάλιο πολύ περισσότερο βλεννώδες. Ο έλεγχος από το παρασυμπαθητικό σύστημα καταδείχτηκε επιτυχώς από τον Ιβάν Παβλόφ με τον νόμο του περί εξαρτημένων ανακλαστικών.[3]
Παθήσεις των σιελογόνων αδένων
Οι σιελογόνοι αδένες προσβάλλονται από αρκετές ασθένειες. Ορισμένα συμπτώματα που καταδεικνύουν κάποιο πρόβλημα στη λειτουργία τους είναι:
Οι παθήσεις των σιελογόνων αδένων είναι πιθανό να οφείλονται είτε σε μολύνσεις από παθογόνους μικροοργανισμούς, είτε σε απόφραξη των εκφορητικών πόρων είτε, τέλος, σε καρκίνο. Οι μη κανονικοί σιελογόνοι αδένες διακρίνονται με απλή ψηλάφιση του κάτω μέρους της στοματικής κοιλότητας.[5]
Η πλέον κοινή και γνωστή πάθηση των σιελογόνων αδένων είναι η παρωτίτιδα (κοινώς «μαγουλάδες»). Πρόκειται για επώδυνο πρήξιμο των παρωτίδων που οφείλεται σε ιό (ιογενής πάθηση). Ο ιός εισέρχεται στον οργανισμό από το στόμα και μπορεί να εντοπιστεί στο σάλιο αρκετές ημέρες πριν εκδηλωθούν τα συμπτώματα. Πριν από την εκδήλωση του πρηξίματος, εμφανίζεται πόνος κατά τη μάσηση και την κατάποση, ιδιαίτερα όξινων τροφών, όπως χυμός λεμονιού. Οι παρωτίδες, όπως και όλοι οι σιελογόνοι αδένες, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και αντιδρούν στην προσβολή με οίδημα (πρήξιμο), το οποίο προσδίδει μερικές φορές χαρακτηριστική εμφάνιση στον πάσχοντα.[5]
Στους σιελογόνους αδένες είναι πιθανόν να εμφανιστούν και όγκοι - συχνότερα στις παρωτίδες, λιγότερο συχνά στους υπογνάθιους και ακόμη πιο σπάνια στους υπογλώσσιους. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για καλοήθεις όγκους που αναπτύσσονται πολύ αργά. Συνήθως δεν είναι επώδυνοι και ανιχνεύονται με απλή ψηλάφιση των αδένων. Η συχνότερα εμφανιζόμενη μορφή τέτοιων όγκων είναι το ήπιο πλεομορφικό αδένωμα, που παρουσιάζεται κυρίως σε γυναίκες άνω των 40 ετών. Ενίοτε αυτοί οι όγκοι μπορούν να εξελιχθούν σε κακοήθεις (καρκινώματα). Η θεραπεία τους γίνεται με χειρουργική επέμβαση.[5]
↑Λατινικός όρος (ενικός "acinus") που επί λέξει αποδίδεται ως "μούρο". Τα συμπλέγματα ονομάστηκαν έτσι επειδή το σχήμα τους μοιάζει ιδιαίτερα με το σχήμα του καρπού αυτού
↑Romer, Alfred Sherwood & Parsons, Thomas S. (1977), The Vertebrate Body, Philadelphia, PA: Holt-Saunders International, pp. 299–300. ISBN 0-03-910284-X.