Αυτό το λήμμα αφορά ελληνική, ελληνιστική & βυζαντινή πόλη. Για τη σύγχρονη πόλη στην Τουρκία, δείτε: Σιλιφκέ.
Η Σελεύκεια Ισαυρίας (γνωστή επίσης και ως Σελεύκεια στην Κιλικία, Σελεύκεια στον Καλύκαδνο, Σελεύκεια στην Ισαυρία, Σελεύκεια Τραχεία ή Σελεύκεια Τραχεώτις),[1] ήταν αρχαία ελληνική πόλη που βρισκόταν στην Ισαυρία. Με διαχρονική συνέχεια ανά τους αιώνες, η πόλη σήμερα είναι γνωστή ως Σιλιφκέ (αγγλικά- τουρκικά: Silifke) στην σημερινή Επαρχία Μερσίνης στην Τουρκία. Απέχει περίπου 100 χιλιόμετρα δυτικά από το λιμάνι και την πόλη Ταρσός, καθώς και από τον ομώνυμο ποταμό (αγγλικά: Tarsus) της Τουρκίας.
Η Σελεύκεια Ισαυρίας είναι γνωστή επίσης και ως Σελεύκεια στην Κιλικία, αλλά δεν θα πρέπει να συγχέεται με την άλλη Σελεύκεια της Κιλικίας που είναι γνωστή ως Σελεύκεια Κιλικίας ή Σελεύκεια Πύραμος ή Μοψουεστία.
Ελληνιστική περίοδος της πόλης
Η Σελεύκεια Ισαυρίας θεωρείται ότι απέκτησε τον χαρακτήρα οργανωμένης πόλης κατά την περίοδο που την εξουσία είχε η Δυναστεία των Σελευκιδών και ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ. Η πόλη ήταν κτισμένη πάνω σε ένα μικρό βουνό κοντά στο δέλτα του ποταμού Καλύκαδνος.
Η πόλη και η θέση της είχαν στρατηγική σημασία για τους Σελευκίδες, καθώς από εκεί ξεκινούσαν σημαντικοί δρόμοι: Ο δρόμος προς το Ικόνιο, περνώντας από Κλαυδιούπολη, ο δρόμος προς τα Λάρανδα, περνώντας από Διοκαισάρεια, και ο δρόμος προς τη Γερμανικούπολη. Επίσης, η πόλη συνδεόταν με δρόμους με την Kώρυκο και την Κελένδερι. Σημαντικοί δρόμοι που περνούσαν από την πόλη, ήταν ο παράλιος δρόμος της Ισαυρίας, καθώς και ο δρόμος που συνέδεε τα παράλια της Ισαυρίας με την ενδοχώρα και με τη Λυκαονία.
Η πόλη ήταν η πρωτεύουσα επίσης στο Θέμα Σελευκείας, (ιδρύθηκε μεταξύ 927-934), που ήταν μια από τις βυζαντινές επαρχίες, σύμφωνα και με το γεωγραφικό «Φιλοπόνημα» που έκανε και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος,[2]
Επίσης η πόλη χάρη στην εγγύτητά της προς τη θάλασσα, είχε επαφές με λιμάνια τόσο στην Ισαυρία όσο και την Κιλικία.
Ρωμαϊκή & Βυζαντινή περίοδος της πόλης
Η Σελεύκεια είχε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους την τύχη που είχαν και οι υπόλοιπες πόλης της περιοχής αυτής.
Στην πρώιμη χριστιανική περίοδο στην πόλη της Σελεύκειας Ισαυρίας είχε την έδρα της η Μητρόπολη Σελεύκειας. Η πόλη ήταν επίσης η πρωτεύουσα της επαρχίας Ισαυρίας και εν συνεχεία της επαρχίας Σελευκείας (Θέμα) και επίσης έδρα του κόμη Ισαυρίας αρχικά, ο οποίος είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία στην επαρχία αυτή και εν συνεχεία του ηγεμόνα Ισαυρίας, καθώς επίσης και έδρα και του μητροπολίτη Σελευκείας.
Την εποχή αυτή η πόλη διέθετε δραστήριο εμπορικό λιμάνι και κέντρο παρασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού, παράγοντες που συντελούσαν στην ευημερία της.
Ωστόσο τον 4ο αιώνα σοβαρό πλήγμα κατά της Σελεύκειας συνιστούσαν οι επιδρομές εξεγερμένων Ισαύρων, και για το λόγο αυτόν ήταν εγκατεστημένες στην πόλη δύο λεγεώνες του τακτικού βυζαντινού στρατού.
Στις αρχές του 7ου αιώνα η πόλη υπήρξε η κύρια στρατιωτική βάση της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, όπου οι Βυζαντινοί οργάνωσαν την άμυνά τους εναντίον των επιτιθέμενων Περσών.
Μεταξύ του 616-618 λειτούργησε στη Σελεύκεια νομισματοκοπείο για τη μισθοδοσία του στρατού που ήταν εγκατεστημένος στην περιοχή.
Η πόλη πιθανολογείται, επίσης, ότι περίπου το 618 καταλήφθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα από τους Πέρσες.[3]
Η Σελεύκεια διατήρησε τη σημασία της ως στρατιωτική και ναυτική βάση και κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, όταν τη σπουδαιότερη απειλή για την ευρύτερη περιοχή αποτελούσαν οι Άραβες.
Τον 8ο αιώνα η άμυνα της πόλης ανατέθηκε στην επαρχία Κιβυρραιωτών (Θέμα Κιβυρραιωτών), που αποτέλεσε την έδρα του δρουγγαρίου Σελευκείας, ο οποίος πιθανώς ήταν επικεφαλής τμήματος του στόλου του θέματος αυτού.[4]
Στα μέσα του 9ου αιώνα ιδρύθηκε η κλεισούρα Σελευκείας και η πόλη αποτέλεσε την έδρα του κλεισουράρχη, ενώ μεταξύ των ετών 927 και 934 ιδρύθηκε το Θέμα Σελευκείας.
Τον 10ο και 11ο αιώνα στην πόλη ήταν εγκατεστημένοι και άλλοι αξιωματούχοι, όπως χαρτουλάριοι και διοικητές, κομμερκιάριοι, κριταί και επισκεπτίται, οι οποίοι είναι γνωστοί από τις σφραγίδες τους.[5]
Στην μεσοβυζαντινή περίοδο η Σελεύκεια ήταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια ολόκληρης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μαζί με την Αττάλεια, αποτελούσε πύλη εισαγωγής αγαθών τα οποία, διαμέσου της Kύπρου, προέρχονταν από τον αραβικό κόσμο.
Μάλιστα, η Σελεύκεια ήταν το σημείο όπου εκτελωνίζονταν τα μεταξωτά υφάσματα που εισάγονταν από την Ανατολή.
Σταυροφορίες και αρμενική κυριαρχία
Η πόλη συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο και κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών. Το 1099/1100 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) απέστειλε στη Σελεύκεια τον μέγα δρουγγάριο Ευστάθιο με εντολή να φροντίσει για την ανοικοδόμηση των οχυρώσεών της.
Από το 1132 ως το 1137 η πόλη πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε προσωρινά από τον Αρμένιο ηγεμόνα Λέοντα A' (1129-1137),[6] αλλά παρέμεινε στην κατοχή των Βυζαντινών ως τη δεκαετία του 1180.
Αρμενική περίοδος της πόλης
Λίγο πριν από το 1190, η Σελεύκεια περιήλθε στην κυριαρχία του Αρμένιου ηγεμόνα Λέοντα B' (1187-1219, μετέπειτα βασιλέα Λέοντα A' [1198/99-1219]) και παρέμεινε σε αρμενικά χέρια ως το 1210.
Σύντομα, πάντως, η αδυναμία των Αρμενίων να υπερασπισθούν τα δυτικά σύνορα του κράτους της Κιλικίας υποχρέωσε τον Λέοντα A' να παραχωρήσει τη Σελεύκεια στο τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, οι οποίοι το 1210 εγκατέστησαν καστελλάνο στο κάστρο της πόλης. Η πόλη παρέμεινε στην κατοχή των Ιπποτών ως το 1226, οπότε επανήλθε στην αρμενική κυριαρχία.
Κατά τη διάρκεια της αρμενικής περιόδου, το λιμάνι της Σελεύκειας διατήρησε τη σημασία του ως κέντρο εμπορίου, καθώς σημειώνεται σε ναυτικούς χάρτες και πορτολάνους του 13ου και του 14ου αιώνα.[7]
Μάλιστα, σε ιστορικές πηγές για το εμπόριο, αναφέρεται ότι η Σελεύκεια εξήγαγε ως βασικό εμπόρευμα ξυλεία με βασικό αποδέκτη την Αίγυπτο.[8] Παράλληλα, το φρούριο της πόλης επισκευάστηκε το 1236.
Στο τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα η πόλη καταλήφθηκε από τους Μαμελούκους, τους Άραβες ηγεμόνες της Αιγύπτου.
Αρχαιολογικά ευρήματα
Αν και η σημερινή τουρκική πόλη Σιλιφκέ (αγγλικά- τουρκικά: Silifke), έχει καλύψει εξ ολοκλήρου την αρχαία και τη βυζαντινή Σελεύκεια, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολη η διεξαγωγή ανασκαφών, υπάρχουν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, που έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία της αρχαίας πόλης.
Εναπομείναντα μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου είναι δύο μεγάλες εκκλησίες (επονομαζόμενες και «βασιλικές», από τον αρχιτεκτονικό ρυθμό που έχουν), οι οποίες ανεγέρθηκαν στη θέση παλαιότερων αρχαίων ναών και χρονολογούνται πιθανώς στον 4ο αιώνα.[9]
Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο χρονολογείται επίσης και μια μεγάλη κινστέρνα που έχει βρεθεί κοντά στο αρχαίο θέατρο, ενώ στα νότια της πόλης έχει αποκαλυφθεί νεκροταφείο με βυζαντινές ταφές.
Στην κορυφή του λόφου στον οποίο είναι κτισμένη η Σελεύκεια δεσπόζει το κάστρο της πόλης, η ανοικοδόμηση του οποίου αποδίδεται στους ιππότες του Αγίου Ιωάννη, αν και διακρίνονται τμήματα και των βυζαντινών οχυρώσεων.
Περίπου δύο (2) χιλιόμετρα νότια της Σελεύκειας, στη σημερινή τοποθεσία Μερυεμλίκ (τουρκικά: Meryemlik), διασώζεται το μοναστήρι της Αγίας Θέκλας, ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνηματικά κέντρα της βυζαντινής Μικράς Ασίας.
↑Foss, C., “The Persians in Asia Minor and the End of Antiquity”, English Historical Review 90 (1975), σελ. 721-747, ιδ. σελ. 729-30.
↑Hild, F. – Hellenkemper, H., Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 403. Η M. Γρηγορίου-Ιωαννίδου αμφισβητεί την άποψη αυτή, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που διευκρινίζουν αν ο δρουγγάριος Σελευκείας διοικούσε στρατό ξηράς ή θάλασσας, βλ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, M., «Το ναυτικό θέμα των Κιβυρραιωτών. Συμβολή στο πρόβλημα της ιδρύσεώς του», Βυζαντινά 11 (1982), σελ. 214.
↑Βλ. Hild, F. – Hellenkemper, H., Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 403, όπου και η βιβλιογραφία για κάθε σφραγίδα χωριστά.
↑Hild, F. – Hellenkemper, H., Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 403.
↑Delatte, A. (ed.), Les Portulans grecs (Liege – Paris 1947), σελ. 175· Kretschmer, K. (ed.), Die italienischen Portolane des Mittelalters (Berlin 1909), σελ. 243, 529, 668.
↑Heyd, W., Histoire du commerce du Levant au moyen âge II (Leipzig 1885-1886), σελ. 83.
↑Hill, S., The Early Byzantine Churches of Cilicia and Isauria (Birmingham Byzantine and Ottoman Monographs 1, Birmingham 1996), σελ. 241.