Ρόπτρο

Επίθυρο ρόπτρο

Η ιστορία του ρόπτρου (αγγλικά: The door-knocker‎‎) είναι τόσο παλιά όσο και η ανάγκη για υποδήλωση της ανθρώπινης παρουσίας με το χτύπημα μιας πόρτας. Αυτή η ανάγκη για σήμανση με ήχο, καλύφθηκε με το ρόπτρο ή όπως έγινε γνωστότερο στις μέρες μας ως επίθυρο χεράκι.

Ιστορικές αναφορές

Μυθολογικοί χρόνοι

Στου μυθολογικούς χρόνους συναντάμε το ρόπτρο σαν έννοια που προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο μουσικό όργανο. Το χρησιμοποιούσαν οι ιερείς της θεάς Ρέας, όπως αναφέρεται από τον Λουκιανό.[1] Το όργανο αυτό ήταν ένας μικρός χάλκινος κρίκος με τεντωμένη επάνω του μεβράνη· μαζί με κρόταλα, έγχορδα και πνευστά όργανα, χρησιμοποιείτο σε τελετές της θεάς.

Ομηρικοί χρόνοι

Οι ομηρικοί χρόνοι και ο 8ος αι. π.Χ. είναι μία άλλη περίοδος του ρόπτρου[2][3]στον ελληνικό χώρο. Η πιο συνηθισμένη μορφή ήταν το «ευθύ ρόπτρο».[4] Η θέση του ήταν κάθετη προς το έδαφος και συνδεόταν με την πόρτα μέσω ενός αθέατου καρφωμένου μεταλλικού στοιχείου και ενός μικρού κρίκου ή βρόχου· το ελεύθερο άκρο του, όταν ανασηκωνόταν, χτυπούσε πάνω στο ξύλο της πόρτας ή συνήθως σε μεταλλικό στοιχείο (πλάκα) ή σε πλατυκέφαλο καρφί. Στην ίδια θέση και με την ίδια μορφή σχεδόν τη συναντάμε και σήμερα και στην Οξυά Καστοριάς (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου 8).

Κλασικοί χρόνοι

Στους κλασικούς χρόνους η εννοιολογική σημασία του ρόπτρου έλκεται από τη λέξη «ροπή»: η προς τα κάτω φορά, κλίσις, το γέρσιμο· ο Ευριπίδης στον Ιππόλυτο [5] αναφέρει: «τῷ τρόπῳ Δίκης έπαισεν αὐτόν ῥόπτρον», ενώ αλλού γίνεται αναφορά για το ρόπτρο της πόρτας,στον Ίωνα[6] αλλά και ο Αριστοφάνης στη Λυσιστράτη «νῦν δέ και ῥόπτρον χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα»[7]

Βυζαντινοί χρόνοι

Στους βυζαντινούς χρόνους ο κρίκος εξακολουθεί να είναι η πιο διαδεδομένη μορφή ρόπτρου μαζί με τη λεοντοκεφαλή. Σ΄αυτή τη μορφή, που τα καλύτερά δείγματά της πρωτοσυναντάμε στη Θεσσαλονίκη, σιγά-σιγά χάνει τους κλασικούς χαρακτήρες και η Δυτική επιρροή γίνεται φανερή.

Μεσαίωνας

Επίθυρο στη Φλωρεντία

Στον Μεσαίωνα και μέχρι τον 15ο αι. εμφανίζεται το γοτθικό ρόπτρο και οι παραλλαγές του. Ένα κλασικό γοτθικό ρόπτρο είναι η λεοντοκεφαλή- αρκετά απλοποιημένη και με έντονες διαφορές από την ελληνική- με τον κρίκο στα δόντια του ζώου· η χαίτη του ανοίγει σαν αστέρι με δεκαπέντε κορυφές. Σε δεύτερο κύκλο υπάρχουν φύλλα αμπέλου και τσαμπιά σταφύλια, ενώ σε τρίτο κύκλο υπάρχει λεπτή σιδερόβεργα που περιβάλλει το σύνολο της παραστάσεως. Από το κάτω μέρος του κρίκου μέχρι την άκρη της χαίτης το γοτθικό ρόπτρο έχει ύψος 14 εκατοστά.

Αναγέννηση

Στην αναγέννηση το ρόπτρο γνωρίζει τη μεγαλύτερη ίσως ποικιλία μορφών και σχεδόν πάντα είναι χυτό και από κράμα διαφόρων μετάλλων. Τα σχέδια είναι περίτεχνα και οι μορφές τέλεια γλυπτά, όπως ρόπτρα με κεφαλή αλόγου που η επίκρουση γίνεται με το πέταλο του που κρέμεται γύρω από τον λαιμό του ζώου ή την κεφαλή κόρης με πλεξούδες, ένα έφηβο ή και μυθολογικά θέματα όπως η μέδουσα, ο κύκνος με σώμα φιδιού ακόμα και οι σάτυροι

Μεταγενέστεροι χρόνοι

Κελτικό ρόπτρο
Ρόπτρο-Καλαμάτα
Ρόπτρο, Μυτιλήνη, Λέσβος

Οι κοινωνικές και οι βασικότερες ανάγκες επιβιώσεως ανέστειλαν για πολλά χρόνια την οποιαδήποτε σκέψη για «καλλιέπεια στις εξώθυρες». Η ισχυρή όμως παράδοση των μαστόρων δεν άργησε να δημιουργήσει ξανά τα νέα- πρωτόγονα για την εποχή- εργαστήρια, συνέχεια των παλαιών οργανωμένων. Στη «Μεταλλοτεχνία» ακόμα και στο πιο μικρό χωριό υπήρχε εργαστήριο, αν όχι πάντοτε παραγωγής, τουλάχιστον επισκευής και συντηρήσεως αντικειμένων καθημερινής χρήσης.[8]

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. Λουκιανός«παραπλῆγες δ΄αμφί ῥόπτροις κελαδούσι Κρήτι ῥυθμῷ», Εικόνες 36
  2. «...κορώνη αργυρέη» Όμηρος, α΄.441
  3. «...χρυσέη κορώνη» Όμηρος η΄ 90
  4. «Ρόπτρον ἐπίσπαστρον θύρας» (Οδύσσεια στιχ. α 441), όπως αναγράφει ο Μητροπολίτης Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
  5. Ευριπίδης, Ιππόλυτος,1172
  6. Ευριπίδης, Ίων 1612
  7. Αριστοφάνης, Λυσιστράτη 6.2
  8. Κ. Μακρής, Μεταλλοτεχνία της νεοελληνικής χειροτεχνίας, Ε.Τ.Ε. 1969

Βιβλιογραφία

  • Φαίδων Κουκουλές, Λαογραφικά, Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1950
  • Αριστοτέλης Ζάχος, Γιάννενα, Ηπειρωτικά Χρονικά 1928
  • Απόστολος Βακαλόπουλος σσ. 7-25, Οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι επί τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1958
  • Κωνσταντίνος Πηχιών, σ.51- Τουριστικός οδηγός Καστοριάς, Καστοριά 1958
  • Παντελής Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, σ. 193, εκδ. Αλευρόπουλος, Αθήνα 1949
  • Χαράλαμπος Ιωαννίδης, "...και τω κρούοντι ανοιγήσεται", Φωτογραφικό λεύκωμα, Εκδόσεις ΕΦΕ,2023.