Οι οχιές είναι είδη ιοβόλων φιδιών που ανήκουν στην οικογένεια Viperidae. Η γεωγραφική τους εξάπλωση περιλαμβάνει όλα τα μέρη του κόσμου, εκτός από την Ανταρκτική, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Μαδαγασκάρη, τη Χαβάη, διάφορα άλλα απομονωμένα νησιά και περιοχές βόρεια του Αρκτικού Κύκλου. Όλα τα είδη της οικογένειας έχουν δόντια που συνδέονται με ιοβόλους αδένες.
Περιγραφή
Η οχιά είναι ένα μεσαίου μεγέθους ερπετό, το οποίο φτάνει σπάνια το ένα μέτρο μήκος[1]. Το σώμα της οχιάς έχει σχήμα κυλινδρικό. Τα αρσενικά φίδια έχουν χρώμα σταχτί, ενώ τα θηλυκά είναι πιο ανοιχτόχρωμα μπεζ. Το σώμα τους καλύπτεται από φολίδες, όπως και το κεφάλι. Επίσης, στη ράχη το φίδι έχει σκούρα σχέδια σε σχήμα τεθλασμένης γραμμής, ενώ στο κεφάλι τα σχήματα που έχει σχηματίζουν το γράμμα Χ ή Λ. Τα θηλυκά έχουν πιο μικρό μήκος από τα αρσενικά. Το κεφάλι τους είναι πιο πλατύ προς τα πίσω και διακρίνεται έντονα από το σώμα. Η ουρά τους είναι κοντή. Έχουν δυνατή όραση ακόμα και στο σκοτάδι, ενώ η ίριδα των ματιών τους έχει την ιδιότητα να αλλάζει ανάλογα με την ένταση του φωτός. Στην άνω γνάθο είναι εξοπλισμένη με δύο μυτερά δόντια, μεγαλύτερα από τα κοινά που έχει, τα οποία συνδέονται με αδένες που εκκρίνουν δηλητήριο. Το φίδι αυτό συναντάται σε παραποτάμιες περιοχές με βραχώδεις σχηματισμούς, καθώς έχει την ικανότητα να αναρριχάται και να κολυμπάει.
Αναπαραγωγή
Τα περισσότερα είδη είναι ωοζωοτόκα. Η ίδια η λέξη viper (επιστημονική ονομασία του φιδιού) προέρχεται από τις λατινικές λέξεις vivo = ζω και pario = γεννώ.[2] Γεννά 10-20 ζωντανά μικρά, τα οποία έχουν δηλητήριο.
Συμπεριφορά
Όταν η οχιά δαγκώσει τη λεία της, τότε πιέζονται οι αδένες και εκκρίνεται δηλητήριο, το οποίο μέσω των δοντιών περνά στην πληγή του θύματος. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η οχιά έχει την ικανότητα να καθορίζει την ποσότητα δηλητηρίου που θα χύσει στο θύμα της. Γενικότερα, η ποσότητα του δηλητηρίου είναι ανάλογη του μεγέθους του φιδιού.
Τροφή και επικινδυνότητα
Οι ενήλικες οχιές τρέφονται με μικρά ζώα, όπως ποντίκια, άλλα ερπετά και πτηνά. Το δηλητήριό τους είναι επικίνδυνο. Τυπικά περιέχει πολλές πρωτεϊνάσες (ένζυμα που διαλύουν πρωτεΐνες). Αυτές προκαλούν συμπτώματα πόνου, οίδημα και νέκρωση, όπως επίσης και απώλεια αίματος. Ο θάνατος συνήθως επέρχεται από την πτώση της αρτηριακής πίεσης.[3] Οι οχιές δεν επιτίθενται ποτέ στον άνθρωπο εάν δεν πατηθούν, πιαστούν ή απειληθούν άμεσα.
Αν δεχθεί κάποιος δηλητηριώδες δήγμα από οχιά, απαιτείται έγκαιρη ιατρική φροντίδα. Είναι σημαντικό να μην σκιστεί ή κοπεί το δέρμα στο σημείο του δήγματος και να μην δεθεί το δαγκωμένο μέλος. Το δηλητήριο εξαπλώνεται κυρίως μέσω της λέμφου και όχι της φλεβικής ή αρτηριακής οδού, έτσι το να προκληθεί αιμορραγία στο σημείο του δαγκώματος δεν είναι μόνο ανούσιο, αλλά και επικίνδυνο, λόγω του τραυματικού σοκ που μπορεί να προκληθεί και να επιδεινώσει την κατάσταση του τραυματία. Επίσης, μία σφιχτή περίδεση του δαγκωμένου μέλους φράσσει την κυκλοφορία του αίματος και μπορεί να προκαλέσει νέκρωση, γάγγραινα και θρομβώσεις, έτσι είναι σημαντικό να διατηρηθεί η ομαλή κυκλοφορία του αίματος.[4] Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, αν δεν επιφέρει τον θάνατο, το δήγμα της οχιάς αφήνει μόνιμη ουλή στο σημείο του δαγκώματος, ή μπορεί να απαιτηθεί ακρωτηριασμός του μέλους. Μπορεί επίσης ο τραυματίας να είναι αλλεργικός στο δάγκωμα.[5] Κατά τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δηλητηριωδών δηγμάτων στη χώρα μας, τα συμπτώματα υποχωρούν μετά την κατάλληλη ιατρική περίθαλψη και επέρχεται η πλήρης ίαση του ασθενούς.