Οστιάριος

Ο Οστιάριος (από το λατινικό ostiarius, "θυροφύλακας, κλητήρας") ήταν βυζαντινό αυλικό αξίωμα αποκλειστικά για ευνούχους αυλικούς αξιωματούχους.

Ιστορία και αρμοδιότητες

Στα «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» αναφέρεται ως οστιάριος κάποιος Αντίοχος στην διάρκεια του 6ου αιώνα, πιο συγκεκριμένα κατά την περίοδο βασιλείας του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (βασίλευσε μεταξύ 527-565), ενώ σε σφραγίδα του 7ου αιώνα αναφέρεται ένας "οστιάριος και κουβικουλάριος" (υπηρέτης της αυτοκρατορικής κρεβατοκάμαρας).[1][2] Ως καθαρά τιμητικός τίτλος, ο οποίος φερόταν παράλληλα με ενεργά αξιώματα, ο οστιάριος αναφέρεται για πρώτη φορά σε ιστορικές πηγές το έτος 787. Εκείνη την περίοδο, ο τίτλος φαίνεται ότι είχε πια καθιερωθεί ως τιμητικός, αν και υπάρχουν αναφορές για εξακολούθηση της ύπαρξής του ως ενεργού αξιώματος, όπως στο «Κλητορολόγιον» του Φιλοθέου το 899, όπου γίνεται αναφορά σε έναν "βασιλικό οστιάριο", με ρόλο θυρωρού.[3]

Το αξίωμα αποτελούσε απονεμόμενο τίτλο (διὰ βραβείου ἀξία), με έναν χρυσό στέφανο με διακοσμημένη λαβή ως χαρακτηριστικό του «βραβείον», του οποίου η απονομή σηματοδοτούσε και τηνα πονομή του τίτλου. Αποτελούσε το τέταρτο χαμηλότερο αξίωμα για ευνούχους, πάνω από τον σπαθαροκουβικουλάριο και κατώτερο του πριμικηρίου, ενώ ήταν αποκλειστικά δεσμευμένο για ευνούχους.[4] Συνήθως δινόταν σε μεσαίας τάξεως δημόσιους λειτουργούς, όπως οι πρωτονοτάριοι.[1]

Το αξίωμα αναφέρεται για τελευταία φορά το 1086. Ο Νικόλαος Οικονομίδης συμπεραίνει πως έπαυσε να υφίσταται προς τα τέλη του 11ου αιώνα, παρά το γεγονός πως ακόμη μια αναφορά σε οστιάριο γίνεται το 1174, ενώ ορισμένες σφραγίδες έχουν χρονολογηθεί στον 12ο ή, ακόμη και στον 13ο αιώνα.[1][2]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 Kazhdan 1991, σελ. 1540.
  2. 2,0 2,1 Oikonomides 1972, σελ. 300.
  3. Bury 1911, σελ. 122.
  4. Bury 1911, σελ. 120.

Πηγές