Το Νεσέμπαρ[4][5][6][7] ή Μεσημβρία[8][9][10][11][12][13] (βουλγαρικά: Несебър, προφέρεται: [nɛˈsɛbɐr], αρχαίο όνομα Μενεβρία και μεταγενέστερα Μεσημβρία), είναι πόλη της Βουλγαρίας στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η πόλη είναι το διοικητικό κέντρο της ομώνυμου Δήμου και συχνά αναφέρεται ως το μαργαριτάρι της Μαύρης Θάλασσας ή ως το Ντουμπρόβνικ της Μαύρης Θάλασσας. Η πόλη είναι μια πόλη-μουσείο με ιστορία 3.000 χρόνων και ένας από τους κυριότερους τουριστικούς προορισμούς της Βουλγαρίας. Βόρεια της πόλης υπάρχει η ηλιόλουστη παραλία (Βουλγαρικά: Слънчев бряг, Σλάντσεφ Μπριάγκ· Slanchev Bryag· Slunchev Bryag) ένα διάσημο θέρετρο διακοπών στη Βουλγαρία.
Όντας στα σύνορα μιας απειλούμενης αυτοκρατορίας από εξωτερικούς εχθρούς, όπως η Βυζαντινή, το Νεσέμπαρ απέκτησε πλούσια ιστορία. Η σύγχρονη πόλη βρίσκεται στη θέση της αρχαίας Μεσημβρίας. Η αρχαία πόλη βρίσκεται σε μια βραχώδη χερσόνησο, παλιότερα νησί, που ενώνεται με μια λωρίδα γης με τη στεριά. Τα αρχαιολογικά ερείπια της πόλης χρονολογούνται κυρίως από την περίοδο και περιλαμβάνουν την ακρόπολη, έναν ναό του Απόλλωνα, την αρχαία αγορά και ένα τμήμα των αρχαίων θρακικών τειχών. Επίσης, υπάρχουν μεσαιωνικά μνημεία από την περίοδο που η πόλη αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες περιοχές του Βυζαντίου στα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, ενώ τα ξύλινα σπίτια του 19ου αιώνα είναι χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής εκείνης της περιόδου.
Το 1983, λόγω της ιστορίας της και των πολλών διαφορετικών πολιτισμών που πέρασαν από αυτή, ανακηρύχθηκε από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, θεωρούμενη ως "πλούσια πόλη-μουσείο".[14]
Κατά τον Δεκέμβριο του 2009, η πόλη διέθετε πληθυσμό of 11.626 κατοίκων.[15]
Τοπωνύμιο
Θρακική κατά την αρχαιότητα η πόλη έφερε το όνομα Μενεβρία. Υπήρξε η μόνη δωρική αποικία στη Μαύρη Θάλασσα υπό την ονομασία Μεσημβρία. Η λέξη «Νεσέμπαρ», βουλγαρικό όνομα της σύγχρονης πόλης, αποτελεί γλωσσική εξέλιξη της αρχαίας λέξης «Μεσημβρία»[4] και χρονολογείται από τον 11ο αιώνα.[16]
Ιστορία
Μενεβρία - Μεσημβρία
Σημαντική πόλη της Θράκης η Μενεβρία πήρε το αρχικό της όνομα από τον Μένη και τη θρακική κατάληξη -βρία, που σημαίνει πόλη.[17] Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ότι το το αρχικό της όνομα ήταν Μελσημβρία, από τον ιδρυτή της Μέλσα. Σύμφωνα με το έργο του Αρριανού, Περίπλους του Ευξείνου Πόντου[18] η Μεσημβρία ιδρύθηκε από Καρχηδόνιους κατά την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ωστόσο, η πόλη ιδρύθηκε λίγο αργότερα, μετά την καταστολή της ιωνικής εξέγερσης από Βυζαντινούς και Καλχηδόνιους φυγάδες.[19] Ο Στράβων αναφέρει ότι ήταν αποικία Δωριέων από τα Μέγαρα.[20] Αλληλοσυμπληρούμενες οι διαφορετικές απόψεις υποδεικνύουν ότι η θρακική πόλη αποικήθηκε αρχικά από Μεγαρείς για να δεχθεί αργότερα αποίκους από Βυζάντιο και την Καρχηδόνα. Κατά την αρχαιότητα ήταν μία από τις πόλεις που σχημάτιζαν την Ελληνική Πεντάπολη του Ευξείνου. Αν και αναφέρεται σχετικά σπάνια στην ιστορία, φαίνεται από σχετικές αναφορές ότι συνέχισε την ιστορική της πορεία.[21] Το 425-424 ΠΚΕ ενώθηκε με τη Δηλιακή Συμμαχία, υπό την καθοδήγηση της κλασικής Αθήνας.[4] Υπολείμματα της Ελληνιστικής περιόδου περιλαμβάνουν την ακρόπολη, ναό του Απόλλωνος και αγορά. Σπάραγμα τείχους, τμήμα των οχυρώσεων είναι ακόμα ορατό στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου. Ορειχάλκινα και αργυρά νομίσματα κόβονταν στα νομισματοκοπεία της πόλης από τον 5ο αι. π.Χ. και χρυσά από τον 3ο αι. π.Χ. Η πόλη καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους το 71 π.Χ., αλλά φαίνεται ότι συνέχισε να διατηρεί προνόμια, όπως η κοπή δικών της νομισμάτων.[22] Περί το 61 π.Χ. ο Δάκας βασιλέας Μπουρεμπίστα κατέλαβε την πόλη εκδιώκοντας τους Ρωμαίους, στην επιτυχημένη προσπάθειά του να επεκτείνει τα σύνορα της Δακίας προς τις Δαλματικές ακτές και να ελέγξει τμήμα του εμπορίου στο Αιγαίο και τον Εύξεινο.[23] Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395, η Μεσημβρία παρέμεινε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Βυζαντινή - Βουλγαρική αυτοκρατορία
Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο σύμφωνα με τον Προκόπιο Καισαρέα, όπως τον αναφέρει ο Μπόγιαν Ντουμάνοβ (Boyan Dumanov) σε σχετικό άρθρο της Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού,[24] τα τείχη σε opus mixtum, μεικτό τρόπο, δηλαδή επάλληλες στρώσεις λίθου και ρωμαϊκής κεραμίδας και ορισμένες εκκλησίες ανοικοδομήθηκαν κατά την περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Μεγάλου. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι πως υπεύθυνος για τις ανοικοδομήσεις στη Σκυθία ήταν ο προκάτοχός του Ιουστίνου Α΄, ο Αναστάσιος Α΄.[25] Η πόλη αλώθηκε κατά τις επιδρομές των Αβάρων και τμήμα του τείχους καταστράφηκε για να ανοικοδομηθεί τον 7ο αι.[26]
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 7ου αιώνα, το 681 ανέδειξε τη στρατηγική σημασία της πόλης στους πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων. Όντας τμήμα της βυζαντινής επικράτειας η Μεσημβρία έγινε ένα από τα σημαντικότερα προπύργια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους. Στην πόλη κυριάρχησαν διαδοχικά οι δύο αντίπαλοι, έως το 812 όταν κυριεύτηκε και ενσωματώθηκε στην Α΄ Βουλγαρική Αυτοκρατορία υπό τον χαν Κρούμο,[27] ο οποίος κατέστρεψε ολοσχερώς τα τείχη. Το 864 παραχωρήθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τον Νυάζ Μπόρις Α΄ το 864 για να ανακαταληφθεί στη συνέχεια από τον τσάροΣυμεών Α'. Επί της Β΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας γνώρισε ευημερία υπό το ΒούλγαροτσάροΙβάν Αλεξάντερ, μέχρι που την κατέκτησαν οι Σταυροφόροι το 1366 υπό τον Αμεδαίο ΣΤ΄, Κόμη της Σαβοΐας και την επέστρεψαν στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 1452, η πόλη παραχωρήθηκε από τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο στον Ούγγρο ηγεμόνα Ουνιάδη ως αντάλλαγμα της συμμαχίας του κατά των Τούρκων.[27]
Οθωμανική περίοδος
Η κατάληψη του Νεσέμπαρ από τους Οθωμανούς το 1453 συνέπεσε με την αρχή της παρακμής της πόλης, η οποία ωστόσο διατήρησε τα αρχιτεκτονικά της μνημεία, όπως επίσης την οικονομική και πνευματική της ζωή. Σε αυτή την περίοδο χτίστηκαν εκκλησίες, ζωγραφίστηκαν εικόνες και επιτοίχιες αγιογραφίες. Το λιμάνι συνέχισε να λειτουργεί ως εισαγωγικό και εξαγωγικό κέντρο στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Σε ορισμένες από τις μονές του Νεσέμπαρ αναφέρονται scriptoria[28] από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα.[29]
Τρίτο βουλγαρικό κράτος
Μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από τον οθωμανικό ζυγό το 1878, η πόλη έγινε μέρος της αυτόνομης οθωμανικής επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας μέχρι την ένωσή της με τη Βουλγαρία το 1886 Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα το Νέσεμπαρ ήταν μια μικρή πόλη Ελλήνων ψαράδων και αμπελοκαλλιεργητών. Στις αρχές του 20ού αι. ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε στα 1.870 άτομα και η πόλη έγινε σημαντικό παραθαλλάσιο κέντρο. Αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο ελληνικός πληθυσμός παρουσίασε ελαφρά κάμψη και ο βουγλαρικός άνοδο.[8] Μετά το 1925 η πόλη επεκτάθηκε και η ιστορική αρχαία πόλη αναστηλώθηκε.
Αρχιτεκτονική
Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά μνημεία στην πόλη αποτελούν οι εκκλησίες της και άλλα μνημεία, που αντικατοπτρίζουν και την εξέλιξη της ιστορίας της μέσα από τους διαφορετικούς πολιτισμούς που πέρασαν από αυτήν.
Ο ανεμόμυλος του 18ου αιώνα. Βρίσκεται στην είσοδο της χερσονήσου στο δρόμο που οδηγεί στην παλιά πόλη.
Ο ναός Χριστού του Παντοκράτορα 14ου αιώνα.
Ο ναός του Αγίου Στεφάνου 11ου αιώνα. Αρχικά κτίστηκε τον 11ο αιώνα και ξαναχτίστηκε 500 χρόνια μετά.
Ο ναός των Αρχάγγελων Μιχαήλ και Γαβριήλ 13ου αιώνα.
Ο ναός του Αγίου Παρασκευά 13ου αιώνα.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή 10ου αιώνα.
Πύργος - οχύρωμα.
Αρχιτεκτονική ξύλινων σπιτιών.
Η πιο παλιά είναι η Μητρόπολη του 5ου αιώνα, ενώ άλλες θεμελιώθηκαν αργότερα, όπως ο Άγιος Ιωάννης στα 1325 ή ο Άγιος Στέφανος στα 1342. Υπάρχουν επίσης πέτρινοι τάφοι με ρωμαϊκές επιγραφές και ερείπια του βυζαντινού κάστρου, ενώ διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα εκτίθενται στα μουσεία της πόλης.[30]
↑Σάκκος (01700)Αρχειοθετήθηκε 2015-03-22 στο Wayback Machine., Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, «Περιοχή: Μεσημβρία, Βουλγαρία. Ο σάκκος αποτελεί σήμερα το κατεξοχήν αρχιερατικό άμφιο....προέρχεται από τη Μεσημβρία της Ανατολικής Ρωμυλίας.....»
↑Pliny the Elder, The Natural History John Bostock, M.D., F.R.S. H.T. Riley, Esq., B.A. London. Taylor and Francis, Red Lion Court, Fleet Street. 1855.
↑Σταύρος Καλφιώτης (4 Απριλίου 2004). «Καθ' οδόν στο Νέσεμπαρ». Τα Καθημερινά της Κυριακής. Εφημερίδα "Ριζοσπάστης". σελ. 16. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2019.