Η Αγία Ελένη έγινε γνωστή ως τόπος εξορίας του Ναπολέοντα, ο οποίος έζησε εκεί από το 1815 μέχρι το θάνατό του το 1821. Η Οικία Λόνγκγουντ (Longwood House), όπου έμεινε ο Ναπολέων, και το Σέιν Βάλεϊ (Sane Valley), όπου τάφηκε, ανήκουν στη γαλλική κυβέρνηση από το 1858. Έχει έκταση 122 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 4.439, με βάση την απογραφή του 2021.[1]
Το νησί ανακαλύφθηκε στις 21 Μαΐου 1502 από τον εξερευνητή Ζοάο ντα Νόβα, ο οποίος του έδωσε το όνομα «Αγία Ελένη». Το νησί ήταν ακατοίκητο και με τα χρόνια οι Πορτογάλοι έχτισαν ένα παρεκκλήσι και μερικά σπίτια, αν και δεν έγινε ποτέ μόνιμη εγκατάσταση. Εισήγαγαν επίσης κατσίκια που θα χρησίμευαν ως πηγή κρέατος για μελλοντικές αποστολές. Ο Τόμας Κάβεντις έγινε ο πρώτος Άγγλος που επισκέφτηκε το νησί, σε μια αποτυχημένη αποστολή το 1591. Οι Ολλανδοί διεκδίκησαν το νησί το 1645–1659 και αργότερα το 1673, αλλά τελικά μετά την επέμβαση του Αγγλικού Ναυτικού το νησί αποδόθηκε στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών από τον Κάρολο Β΄ της Αγγλίας. Το 1999, και αργότερα το 2005, η Βρετανική Κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια κατασκευής αεροδρομίου στην Αγία Ελένη, για να τονώσει την οικονομία και να μειώσει την εξάρτηση από τη ναυσιπλοΐα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ιστορία
Ανακάλυψη και εποικισμός
Οι περισσότερες ιστορικές πηγές προσδιορίζουν την ανακάλυψη του νησιού στις 21 Μαΐου του 1502 από τον Ισπανό θαλασσοπόρο Ζοάο ντα Νόβα κατά το ταξίδι επιστροφής του από την Ινδία. Η ονομασία αποδίδεται στην Αγία Ελένη της Κωνσταντινούπολης. Μια άλλη άποψη αναφέρει ότι το νησί ανακαλύφθηκε στις 30 Ιουλίου του 1503 από μία μοίρα πλοίων με διοικητή τον Εστεβάο ντα Γκάμα, αποδίδοντας στον ντα Νόβα την ανακάλυψη του νησιού Τριστάν ντα Κούνια.[3][4][5] Οι Πορτογάλοι βρήκαν το ακατοίκητο νησί με δέντρα και πόσιμο νερό, ενώ εισήγαγαν ζώα, κυρίως κατσίκες, οπωροφόρα και λαχανικά, ενώ κατασκεύασαν μία εκκλησία και ένα ή δύο σπίτια αφήνοντας εκεί τους άρρωστους ναύτες τους για να επιστρέψουν αργότερα στην Πορτογαλία. Οι έποικοι παρέμειναν αλλά δεν κατασκεύασαν κάποιο μόνιμο οικισμό. Το νησί απέκτησε ιδιαίτερη σημασία ως σημείο ανεφοδιασμού κατά την επιστροφή από την Ασία, καθώς βρίσκεται στη ζώνη των αληγών ανέμων που οδηγούσαν τα πλοία από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στο νότιο Ατλαντικό.
Υπάρχει η διαδεδομένη άποψη ότι οι Πορτογάλοι κατάφεραν να κρατήσουν την ύπαρξη του νησιού μυστική μέχρι σχεδόν το τέλος του 16ου αιώνα, αν και τόσο η θέση όσο και το όνομα του αναφέρεται σε ένα ολλανδικό βιβλίο του 1508, στο οποίο περιγράφεται μία Πορτογαλική αποστολή του Φρανσίσκο ντε Αλμέιντα στις Ανατολικές Ινδίες. Επίσης, ο Λόπο Χόμεμ Ρέινεϊς αναφέρει τις θέσεις της Αγίας Ελένης και του νησιού Ασένσιον στον παγκόσμιο άτλα του 1519.[6]
Οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι ήταν Πορτογάλοι, ενώ το νησί είχε δεχθεί σταδιακά τις επισκέψεις Άγγλων, Ισπανών και Ολλανδών εξερευνητών, με συνέπεια η θέση του να γίνει γνωστή στις αποικιοκρατικές δυνάμεις της εποχής. Οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί σταμάτησαν τους τακτικούς ανεφοδιασμούς στο νησί, καθώς άρχισαν να χρησιμοποιούν λιμάνια τους κατά μήκος των αποικιών τους στις ακτές της δυτικής Αφρικής, αλλά και επειδή δέχονταν επιθέσεις τόσο στα πλοία τους, αλλά και στις εγκαταστάσεις, την εκκλησία, την κτηνοτροφία και τις φυτείες του νησιού, κυρίως από Ολλανδούς και Άγγλους ποντοπόρους. Το 1633, η Ολλανδία ανακοίνωσε επίσημα τα δικαιώματά της στην Αγία Ελένη, αν και το νησί δεν είχε ποτέ καταληφθεί, οχυρωθεί ή είχε μόνιμους κατοίκους. Μέχρι το 1651 όμως, οι Ολλανδοί σταμάτησαν να χρησιμοποιούν το νησί για μεταστάθμευση, καθώς προτίμησαν την πλούσια αποικία που ίδρυσαν στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Η εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, 1658–1815
Η ιδέα προσάρτησης της Αγίας Ελένης στο Αγγλικό Στέμμα εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1644, ενώ το 1649 η Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών εξέδωσε οδηγία στα πλοία της να περιμένουν το ένα το άλλο στην Αγία Ελένη κατά το ταξίδι επιστροφής τους στη Βρετανία. Από το 1656 και στη συνέχεια η εταιρία ζήτησε από την κυβέρνηση να συνοδεύει με πολεμικά σκάφη τα πλοία της από την Αγία Ελένη στη Βρετανία, ενώ παράλληλα της χορηγήθηκε το δικαίωμα διακυβέρνησης του νησιού, κατά την περίοδο της Κοινοπολιτείας του Όλιβερ Κρόμγουελ, το 1657.[7] Τον επόμενο χρόνο, η εταιρία εγκατέστησε στο νησί αποίκους καλλιεργητές και το οχύρωσε, ενώ ένας στόλος για την προστασία του νησιού έφτασε το 1659. Από αυτό το έτος, η Αγία Ελένη έχει τον τίτλο της δεύτερης παλαιότερης Αγγλικής αποικιακής κτήσης με τις Βερμούδες. Με την αποκατάσταση της μοναρχίας το 1660, ο οικισμός ονομάστηκε Τζέιμσταουν, ενώ το προνόμιο ιδιοκτησίας του νησιού από την εταιρία αναγνωρίστηκε και από το στέμμα.
Το 1672, η ανταγωνίστρια Ολλανδική Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών επιχείρησε να καταλάβει με στρατιωτικές δυνάμεις το νησί, καθώς ο σταθμός που λειτουργούσε στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας δεν αποτελούσε ιδανικό λιμάνι για τα συμφέροντά της. Η Βρετανική διοίκηση εγκατέλειψε προσωρινά το νησί για τη Βραζιλία, για το επανακαταλάβει το 1673 χωρίς απώλειες και ένοπλη σύρραξη. Τον ίδιο χρόνο η εταιρία ζήτησε περισσότερα προνόμια από τον Κάρολο τον Β΄ της Αγγλίας, για να προωθήσει το εμπόριο.
Γεωγραφία
Βρισκόμενη στη Μεσοατλαντική Ράχη του Νότιου Ατλαντικού Ωκεανού, σε απόσταση πάνω από 2.000 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη σημαντική χερσαία μάζα, η Αγία Ελένη είναι ένα από τα πιο απομακρυσμένα μέρη στον κόσμο.[8] Το κοντινότερο λιμάνι σε αυτήν είναι το Μοσάμεντες της νότιας Ανγκόλας. Ωστόσο, η μεταφορική σύνδεση με το Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής χρησιμοποιείται για τις περισσότερες ναυτιλιακές ανάγκες, όπως συμβαίνει με το φορτηγό πλοίο που εξυπηρετεί το νησί, το MS Helena.[9][10]
Το νησί συνδέεται με δύο άλλα απομονωμένα νησιά του Νότιου Ατλαντικού, που αποτελούν επίσης βρετανικό υπερπόντιο έδαφος: τη Νήσο Αναλήψεως, περίπου 1.300 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Αγίας Ελένης, και το Τριστάν ντα Κούνια, το οποίο βρίσκεται στα 2.437 χιλιόμετρα από την Αγία Ελένη. Το νησί βρίσκεται στο δυτικό ημισφαίριο και έχει το ίδιο γεωγραφικό μήκος με την Κορνουάλη του Ηνωμένου Βασιλείου.[11] Παρά την απομακρυσμένη τοποθεσία του, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών το ταξινομεί ως μέρος της Δυτικής Αφρικής.[12]
Το νησί της Αγίας Ελένης είναι έκτασης 122 χλμ2 και αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τραχύ έδαφος ηφαιστειακής προέλευσης (οι τελευταίες ηφαιστειακές εκρήξεις συνέβησαν πριν από περίπου 7 εκατομμύρια χρόνια).[13] Οι παράκτιες περιοχές καλύπτονται από ηφαιστειακό βράχο και είναι θερμότερες και ξηρότερες από τις κεντρικές. Το ψηλότερο σημείο του νησιού είναι η Κορυφή Νταϊάνα στα 818 μέτρα. Το 1996 χαρακτηρίστηκε ως το πρώτο εθνικό πάρκο του νησιού. Μεγάλο μέρος του νησιού καλύπτεται από το φυτό λινάρι Νέας Ζηλανδίας, που αποτελεί κληρονομιά της πρώην βιομηχανίας, αλλά υπάρχουν και άλλα δέντρα που φυτεύτηκαν τα νεότερα χρόνια για την αναγέννηση του λεγόμενου Μεγάλου Δάσους. Το Δάσος της Χιλιετίας φυτεύτηκε με αυτόχθονα μαστιχόδεντρα.[14][15][16][17]
Όταν ανακαλύφθηκε το νησί, ήταν καλυμμένο με μία μοναδική βλάστηση, συμπεριλαμβανομένου του αειθαλούς δέντρου με την ονομασία μελανόδεντρο. Η ενδοχώρα του νησιού θεωρείται ότι αποτελούνταν από ένα πυκνό τροπικό δάσος, ενώ και οι παράκτιες περιοχές ήταν πιθανώς αρκετά πράσινες. Το σύγχρονο τοπίο είναι πολύ διαφορετικό, με εκτεταμένο γυμνό βράχο στις χαμηλότερες υψομετρικά περιοχές, αν και η ενδοχώρα διαθέτει πράσινο, κυρίως λόγω της εισαγόμενης βλάστησης. Στο νησί δεν υπάρχουν αυτόχθονα θηλαστικά, αλλά έχουν εισαχθεί βοοειδή, γάτες, σκύλοι, γαϊδούρια, κατσίκες, ποντίκια, κουνέλια, αρουραίοι και πρόβατα, με αποτέλεσμα τα αυτόχθονα είδη να έχουν επηρεαστεί αρνητικά. Η δραματική αλλαγή του τοπίου πρέπει να αποδοθεί σε αυτές τις εισαγωγές. Για παράδειγμα, το καλλωπιστικό φυτό ακαλύφη και η ελιά της Αγίας Ελένης έχουν πλέον εξαφανιστεί, ενώ πολλά άλλα ενδημικά φυτά απειλούνται με εξαφάνιση.[18][19]
Υπάρχουν διάφοροι βράχοι και νησίδες πλησίον της ακτής, συμπεριλαμβανομένων των κάτωθι: Κασλ Ροκ, Νησίδα Σπίρι, Νιντλ, Λόουερ Μπλακ Ροκ, Άπερ Μπλακ Ροκ, Μπερντ Άιλαντ, Μπλακ Ροκ, Νησίδα Τόμσονς Βάλει, Νησίδα Πικντ, Νησίδα Εγκ, Λέιντις Τσερ, Λάιτερ Ροκ, Λονγκ Λετζ, Νησίδα Σορ, Νησίδα Τζορτζ, Νησίδα Ραφ Ροκ, Φλατ Ροκ, Μπόις, Νησίδα Σάντι Μπέι, Τσίμνι, Νησίδα Γουάιτ Μπερντ και Φράιτους Ροκ. Το σύνολο από αυτά βρίσκονται σε ζώνη ενός χιλιομέτρου από την ακτή.[20]
Στην Αγία Ελένη ζει και το γηραιότερο ζώο στον κόσμο, η χελώνα Τζόναθαν, ηλικίας 184 ετών.[23]
Δημογραφία
Η Αγία Ελένη έχει πληθυσμό περίπου 4.439 κατοίκων, κυρίως βρετανικής καταγωγής, από μετανάστες και στρατιώτες, αλλά και απόγονους σκλάβων που μεταφέρθηκαν με την ίδρυση της αποικίας, αρχικά από την Αφρική (Πράσινο Ακρωτήριο, Χρυσή Ακτή και δυτική ακτή της Αφρικής), αλλά και στη συνέχεια από την Ινδία και τη Μαδαγασκάρη. Η εισαγωγή σκλάβων σταμάτησε λόγω του αυξημένου ποσοστού τους στον πληθυσμό το 1792. Το νησί αποικήθηκε από τους Βρετανούς πρώτη φορά το 1659. Το 1804 η Αγία Ελένη έγινε η έδρα της Βρετανικής μοίρας της δυτικής Αφρικής, για την παρεμπόδιση της εξαγωγής σκλάβων στη Βραζιλία, με συνέπεια την απελευθέρωση αρκετών χιλιάδων σκλάβων στο νησί. Σχεδόν όλοι ήταν Αφρικανοί και περίπου 500 παρέμειναν εκεί, ενώ οι υπόλοιποι σταδιακά στάλθηκαν στις δυτικές Ινδίες και το Κέιπ Τάουν, και τελικά στη Σιέρα Λεόνε. Επίσης, μετανάστες από την Κίνα μεταφέρθηκαν στο νησί από το 1810 με κορύφωση του ρεύματος το 1818. Μετά την επαναφορά του Στέμματος στη Βρετανία το 1834, οι περισσότεροι επαναπατρίστηκαν, αν και αρκετοί μεταφέρθηκαν στη Νότια Αφρική. Αντίστοιχα, στο νησί βρέθηκαν και λίγοι Ινδοί, κύρια απασχολούμενοι σε λιμενικές εργασίες.
Ο χριστιανισμός έχει βαθιές ρίζες στην Αγία Ελένη και έχει παίξει έναν συμβολικό ρόλο στην τοπική κοινωνία. Η πλειοψηφία των κατοίκων ανήκουν στην Εκκλησία της Αγγλίας, μέλη της επισκοπής της Αγίας Ελένης, η οποία περιλαμβάνει και το νησί Ασενσιόν. Έδρα της επισκοπής είναι το νησί της Αγίας Ελένης. Το 2009 συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από την ίδρυση της επισκοπής. Στο νησί στην πορεία των χρόνων είχαν συνεχή παρουσία και άλλα χριστιανικά δόγματα, όπως η Καθολική Εκκλησία από το 1852, ο Στρατός της Σωτηρίας από το 1886, η Εκκλησία των Βαπτιστών από το 1845, καθώς και πρόσφατα η Εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (3% του πληθυσμού)[24] και η Νέα Αποστολική Εκκλησία. Ο Μπαχαϊσμός, ως νεότερη θρησκεία, έχει παρουσία επίσης στο νησί από το 1954.
Το αρχιπέλαγος Τριστάν ντα Κούνια, το οποίο κατοικείται από το 1815 και ανήκει διοικητικά στην Αγία Ελένη, έχει πληθυσμό μικρότερο από 300 κατοίκους, κυρίως με ρίζες από τη Βρετανία, την Ιταλία, αλλά και την ίδια την Αγία Ελένη. Ο χριστιανισμός είναι η κύρια θρησκεία, με επικρατέστερη την Εκκλησία της Αγγλίας και την Καθολική Εκκλησία.
Το νησί Ασενσιόν δεν έχει μόνιμους κατοίκους, αλλά κατοικείται από μεταβαλλόμενο πληθυσμό περίπου 1,000 ατόμων, μέλη των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και της Βρετανίας, καθώς και πολιτικό προσωπικό, που απασχολούνται στην Αγγλοαμερικανική αεροπορική βάση, μαζί με τις οικογένειές τους, αλλά και προσωπικό των κυβερνητικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών της Βρετανίας. Οι πολίτες της Αγίας Ελένης και των άλλων νησιών της διοικητικής επικράτειάς της έχουν την υπηκοότητα των Βρετανικών Υπεράκτιων Περιοχών, ενώ από το 2002 έχουν παράλληλα και τη Βρετανική υπηκοότητα.
Μετά την περίοδο του Ναπολέοντα στο νησί, διαδοχικές εξάρσεις ανεργίας έχουν οδηγήσει σε μετανάστευση των κατοίκων κυρίως προς τη Μεγάλη Βρετανία, τη Νότια Αφρική, και παλαιότερα προς την Αυστραλία. Σήμερα, καταγράφεται αντίστοιχη κίνηση προς το γειτονικό νησί Ασενσιόν λόγω της στρατιωτικής βάσης, στα νησιά Φώκλαντ μετά τον ομώνυμο πόλεμο, αλλά και στη Βρετανία.
Η Αγία Ελένη παραμένει μία από τις περιοχές του κόσμου χωρίς κανένα καταγεγραμμένο κρούσμα AIDS. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2017 τα 79,6 χρόνια (76,7 χρόνια οι άνδρες και 82,7 οι γυναίκες).[25]
Διακυβέρνηση
Το νησί έχει Σύνταγμα από την 1η Ιανουαρίου του 2009.[26] Έπειτα από τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, στις 25 Οκτωβρίου 2021 εξελέγη η πρώτη επικεφαλής υπουργός. Από τον Μάιο του 2019 Κυβερνήτης είναι ο Φίλιπ Ράσμπρουκ. Επικεφαλής υπουργός της Αγίας Ελένης είναι η Τζούλι Τόμας από τις 25 Οκτωβρίου 2021. Τις γαλλικές κτήσεις στην Αγία Ελένη κυβερνά ο Μισέλ Ντανκουάν-Μαρτινό (Michel Dancoisne-Martineau) από την 1η Δεκεμβρίου 1987 (επίτιμος πρόξενος από τις 5 Αυγούστου 1991).[27]
Εκλογές
Νομοθετικό σώμα είναι το μονοθάλαμο Νομοθετικό Συμβούλιο (Legislative Council, με 16 έδρες, ανάμεσα στις οποίες ο πρόεδρος, τρία μέλη εξ οφίτσιο και 12 εκλεγμένα). Δώδεκα από τα μέλη του εκλέγονται (σε μονοεδρική περιφέρεια, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκλογές του 2009, όταν τα μέλη του Συμβουλίου εξελέγησαν σε 2 εξαεδρικές περιφέρειες ) με καθολική ψηφοφορία για τετραετή θητεία.
Οι τελευταίες εκλογές, κατά τις οποίες εξελέγησαν 12 ανεξάρτητοι, διενεργήθηκαν στις 13 Οκτωβρίου 2021.
Ιστορικό εκλογών και δημοψηφισμάτων
Γενικές εκλογές διεξήχθησαν τα έτη 1963, 1966 , 1968, 1972, 1976, 2005, 2009, 2013, 2017[28] και 2021.
Επίσης, στο πρώτο δημοψήφισμα στις 21 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 2002 ποσοστό γύρω στο 72% των πολιτών ψήφισαν υπέρ της κατασκευής αεροδρομίου.[29]
Στο επόμενο δημοψήφισμα στις 25 Μαΐου 2005 οι ψηφοφόροι αρνήθηκαν την βρετανική πρόταση για ένα νέο σύνταγμα που θα καθιέρωνε ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης (υπουργικό σύστημα).[30] Σε επόμενο δημοψήφισμα, στις 23 Μαρτίου 2013, καταψηφίστηκε σε ποσοστό 80% η πρόταση για θεσμοθέτηση του Ανώτατου Συμβούλου (Chief Councillor). Η συμμετοχή ήταν μόλις 10%.[31]
Στις 17 Μαρτίου 2021 διενεργήθηκε δημοψήφισμα, στο οποίο υπερψηφίστηκε η πρόταση της αλλαγής του συστήματος διακυβέρνησης σε υπουργικό σύστημα. Έτσι, θεσμοθετήθηκε η θέση του Επικεφαλής Υπουργού.[32]
↑A.H. Schulenburg, 'The discovery of St Helena: the search continues'. Wirebird: The Journal of the Friends of St Helena, Issue 24 (Spring 2002), pp.13–19.
↑Duarte Leite, História dos Descobrimentos, Vol. II (Lisbon: Edições Cosmos, 1960), 206.
↑de Montalbodo, Paesi Nuovamente Retovati & Nuovo Mondo da Alberico Vesputio Fiorentino Intitulato (Venice: 1507).
↑The Voyage from Lisbon to India, 1505–6, being an account and journal by Albericus Vespuccius, translated from the contemporary Flemish [by George Frederick Barwick and Janet M. E. Barwick], and edited with prologue and notes by C. H. Coote. [With the text of the original entitled “Die reyse va Lissebone” in facsimile.], Published by B. F. Stevens in 1894.