Ο Δημήτριος Α' Σωτήρ έστειλε νέο στρατό στην Ιουδαία (20,000 πεζούς και 2,000 ιππείς) υπό τον Βακχίδη. Ο Βακχίδης πήγε στην Γαλιλαία και πραγματοποίησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Κατόπιν κατευθύνθηκε στην Ιερουσαλήμ[1]. Όταν έμαθε ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος βρισκόταν στρατοπεδευμένος στο χωριό Ελασά έσπευσε να τον αντιμετωπίσει. Ο Ιούδας διέθετε από 1,000 έως 3,000 άντρες[2][3].
Όταν μαθεύτηκε ότι ο Βακχίδης ερχόταν εναντίον του, αρκετοί από τους στρατιώτες του Ιούδα τον εγκατέλειψαν. Έτσι του απέμειναν μόνο 800 άντρες. Στο μεταξύ, ο Βακχίδης είχε ήδη φτάσει μπροστά στο στρατόπεδο των αντιπάλων του και το είχε σχεδόν περικυκλώσει. Ο βασιλικός στρατός παρατάθηκε με την φάλαγγα στο κέντρο και το ιππικό στα κέρατα. Μπροστά από αυτούς παρατάχθηκαν οι τοξότες και οι ελαφροί πεζοί. Ο Βακχίδης πήρε θέση στο δεξί κέρας. Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες, ο βασιλικός στρατός επιτέθηκε[4][5].
Ο Ιούδας πραγματοποίησε έξοδο και δόθηκε σκληρή μάχη. Αντιλαμβανόμενος ότι ο Βακχίδης βρισκόταν στο δεξί κέρας, επιτέθηκε προς εκείνη την πλευρά. Η ορμή των Μακκαβαίων διασκόρπισε αρκετό από το ιππικό των αντιπάλων τους στα γύρω υψώματα[6]. Το ιππικό όμως που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά της βασιλικής παράταξης στράφηκε ανενόχλητο προς τα δεξιά και επιτέθηκε στους Μακκαβαίους από τα νώτα[6]. Οι Μακκαβαίοι περικυκλώθηκαν και ο Ιούδας σκοτώθηκε κατά την διάρκεια της μάχης (160 π.Χ.). Όσοι συμπολεμιστές του ήταν ζωντανοί διέφυγαν[7][8].
Οι αδελφοί του Ιούδα, Ιωνάθαν και Σίμων, κατάφεραν να πάρουν πίσω το νεκρό σώμα του ύστερα από κήρυξη ανακωχής και να το μεταφέρουν στο χωριό Μωδεείν όπου το κήδεψαν μέσα σε γενικό πένθος[9][10] .