Ο Μάγκνους, δανικά Magnus (5 Σεπτεμβρίου 1540 - 28 Μαρτίου 1583) από τον Οίκο του Όλντενμπουρκ ήταν δούκας του Χόλσταϊν (1559)[5] και μετά τιτουλάριος βασιλιάς της Λιβονίας, υποτελής του Ιβάν Δ΄ της Ρωσίας[6].
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο κάστρο Κρίστιανσμποργκ της Κοπενχάγης και ήταν ο δευτερότοκος γιος του Χριστιανού Γ΄ της Δανίας και της Δωροθέας των Ασκάνια, κόρης του Μάγκνους Α΄ δούκα της Σαξονίας-Λάουενμπουργκ.
Στα 17 έτη του εστάλη στη Γερμανία για να μορφωθεί σε διάφορες Αυλές της χώρας. Το 1559 απεβίωσε ο πατέρας του και ο Μάγκνους επέστρεψε στη Δανία για τη στέψη του μεγαλύτερου αδελφού του Φρειδερίκου Β΄ ως βασιλιά. Το ίδιο έτος ο επίσκοπος Έσελ-Βηκ & Κουρλάνδης (περιοχών στη Λιβονία) πώλησε τα εδάφη του για 30.000 τάληρα στον Φρειδερίκο Β΄. Ο βασιλιάς προτίμησε να παραχωρήσει τη Λιβονία στον Μάγκνους, αντί να διαιρέσει τα πατρικά εδάφη με τον αδελφό του. Ο Μάγκνους δέχθηκε να αποκηρύξει το δικαίωμα διαδοχής του στα δουκάτα Σλέσβιχ & Χόλσταϊν και το 1560 μετέβη με στρατό στο Έσελ, όπου αμέσως εκλέχθηκε επίσκοπος Έσελ-Βηκ & Κουρλάνδης από τον Σύλλογο του καθεδρικού ναού[7].
Βασιλιάς της Λιβονίας
Το 1570 ο Μάγκνους έφθασε στη Μόσχα, όπου ο Ιβάν Δ΄ της Ρωσίας τον έστεψε βασιλιά της Λιβονίας με αντάλλαγμα τη συμμαχία του. Ήταν η περίοδος του Πολέμου της Λιβονίας (1558-83) και οι περιοχές έπρεπε να κατακτηθούν. Έλαβε τον καταστατικό χάρτη του υποτελούς βασιλείου[8]. Ο Μάγκνους έφυγε από τη Μόσχα με 20.000 Ρώσους στρατιώτες για να καταλάβει το Ρέβαλ (νυν Τάλιν) από τους Σουηδούς. Ο Ιβάν Δ΄ ήλπιζε στη βοήθεια του Φρειδερίκου Β΄, αλλά αυτό δεν έγινε και ο Μάγκνους εγκατέλειψε την πολιορκία[5][9].
Ζήτησε από τους ευγενείς της Λιβονίας να συνασπιστούν μαζί του εναντίον των ξένων, αλλά ο ΙΒάν Δ΄ του επιτέθηκε και τον αιχμαλώτισε. Όταν ελευθερώθηκε δεν ήταν πια αυτός βασιλιάς, αλλά ο Στέφαν Μπάτορυ της Πολωνίας[10]. Έζησε τα τελευταία έτη στο κάστρο Πίλτεν στην επισκοπή της Κουρλάνδης, όπου απεβίωσε[11]. Το 1662 το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Δανία και εναποτέθηκε στον καθεδρικό του Ρόσκιλε[12].