Το λινέλαιο (αγγλ.: linseed oil ή flaxseed oil) είναι ένα άχρωμο έως υποκίτρινο φυτικό έλαιο που εξάγεται από τους ωριμασμένους και αποξηραμένους σπόρους του φυτού του λιναριού (Linum usitatissimum). Το λινέλαιο αποκτάται με συμπίεση των σπόρων, που ακολουθείται μερικές φορές και από διάλυση σε κάποιο διαλύτη. Το έλαιο αυτό προτιμάται στη διατροφή εξαιτίας των υψηλών επιπέδων α-λινολενικού οξέος (ένα λιπαρό οξύ ω-3), αλλά είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται στη μαγειρική μόνο το λάδι που προορίζεται για αυτό τον σκοπό, καθώς το υπόλοιπο (βρασμένο) λινέλαιο θερμαίνεται και δέχεται κατεργασία με χημικές ουσίες που το καθιστούν ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Το λινέλαιο ανήκει στα λεγόμενα «αποξηραινόμενα έλαια», δηλαδή μπορεί να πολυμερίζεται σε στερεά ουσία. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς του, το λινέλαιο χρησιμοποιείται, μόνο του ή αναμεμιγμένο με άλλα έλαια, ρητίνες και Διαλύτες, ως βερνίκι (σε φινίρισμα ξύλου), στα χρώματα της ζωγραφικής (ελαιογραφία), ως πλαστικοποιητής και σκληρυντικό στον στόκο και αλλού. Αυτές οι χρήσεις του λινελαίου έχουν υποχωρήσει μετά τα μέσα του 20ού αιώνα εξαιτίας της αυξανόμενης διαθεσιμότητας συνθετικών ρητινών, οι οποίες ενεργούν με παρόμοιο τρόπο αλλά είναι ανθεκτικότερες στο «κιτρίνισμα».[1]
Το λινέλαιο είναι βρώσιμο έλαιο που πωλείται ως συμπληρωματικό διατροφής. Σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, όπως στη Γερμανία, καταναλώνεται παραδοσιακά με πατάτες και τυρί.
Χημική σύσταση
Το λινέλαιο, όπως και άλλα έλαια, είναι ένα τριγλυκερίδιο. Διακρίνεται για την υψηλή περιεκτικότητά του σε α-λινολενικό οξύ, το οποίο αντιδρά χαρακτηριστικά με το οξυγόνο όταν εκτίθεται στον αέρα.
Τα λιπαρά οξέα στο συνηθισμένο λινέλαιο είναι τα παρακάτω ανά κατηγορία:[2]
Με μεγάλες περιεκτικότητες διακόρεστων και τριακόρεστων εστέρων, το λινέλαιο είναι ιδιαίτερα ευεπίφορο σε αντιδράσεις πολυμερισμού όταν εκτίθεται στο ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αυτός ο πολυμερισμός, που αποκαλείται και «αποξήρανση» του ελαίου, έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του σε άκαμπτο στερεό. Ο πολυμερισμός μπορεί να είναι τόσο εξώθερμος, ώστε να δημιουργεί κίνδυνο πυρκαγιάς υπό ορισμένες συνθήκες. Για την αποφυγή άκαιρης αποξηράνσεως, τα προϊόντα λινελαίου (λαδομπογιές, στόκος) θα πρέπει να αποθηκεύονται σε αεροστεγείς συσκευασίες.
Το λινέλαιο, όπως και κάποια άλλα «αποξηραινόμενα» έλαια, φθορίζει όταν φωτίζεται με υπεριώδες φως μετά την υποβάθμισή του.[3]
Χρήσεις
Οι περισσότερες χρήσεις του λινελαίου εκμεταλλεύονται την «αποξήρανσή» του, δηλαδή το ότι αρχικώς το υλικό είναι υγρό ή τουλάχιστον εύπλαστο, ενώ τελικώς γίνεται άκαμπτο αλλά όχι εύθρυπτο. Η υδροφοβική φύση του υδρογονανθρακικού υλικού που προκύπτει αποτελεί πλεονέκτημα.
Στα ελαιοχρώματα
Το λινέλαιο είναι ένας συνηθισμένος φορέας που χρησιμοποιείται στα ελαιοχρώματα (λαδομπογιές). Αλλά και ως διαλύτης καθιστά τα ελαιοχρώματα πιο διάφανα και γυαλιστερά. Διατίθεται σε ποικιλίες, όπως ψυχρής συνθλίψεως, επεξεργασμένο με αλκαλικά, λευκασμένο, παχύρρευστο και πολυμερισμένο (stand oil). Η χρήση του λινελαίου υπήρξε μία σημαντική πρόοδος στην τεχνική της ελαιογραφίας στη ζωγραφική.
Στον στόκο
Ο παραδοσιακός στόκος, που αποτελείται από μία πάστα σκόνης κιμωλίας και λινελαίου, είναι στερεωτικό για τους υαλοπίνακες, το οποίο σκληραίνει μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά την εφαρμογή του και μετά μπορεί να βαφεί. Η χρησιμότητα του στόκου οφείλεται στον πολυμερισμό του λινελαίου.
Ως βερνίκι
Χρησιμοποιούμενο στο ξύλο, το λινέλαιο ξηραίνεται αργά και συστέλλεται ελάχιστα όταν σκληραίνει. Δεν καλύπτει την επιφάνεια όπως το κλασικό βερνίκι, αλλά εισχωρεί στους μεγάλους και μικρούς πόρους του ξύλου, αφήνοντας μία «μερικώς» γυαλιστερή επιφάνεια που αναδεικνύει την υφή του ξύλου. Προστατεύει όμως ελάχιστα από τα γδαρσίματα. Το νερό διαπερνά ένα βερνίκωμα λινελαίου σε μερικά λεπτά, ενώ ο υδρατμός το παρακάμπτει.[4] Τα έπιπλα κήπου που επαλείφονται με λινέλαιο μπορεί να αναπτύξουν μούχλα. Το ξύλο με λινέλαιο μπορεί να αποκτήσει μία κιτρινωπή απόχρωση και είναι πιθανό να σκουραίνει με την πάροδο των ετών. Επειδή γεμίζει τους πόρους, το λινέλαιο προστατεύει μερικώς το ξύλο από τη δημιουργία βαθουλωμάτων εξαιτίας συμπιέσεως.
Το λινέλαιο είναι ένα παραδοσιακό υλικό φινιρίσματος για τα κοντάκια όπλων. Πολλές στρώσεις λινελαίου αποτελούν την παραδοσιακή προστασία για το φρέσκο ξύλο ιτιάς των μπαστουνιών του κρίκετ, ώστε να διατηρεί κάποια υγρασία.[5] Επίσης, χρησιμοποιείται στα μπαστούνια του μπιλιάρδου, και κατά τη συντήρηση του ξύλου μιας κιθάρας, ενός μαντολίνου ή άλλου έγχορδου οργάνου.
Επιχρύσωση
Το βρασμένο λινέλαιο χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή επιχρύσωση για την επικόλληση λεπτών φύλλων χρυσού σε ένα υπόστρωμα. Προσφέρει πολύ περισσότερο χρόνο κατεργασίας πριν στεγνώσει από ό,τι τα επικολλητικά που βασίζονται στο νερό, δίνοντας μία σταθερή λεία επιφάνεια αρκετά επικολλητική στις πρώτες 12 ως 24 ώρες μετά το άπλωμά του ώστε να επιφέρει σταθερή προσκόλληση του χρυσού σε αυτή.
Στη διατροφή
Οι σπόροι του λιναριού περιέχουν λιγνάνες, μία τάξη φυτοοιστρογόνων που θεωρείται ότι διαθέτουν αντιοξειδωτικές και αντικαρκινικές ιδιότητες[6][7][8], παρότι το έλαιο που εξάγεται από τους σπόρους, σύμφωνα με κάποιες πηγές, δεν περιέχει τις λιγνάνες τους[6]. Κάποιες μάρκες συμπληρωμάτων διατροφής προσθέτουν λιγνάνες κατά τη διαδικασία παραγωγής. Το λινέλαιο οξειδώνεται εύκολα, καθιστάμενο γρήγορα ταγγό, με δυσάρεστη οσμή, εκτός και αν διατηρείται στο ψυγείο. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, έχει χρόνο ζωής το πολύ ενός μήνα.[9] Το λινέλαιο με δυσάρεστη οσμή θα πρέπει να απορρίπτεται. Η οξείδωση του λινελαίου αποτελεί μείζον εμπορικό ζήτημα και μπορεί να προστίθενται αντιοξειδωτικά για να αποτρέψουν την τάγγιση.[10] Το λινέλαιο δεν συνιστάται γενικώς για μαγειρική χρήση, ωστόσο μία μελέτη δείχνει ότι το α-λινολενικό οξύ (ALA) είναι σταθερό για μαγείρεμα όταν είναι διαλυμένο στο λινέλαιο, αφού μπορεί να ανθέξει σε θερμοκρασίες μέχρι 177°C για δύο ώρες[11].
Το λινέλαιο που προορίζεται για μαγειρική χρήση εξάγεται με ψυχρή συμπίεση, χωρίς τη χρήση διαλυτών και σε κενό οξυγόνου. Χωρίς παραπέρα κατεργασία, φρέσκο και διατηρούμενο σε ψυγείο, το λινέλαιο αυτό πωλείται ως συμπλήρωμα διατροφής, ενώ αποτελεί παραδοσιακό φαγητό κάποιων ευρωπαϊκών χωρών, εκτιμώμενο για τη γεύση του. Περιέχει το περισσότερο ALA (που είναι λιπαρό οξύ ω-3) από όλα τα φυτικά έλαια[12]. Το συνηθισμένο λινέλαιο περιέχει πάνω από 52% ALA. Ειδικές ποικιλίες λιναριού που έχουν αναπτυχθεί παράγουν λινέλαιο με πολύ περισσότερο ALA (μέχρι και 70%), αλλά και πολύ λιγότερο (<3%).[13] Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) έχει δώσει την άδεια του «γενικώς αναγνωρισμένου ως ασφαλούς» (GRAS) στο λινέλαιο υψηλού α-λινολενικoύ οξέος[14].
Σύμφωνα με το Συμβούλιο Λιναριού του Καναδά, το ALA είναι απαραίτητο για την κανονική ανάπτυξη των νηπίων[15] και πιθανώς ευεργετικό ως προς τη μείωση των φλεγμονών που οδηγούν στην αθηροσκλήρωση[16] και σε καρδιακές παθήσεις[17]. Ωστόσο, πρόσφατες καλώς ελεγχόμενες μελέτες με placebo υποδεικνύουν ότι η τακτική κατανάλωση λινελαίου μάλλον δεν μειώνει τις πιθανότητες εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιοπάθειας ή καρκίνου.[18]
Αντιθέτως, δύο άλλες μελέτες[19][20] έχουν δείξει μία σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση ALA και στην αύξηση του κινδύνου εμφανίσεως καρκίνου του προστάτη. Αυτός ο κίνδυνος είναι ανεξάρτητος της πηγής του οξέος (π.χ. κρέας, λινέλαιο).[21]
Το stand oil παράγεται με τη θέρμανση λινελαίου στους 300°C περίπου επί λίγες ημέρες σε κενό αέρα. Υπό αυτές τις συνθήκες οι πολυακόρεστοι εστέρες μετατρέπονται σε συζευγμένα διένια, τα οποία με τη σειρά τους αντιδρούν κατά Diels-Alder σχηματίζοντας διασταυρούμενες αλυσίδες μορίων. Το προϊόν, που είναι πολύ παχύρρευστο υγρό, δίνει πολύ ομοιόμορφες επιστρώσεις, οι οποίες «αποξηραίνονται» (πολυμερίζονται με τον χρόνο) σε πιο ελαστικές επικαλύψεις από ό,τι το ίδιο το λινέλαιο. Η ίδια επεξεργασία μπορεί να γίνει με το σογιέλαιο, αλλά η μετατροπή είναι ακόμα πιο αργή. Οι επιστρώσεις από stand oils δεν κιτρινίζουν όσο οι επιστρώσεις από τα μητρικά τους έλαια.[25]
«Βρασμένο» λινέλαιο
Σήμερα ο όρος «βρασμένο λινέλαιο» (boiled linseed oil) αναφέρεται σε ένα μίγμα ακατέργαστου λινελαίου, stand oil (βλ. παραπάνω) και μεταλλικών καταλυτών (για την επιτάχυνση του πολυμερισμού).[25] Κατά τον Μεσαίωνα το λινέλαιο βραζόταν με οξείδιο του μολύβδου[26] (λιθάργη), με το προϊόν να έχει την ίδια ονομασία. Το οξείδιο του μολύβδου, έχοντας αλκαλικές ιδιότητες, «σαπωνοποιεί» το έλαιο, γεγονός που προάγει τη σκλήρυνσή του (πολυμερισμό) όταν το προϊόν αντιδρά με το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα.
Αυτόματη ανάφλεξη
Κουρέλια εμποτισμένα με λινέλαιο που αποθηκεύονται σε πυκνούς σωρούς θεωρούνται αιτία πυρκαγιάς, επειδή παρέχουν μεγάλη επιφάνεια για οξείδωση και τον πολυμερισμό του ελαίου, αντιδράσεις που είναι εξώθερμες και επιπλέον η οξείδωση επιταχύνεται με την άνοδο της θερμοκρασίας. Επομένως, όταν ο ρυθμός παραγωγής θερμότητας υπερβαίνει τον ρυθμό της αποβολής της στο περιβάλλον, η θερμοκρασία αυξάνεται πολύ και τελικώς μπορεί να προκαλέσει την αυτόματη ανάφλεξη των υφασμάτων.[27]
Το 1991 το κτήριο One Meridian Plaza στη Φιλαδέλφεια υπέστη σοβαρές ζημιές και τρεις πυροσβέστες χάθηκαν από πυρκαγιά που προκλήθηκε από υφάσματα εμποτισμένα με λινέλαιο[28], ενώ το 2011 σημειώθηκε πυρκαγιά σε ένα γκαράζ στο Σακραμέντο από την ανάφλεξη στουπιών με λινέλαιο[29].
Κατά την εξέταση της μούμιας του φαραώ Τουταγχαμών από τον αρχαιολόγο Χάουαρντ Κάρτερ, αυτή περιγράφηκε ως «επιφανειακώς καρβουνιασμένη» ("charred"). Η έρευνα του αρχαιολόγου Κρις Νώντον (Naunton) υποστηρίζει ότι, εξαιτίας της βιαστικής προετοιμασίας για την ταφή, αφού το σώμα σφραγίσθηκε μέσα στον τάφο του, το λινέλαιο και το λινό ύφασμα που χρησιμοποιηθηκαν στη μουμιοποίηση είχαν ως αποτέλεσμα αυτόματη ανάφλεξη που καψάλισε τη σορό[30].
↑Diane H. Morris. «Flax - A Smart Choice»(PDF). New Flax Facts. Flax Council of Canada. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 17 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Αυγούστου 2014.
↑«Flaxseed Oil». University of Maryland Medical Center. Απρίλιος 2002. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2006.
↑«Flax Seed Oil». Busy Women's Fitness. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2008.
↑D. Berab, D. Lahirib, A. Naga (Ιούνιος 2006). «Studies on a natural antioxidant for stabilization of edible oil and comparison with synthetic antioxidants». Journal of Food Engineering74 (4): 542–545. doi:10.1016/j.jfoodeng.2005.03.042.
↑Ramon JM, Bou R, Romea S, et al. (Σεπτέμβριος 2000). «Dietary fat intake and prostate cancer risk: a case-control study in Spain». Cancer Causes & Control11 (8): 679–85. doi:10.1023/A:1008924116552. PMID11065004.
↑«Linseed»(PDF). Interactive European Network for Industrial Crops and their Applications. 14 Οκτωβρίου 2002. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 27 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2008.
↑Leah Goldberg (2008-10-26). «Measuring Rate Capability of a Bakelite-Trigger RPC Coated with Linseed Oil». American Physical Society. Bibcode: 2008APS..DNP.DA033G.
↑ 25,025,1Ulrich Poth: «Drying Oils and Related Products» στην Ullmann's Encyclopedia of Industrial Chemistry, Wiley-VCH, Weinheim 2002