Η Λεκάνη Σάντμπερυ (Sudbury Basin) ή Δομή Σάντμπερυ (Sudbury Structure) είναι μείζων γεωλογική δομή στο Οντάριο του Καναδά, που αποτελεί τη σημερινή μορφή ενός μεγάλου πανάρχαιου κρατήρα προσκρούσεως αστεροειδή. Είναι ο τρίτος μεγαλύτερος γνωστός κρατήρας προσκρούσεως στη Γη και ένας από τους αρχαιότερους.
Η λεκάνη βρίσκεται στην Καναδική Ασπίδα και πήρε το όνομά της από την πόλη Σάντμπερυ στο νότιο μέρος της, ενοποιημένη σήμερα ως Μείζον Σάντμπερυ. Η λεκάνη αναφέρεται τοπικά ως «The Valley» («η Κοιλάδα»). Στις πλήρεις σημερινές διαστάσεις της, έχει μήκος 62 χιλιόμετρα και πλάτος 30.
Κοντά στη Δομή Σάντμπερυ βρίσκονται και άλλες αξιόλογες γεωλογικές δομές, όπως η Μαγνητική Ανωμαλία Τεμαγκάμι, ο κρατήρας προσκρούσεως της Λίμνης Γουαναπιτέι (Wanapitei), η Τεκτονική Ζώνη του μετώπου Γκρένβιλ και η ανατολική απόληξη της τεκτονικής ζώνης των Μεγάλων Λιμνών. Πάντως καμιά από αυτές δεν σχετίζεται άμεσα ως προς το αίτιο δημιουργίας της με κάποια άλλη.
Δημιουργία
Η Λεκάνη Σάντμπερυ σχηματίσθηκε ως κρατήρας από την πρόσκρουση με τη Γη ενός μικρού αστεροειδούς, διαμέτρου περίπου 10 έως 15 χιλιομέτρων, πριν από 1.849.000.000 έτη[1], κατά την Παλαιοπροτεροζωική εποχή.
Τα θραύσματα από την πρόσκρουση εκτινάχθηκαν σε μια έκταση 1,6 εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα, με δείγματα πετρώματος που εκτινάχθηκε να έχουν βρεθεί μέχρι και τη Μινεσότα.[2]
Προσομοιώσεις υποδεικνύουν ότι για ένα τόσο μεγάλο γεγονός μάλλον θραύσματα έπεσαν σε όλη την επιφάνεια της Γης[3], αλλά έχουν πλέον εξαφανισθεί από τη διάβρωση. Το αρχικό σχήμα του κρατήρα ήταν σχεδόν κυκλικό, με διάμετρο περί τα 130 χιλιόμετρα. Σταδιακά οι γεωλογικές διεργασίες τον αλλοίωσαν μέχρι το σημερινό μακρόστενο και μικρότερο σχήμα. Είναι ο τρίτος μεγαλύτερος γνωστός κρατήρας προσκρούσεως στη Γη μετά τον Κρατήρα Βρέντεφορντ στη Νότια Αφρική (διάμετρος > 250 χιλιόμετρα) και τον Τσιξουλούμπ κάτω από το σημερινό Γιουκατάν (150 χιλιόμετρα).
Σύγχρονη χρήση
Ο μεγάλος κρατήρας είχε αρχικώς βάθος περί τα 15 χιλιόμετρα και όλος αυτός ο τεράστιος όγκος γέμισε με μάγμα από τα ρήγματα της λιθόσφαιρας που δημιουργήθηκαν. Ως προερχόμενο κατευθείαν από τον μανδύα της Γης, αυτό το υλικό περιείχε βαρύτερα μέταλλα, όπως νικέλιο, χαλκό, λευκόχρυσο, παλλάδιο, χρυσό και άλλα. Αυτή η σύσταση αρχικώς ανιχνεύθηκε ως πιθανότητα το 1856 από τον Άλμπερτ Σώλτερ, όταν εντόπισε μαγνητικές ανωμαλίες στην περιοχή. Ο πρώτος καταυλισμός μεταλλωρύχων εκεί συστάθηκε το 1883, μόνο μετά την άφιξη του σιδηροδρόμου.
Ως αποτέλεσμα αυτών των συγκεντρώσεων μετάλλων, η Λεκάνη του Σάντμπερυ είναι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες εξορυκτικές περιοχές της Γης, που παράγει μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής νικελίου, όπως και χαλκού. Τα περισσότερα από αυτά τα αποθέματα βρίσκονται σήμερα στο εξωτερικό χείλος της λεκάνης.
Εξαιτίας της μεγάλης περιεκτικότητας του εδάφους, η λεκάνη προσφέρει την πιο εύφορη ίσως γη στο Βόρειο Οντάριο, με πολλά αγροκτήματα λαχανικών, μούρων και γαλακτοκομικών προϊόντων. Ωστόσο, εξαιτίας του βόρειου γεωγραφικού πλάτους, δεν είναι τόσο παραγωγική όσο οι γαίες του νότιου Οντάριο, μία ισορροπία που ενδέχεται να μεταβληθεί τις επόμενες δεκαετίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Μια αναμνηστική πλάκα σε πινακίδα έχει στηθεί από την επαρχία για την ανακάλυψη των αποθεμάτων νικελίου στο Σάντμπερυ.[4]