Ο Κρόκος του Βελουχιού (επιστ. ονομ. Crocus veluchensis) είναι είδος ανθοφόρου φυτού της οικογένειας των Ιριδοειδών, ενδημικό των Νοτίων Βαλκανίων.
Περιγράφηκε σαν είδος για πρώτη φορά από τον Γουίλιαμ Χέρμπερτ (William Herbert) το 1845 με την τωρινή του ονομασία, αν και από τότε του έχουν δοθεί κι άλλες συνώνυμες ονομασίες. Το είδος πήρε την ονομασία του από το Βελούχι (κορυφή και λαϊκή ονομασία του όρους Τυμφρηστός)[1] της Ευρυτανίας από όπου περιγράφηκε.
Περιγραφή
Ο κρόκος του Βελουχιού είναι βολβώδης χοανοειδής πόα. Φέρει άνθη λιλά-μπλε έως σκούρα μοβ ύψους 10 εκ., μερικές φορές με σκούρες άκρες. Λαιμός απαλός λιλά ή λευκός, φύλλα 2-4 (-5), που αναπτύσσονται γύρω από το σωλήνα του περιγονίου (1). Ανθήρες με τρία στίγματα ακέραια, πεπλατυσμένα σε χρώματα κίτρινο και πορτοκαλί, που διαιρούνται και επεκτείνονται κοντά στην κορυφή. Ο βολβός του περιβάλλεται από νηματώδεις ή δικτυωτούς χιτώνες. Ανθίζει την άνοιξη, τους μήνες Μάιο-Ιούλιο.[2][3]
Εξάπλωση και βιότοπος
Είναι είδος ενδημικό της Νότιας Βαλκανικής Χερσονήσου, με εξάπλωση βορείως των συνόρων της χώρας μας από την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι τη Βουλγαρία. Στην Ελλάδα ευδοκιμεί στα βουνά της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας, νότια μέχρι τον Παρνασσό. Απαντά σε φυλλοβόλα δάση οξιάς και κωνοφόρων και ανοιχτά αλπικά λιβάδια, στα 950-2600 μέτρα, όπου σχηματίζει μεγάλα χαλιά. Είναι ευρέως κοινό στη χώρα και θεωρείται είδος Χαμηλού Κινδύνου (LC) [3] Προτιμά μέρη προσήλια και αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες. Γι’ αυτό πολλές φορές τον συναντάμε να ξεπροβάλλει μέσα από το χιονισμένο τοπίο.[4]
Σημειώσεις
(1) περιγόνιο: έτσι λέγονται όλα μαζί τα πέταλα στα άνθη των φυτών της τάξης των Λειριωδών.
Εικόνες
Παραπομπές