Η κοπρινόλη[1] είναι φυσικό σεσκιτερπένιο, που απαντάται ελεύθερα στη φύση και σήμερα αποτελεί αντιβιοτικό φάρμακο. Η απομόνωσή της έγινε για πρώτη φορά από φυτικά είδη του γένους Coprinus.[2]
Η μικροβιολογική δράση και αποτελεσματικότητά της ερευνήθηκαν -όπως και η χημική δομή της- με φασματοσκοπικές μεθόδους. Ως νέας γενιάς αντιβιοτικό, η κοπρινόλη επέδειξε αντίσταση ενάντια ορισμένων πολυανθεκτικών θετικών κατά Gram βακτηρίων, σε μελέτη in vitro.[3]
Η ολική σύνθεση της κοπρινόλης ανακοινώθηκε ερευνητικά το 2016.[4]
Παραπομπές
↑«Coprinol». PubChem. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2024.
↑Johansson, M; Sterner, O; Labischinski, H; Anke, T (2001). «Coprinol, a new antibiotic cuparane from a Coprinus species». Zeitschrift für Naturforschung C56 (1–2): 31–4. doi:10.1515/znc-2001-1-205. PMID11302209.
↑Johansson, Martin; Sterner, Olov; Labischinski, Harald; Anke, Timm (1 February 2001). «Coprinol, a New Antibiotic Cuparane from a Coprinus Species». Zeitschrift für Naturforschung C (Walter de Gruyter GmbH) 56 (1-2): 31–34. doi:10.1515/znc-2001-1-205. ISSN1865-7125.