Το κολλώδιο (αγγλ. collodion)[1], ή κολλωδιοβάμβακας,[2] είναι εύφλεκτο και κολλοειδές παχύρευστο διάλυμα νιτροκυτταρίνης σε αιθέρα και αυθυλική αλκοόλη. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι στα κολλώδια: τα εύκαμπτα και τα μη εύκαμπτα. Ο εύκαμπτος τύπος χρησιμοποιείται συχνά ως χειρουργικός επίδεσμος ή για να συγκρατεί τους επιδέσμους στη θέση τους. Όταν βάφεται στο δέρμα, το κολλώδιο στεγνώνει και σχηματίζει ένα εύκαμπτο φιλμ νιτροκυτταρίνης. Ενώ αρχικά είναι άχρωμο, μεταχρωματίζεται με την πάροδο του χρόνου. Το μη εύκαμπτο κολλώδιο χρησιμοποιείται συχνά στο θεατρικό μακιγιάζ.
Το κολλώδιο υπήρξε πρωταρχικά η βάση των περισσότερων φωτογραφιών με υγρή πλάκα μέχρι που αντικαταστάθηκε από τα σύγχρονα γαλακτώματα ζελατίνης.
Ιστορικό
Το 1846 οι ερευνητές Louis-Nicolas Ménard και Florès Domonte πρώτοι ανακάλυψαν ότι η νιτρική κυτταρίνη δύναται να διαλυθεί στον κοινό αιθέρα. Επινόησαν έτσι ένα μείγμα αιθέρα (αιθοξυαιθάνιο) ως διαλύτη και αιθανόλης ως ένα αραιωτικό που μετέτρεπε τη νιτρική κυτταρίνη σε ένα διαυγές ζελατινώδες υγρό. Το παραχθέν κολλώδιο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως επίδεσμος το 1847 από έναν γιατρό της Βοστώνης, τον John Parker Maynard.[3][4] Το διάλυμα αυτό έλαβε αυτή την ονομασία, "κολλώδιον", από την ελληνική λέξη κολλώδης, από τον Dr. AA Gould στη Βοστώνη.[5]
Το 1851, ο Άγγλος Frederick Scott Archer ανακάλυψε ότι το κολλώδιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση στο ασπράδι αυγού σε γυάλινες φωτογραφικές πλάκες.[6] Η χρήση του αυτή μείωσε τον απαραίτητο χρόνο έκθεσης για τη δημιουργία μιας εικόνας. Αυτή η μέθοδος έγινε γνωστή ως μέθοδος «υγρού κολλωδίου». Επίσης επειδή το κολλώδιο ήταν σχετικά χωρίς κόκκους και άχρωμο, επέτρεψε μια από τις πρώτες υψηλής ποιότητας διαδικασίες διπλασιασμού, γνωστή ως αρνητικό. Αυτή η διαδικασία παρήγαγε επίσης δύο τύπους θετικών: τον αμβρότυπο και τον φερρότυπο (ferrotype).
Λοιπές χρήσεις
Το μη εύκαμπτο κολλώδιο χρησιμοποιείται στο θεατρικό μακιγιάζ για διάφορα εφέ. Όταν εφαρμόζεται στο δέρμα, συρρικνώνεται καθώς ο διαλύτης (συνήθως αιθέρας ή αλκοόλ) εξατμίζεται, προκαλώντας ρυτίδες και χρησιμοποιείται για την προσομοίωση γήρανσης ή ουλών.
Χρησιμοποιείται στον καθαρισμό οπτικών όπως λ.χ. τα κάτοπτρα τηλεσκοπίων. Το κολλώδιο εφαρμόζεται στην επιφάνεια του οπτικού, συνήθως σε δύο ή περισσότερα στρώματα.
Επειδή είναι καθαρός τύπος πυροξυλίνης, χρησιμοποιείται για την στερέωση δειγμάτων (μικροτομών) που εξετάζονται στο μικροσκόπιο.
Ως υλικό χρησιμοποιήθηκε από τον Άλφρεντ Νόμπελ για την ανακάλυψη της ζελατίνης ανατινάξεως, μιας πιο ισχυρής, εύκαμπτης και αδιάβροχης παραλλαγής του ήδη επιτυχημένου δυναμίτη.
Μερικοί τύποι βερνικιών νυχιών περιέχουν επίσης μικρή ποσότητα κολλωδίου.[7]