Το πραγματικό όνομα του Τέλλου Άγρα ήταν Σαραντέλλος ή Σαράντος Αγαπηνός. Αν και τυπικά δηλώνονται ως τόπος γέννησής του οι Γαργαλιάνοι Μεσσηνίας, ο πραγματικός τόπος γέννησής του, το 1880, ήταν το Ναύπλιο, στο οποίο υπηρετούσε τότε, ως Εφέτης, ο Γαργαλιανιώτης πατέρας του Ανδρέας Αντωνίου Αγαπηνός, ο οποίος εν τέλει αποφάσισε να τον εγγράψει στα μητρώα αρρένων των Γαργαλιάνων Μεσσηνίας.[1][2] Ο Σαράντος καταγόταν από ιστορική οικογένεια των Γαργαλιάνων, την οικογένεια των Αγαπηνών, η οποία είχε σημαντικό ρόλο κατά την Επανάσταση του 1821. Ο προπάππος του Αντώνιος Αγαπηνός ήταν έφορος της επιμελητείας του Αγώνα του 1821. Ο αδελφός του παππού του, ο Διονύσιος Αγαπηνός, ήταν οπλαρχηγός και επικεφαλής 100 περίπου Γαργαλιανιωτών, με τους οποίους συμμετείχε σε διάφορες μάχες του Απελευθερωτικού Αγώνα, όπως στα Δερβενάκια, στην εκστρατεία των Αθηνών, στην μάχη που έγινε στην περιοχή των Παλαιών Πατρών και στην πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο. Τόσο ο παππούς του καπετάν Άγρα, όσο και ο αδελφός του παππού του, υπογράφουν ως δημογέροντες των Γαργαλιάνων σε διάφορα έγγραφα της εποχής τους.[3] Ο δε Διονύσιος Αγαπηνός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας.[4] Ο Σαράντος Αγαπηνός είχε επίσης δυο αδελφούς, τον Αντώνη Αγαπηνό (Τρίπολη 1877 – Σύρος 1923) και τον Νίκο Αγαπηνό (Ναύπλιο 1890 – Μπένι Σουέφ Αιγύπτου 1947).
Σπουδές
Το 1901, ο Σαράντος αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων και τοποθετήθηκε στη φρουρά της Αθήνας. Η επιθυμία του να προσφέρει ουσιαστικότερες υπηρεσίες στην πατρίδα τον ώθησε μετά από λίγους μήνες στην εθελούσια κατάταξή του στα στρατιωτικά σώματα που αγωνίζονταν στη Μακεδονία εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Σε πολύ νεαρή ηλικία κατόρθωσε να διοριστεί αρχηγός ενός ανταρτικού σώματος, το οποίο προετοίμαζε στο Βόλο ο καπετάν Ακρίτας (Κωνσταντίνος Μαζαράκης).
Επαναστατική δράση
Με το βαθμό του υπολοχαγού μπήκε ως αντάρτης στο Βάλτο των Γιαννιτσών και πρωτοστάτησε στις συμπλοκές με τους κομιτατζήδες στο στρατηγικό αυτό σημείο, χωρίς να τον λυγίζουν οι τραυματισμοί και οι αρρώστιες του βάλτου. Στις 5 Ιουνίου1907 ο Βούλγαρος βοεβόδας Ζλάταν εκμεταλλεύτηκε το ήθος και την τιμιότητα του Άγρα και, αφού τον κάλεσε άοπλο να συμφιλιωθούν, τον αιχμαλώτισε και τον κρέμασε κοντά στο Τέχοβο (Καρυδιά), Εδέσσης της Π. Ε. Πέλλας.
Τον Σεπτέμβριο του 1906, ύστερα από απόφαση του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, αποστέλλονται στη λίμνη των Γιαννιτσών τρία νεοσυγκροτηθέντα ελληνικά σώματα. Μετά από μεσολάβηση του Νικολάου Ρόκα, καλείται στην περιοχή ο Αγαπηνός. Πρώτο εισήλθε στις αρχές του μήνα το σώμα του Ανθυπολοχαγού του Πεζικού Τέλλου Αγαπηνού με δύναμη είκοσι ανδρών, ενώ μετά από λίγες μέρες κατέφτασαν τα σώματα του Υπολοχαγού του Πεζικού Σάρρου Κωνσταντίνου (Κάλα) και Ανθυποπλοίαρχου Δεμέστιχα Ιωάννη (Νικηφόρου) με εικοσιπέντε άνδρες ο καθένας. Πρωταρχική αποστολή των σωμάτων ήταν η απομάκρυνση των βουλγαρικών συμμοριών από τη λίμνη, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί με ισχυρές δυνάμεις στο νοτιοδυτικό τμήμα της, έτσι ώστε να μπορεί να αποτελέσει βάση εξόρμησης και κέντρο ανεφοδιασμού των ελληνικών σωμάτων για τις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας.
Το Νοέμβριο επιχειρείται επίθεση από το σώμα του Αγαπηνού κατά των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, με σκοπό να καταλάβει την καλύβα Κούγκα. Η επιχείρηση δεν ήταν επιτυχής. Ο ίδιος ο Αγαπηνός τραυματίζεται και μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη, μετά από μια βδομάδα, ωστόσο, επανέρχεται. Στα τέλη Φεβρουαρίου αποχώρησε από τη λίμνη και εγκαταστάθηκε στη Νάουσα, αφενός για να αποθεραπευτεί από τα τραύματα και τους πυρετούς από τους οποίους έπασχε, αφετέρου για να διευθύνει τον αγώνα της περιοχής. Παρά τον κλονισμό της υγείας του και τα τραύματά του εξακολουθούσε να συμμετέχει ενεργά.
Εντούτοις, τον Απρίλιο του 1907, το Προξενείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αντικαταστήσει τους αρχηγούς και τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν δοκιμαστεί και εξαντληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανάμεσά τους και ο Άγρας. Ωστόσο, επανειλημμένα λάμβανε πληροφορίες για την πτώση του ηθικού των βουλγαρικών συμμοριών και τη διάθεση πολλών στελεχών των κομιτάτων να διακόψουν τους δεσμούς τους με αυτά και να προσχωρήσουν στον ελληνικό αγώνα. Τέτοια διάθεση εκδήλωσε ο βοεβόδαςΖλατάν, την οποία καλωσόρισε ο Άγρας. Ήθελε να επισφραγίσει την πολυσχιδή δράση του με τη θεαματική προσχώρηση στην ελληνική πλευρά μεγάλης ομάδας κομιτατζήδων.
Η προδοσία και το τραγικό τέλος του καπετάν-Άγρα
Ακολούθησαν αρκετές συναντήσεις των δύο αρχηγών πριν την τελευταία συνάντηση της 3ης Ιουνίου. Εκείνη τη μέρα, οι κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ, Κασάπτσε, Χαντούρη και Ζλατάν, παραβαίνοντας τις συμφωνίες, συνέλαβαν τον Άγρα και τον Αντώνη Μίγγα, ενώ οι υπόλοιποι από τη συνοδεία αφέθηκαν αργότερα ελεύθεροι. Τους διαπόμπευσαν ως δήθεν αιχμαλώτους, δεμένους και ξυπόλυτους, στα χωριά της περιοχής, με σκοπό να αναπτερώσουν το ηθικό των τρομοκρατημένων οπαδών των κομιτατζήδων. Μάλιστα στο Σαρακηνό (τότε Σαρακίνοβο), που ήταν το ορεινό κέντρο των κομιτατζήδων και το οποίο αποκαλούνταν "Μικρή Σόφια", οι Βούλγαροι δε σεβάστηκαν ούτε την τιμή των δύο Ελλήνων αγωνιστών[5]. Τελικά, τη νύχτα της 7ης Ιουνίου, τους απαγχόνισαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας). Το γεγονός τάραξε τους Έλληνες της περιοχής και η προδοσία των Βουλγάρων φανάτισε τους Έλληνες αντάρτες, με αποτέλεσμα ο ελληνικός αγώνας να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση και περισσότερες επιτυχίες.
Η λαϊκή παράδοση κατέγραψε τον θάνατο του Τέλλου Άγρα με πολλά τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι το σλαβόφωνο μοιρολόι:
Νέμας μάικα, ζλάτνο τσέτνο, να τα πλάτσι; (Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;)
Νέμας σέστρα, ντα τα ζάλια; (Δεν έχεις αδερφή, να σε πενθήσει;)
Κάκβα ιζλαζάγια; (Πώς σε ξεγέλασαν;)
Κάκβα ντονισέα ντα βα ουμπέσατ να ουρέχουτ; (Πώς σ' έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;)
Ντα βα ντόνσατ να τσούζντι μέστου, (Να σε φέρουν σε ξένη γη,)
τσούζντι μάικι ντα πλάκατ, (ξένες μάνες να σε κλάψουν,)
τσούιντι σέστρι ντα βα ρέντατ. (ξένες αδερφές να σε μοιρολογήσουν.)[6]
Σε ανάμνηση του θανάτου των δύο αγωνιστών, το χωριό Τέχοβο μετονομάστηκε αργότερα Καρυδιά (το δέντρο όπου απαγχονίστηκαν), ενώ το χωριό Βλάδοβο, όπου ενταφιάστηκαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είναι ο σημερινός Άγρας. Η δράση και ο μαρτυρικός θάνατος του Καπετάν Άγρα ενέπνευσαν στην Πηνελόπη Δέλτα το γνωστό μυθιστόρημά της «Στα μυστικά του Βάλτου».